…Τους μήνες που δεν έχουν ρω, ξεσκονίζει ο έρωτας το φτερό του.
Σκύβω στο πηγάδι κι αναρωτιέμαι πώς άδειασε τώρα καταλαβαίνω τη δίψα τ’ Αϊ Γιάννη του Λαμπαδιάρη.
Οι μαντίλες εξοστρακίζουν τις ριπές του ήλιου, πάντα ένα λυκ – θα κινεί στον χρόνο το φως, ένα ριζικάρι την προσμονή, κι ένα δάκρυ τον έρωτα».
Νίκος Ψιλάκης
Ένα ριζικάρι… Γράφω το βραδάκι, εσπερινό τ’ Αγίου Γιάννη του Κλήδονα, που πυκνώνει τ’ αρώματα της Λαογραφίας με το κάψιμο του συμβολικού στέφανου, καθώς πενήντα και πέντε ημέρες, φυλάσσει τα μαντέματα και τις πεθυμιές, τις ευρηματικές “γητειές” για ευημερία…
Το ριζικάρι, χαρακωμένο φρούτο, ανασύρεται από το αμίλητο νερό, για ν’ ανταμωθεί με την ριμαδόρικη λαχτάρα και το επιθυμητό! Τον έρωτα!
Ύστερα, τραγούδια, γέλια, γλέντι και φωτιά!
«Μεσ’ τη φωτιά μας ρίξανε μια νύχτα τ’ Αϊ Γιάννη», νοσταλγεί ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, και ο Δασκαλόπουλος, βλέπει στα μάτια της τις γλυκιές φωτιές που ανάβουν στη Σχολή του!
Κι εμένα μνήμες ατίθασες, αξέχαστες, κρατούν τα στεφάνια και πηδούν στις φλόγες! Τα παιδικά μου χρόνια, είναι εδώ.
…Άνοιξα το συλλεκτικό μου, το αγαπημένο μου ημερολόγιο, το γεμάτο Κρήτη στην τελευταία εβδομάδα του Λιοτρόπη, και βρήκα το ποίημα του σπουδαίου μας λογοτέχνη Νίκου Ψιλάκη. Αλλά και τούτο το θαυμαστό λόγο, για την Λεβεντογέννα!
«Εκείνη η Κυριακή έμεινε χαραγμένη μέσα μου για πάντα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ποτέ! Ζει στη μνήμη μου σαν ένα ωραίο όνειρο, δίχως κανένα σύννεφο στον ουρανό της!
…Ξεκινήσαμε την αυγή για το χωριό, ώρα που όλη η εξοχή μοσχομυρίζει. Του Λευτέρη ο αδελφός ο Στέλιος, ένα αγόρι δώδεκα χρονώ, με βοήθησε ν’ ανεβώ στο γάιδαρο.
…Νερά έτρεχαν παντού. Τ’ άκουγες και δροσιζόταν η ψυχή σου. Σωστός παράδεισος. Και πέρα μακριά, ένα μαβί χρώμα, η θάλασσα…
…Τέλος, φάνηκε το χωριό, πέρα, στην πλαγιά του λόφου. Πήραμε το μονοπάτι .
Μπροστά στα χωριατόσπιτα, χτισμένα με πέτρες, κάθονταν οι γέροι, σεβάσμιοι, σιωπηλοί, ωραίοι, ίδιοι μ’ αυτούς που περιγράφει ο Όμηρος. Πουθενά δεν βλέπεις τέτοιους λεβεντόγερους.
Μόνο στην Κρήτη. Εκεί, τα γεράματα, φέρνουν μια άλλη, παράξενη ομορφιά…
Γύριζα έκπληκτη λοιπόν και κοίταζα αυτούς τους γέρους, που κάθονταν αμίλητοι, σαν πετρωμένοι, στη θέση τους.
Κι έτσι, κάθονταν ακίνητοι, μακαριστοί μπροστά στις θύρες των σπιτιών τους, ενώ μέσα στις αυλές τους έπαιζαν εγγόνια και δισέγγονα, μου φάνηκαν σαν ριζωμένα δέντρα γέρικα, που έριχναν γύρω την σκιά τους, ίδια ευλογία Θεού…».
Λιλίκα Νάκου
Η κυρία Ντορεμί, Δωρικός 1997