Και είναι οι δαίμονές μου, μιά σταλιά εφήμερο σκοτάδι. Που ήσυχο στέκεται. Και με κοιτάζει. Γιατί είμαστε αυτό και ‘γω που απομείναμε. Συντρίμμια παρελθόντων σιωπών. Και Ερώντων. Και είναι τώρα πιό ειλικρινής η νύχτα. Καθώς το πήρες πιά απόφαση. Πως οτι ήταν, δεν είναι πιά. Και πας παρακάτω. Οι δρόμοι πολλοί. Είναι χαρακτηριστικό τους άλλωστε να πολλαπλασιάζονται. Κυρίως όταν περιπλανιέσαι επί τα εντός. Πάντα τα αδιέξοδα έχουν παρακαμπτηρίους οδούς. Που στέκονται και χαμογελούν πονηρά. Σα παιδιά που παίζουν κρυφτό. Και ξεγελούν αυτόν που ”τα φυλάει”. Για να πουν μετά. Φτου ξελευτερία γιά όλους. Και είναι οι σιωπές που πέφτουνε σα φθινοπωρινά φύλλα, στο υγρό λιθόστρωτο. Δίνοντας χρώμα στο απρόσωπο. Εικόνα δίχως περίγραμμα. Ασπρόμαυρη. Σα σχέδιο με κάρβουνο από καμμένα ειωθότα. Εφήμερο χάδι. Τίποτα μονιμότερο του εφήμερου. Παιδί που παίζει με μυρωδάτη μπουγάδα, απλωμένη στο λιόφωτο. Και μιά ιδέα από λεβάντα, στις ήσυχες μέρες των Ερώντων. Κι είναι ο θυμός του χα’ί’νη, η σβησμένη γόπα του τώρα. Κι είναι το σκοτάδι, μπαμπακερή ματωμένη πουκαμίσα της σιωπής. Κι είναι το αύριο, πιό εφήμερο από ποτέ.