Η χήρα μάνα μου, Οκτώβρη του 1946, από το νησί πήγαινε εμένα και ένα απ’ τ’ αδέρφια μου, οχτώ κι εννιά χρονώ, στην Αθήνα. Στο “Μιαούλης” ανταμώσαμε το ψυχογιό της Δημητρό, φαντάρο.
Kουκουβίσαμε κι οι τέσσερις σε μια γωνιά στο κατάστρωμα, τυλιχτήκαμε μια κουβέρτα και του Δημητρού τη χλαίνη, πορευτήκαμε. Σαν ανοιχτήκαμε όμως και περάσαμε Κάβο Ντόρος, θεριά τα κύματα, καβαλάγανε τη κουπαστή, μας κάνανε μούσκεμα. Μας πήρε ο Δημητρός παραμάσχαλα, πήρε κι η μάνα μας τους μπόγους με τα πράγματά μας, ό,τι μπορούσε, χωθήκαμε κάτω από μια σκάλα πού έβγαζε στο μηχανοστάσιο, βολευτήκαμε. Σύννεφο ο ατμός απ’ τα καζάνια, βρώμικος μα ζεστός, στεγνώσαμε. Μας είδε ο λοστρόμος, έκανε να μας διώξει που μποδίζαμε, είδε τα γυμνά μας πόδια, τα τρεμάμενα χέρια, είδε τη μαυροφορεμένη χήρα, διάβασε τα λυπημένα μάτια της, μας λυπήθηκε, δεν έβγαλε άχνα, έφυγε. Σε λίγο ξαναφάνηκε με ένα μουσαμά στο χέρι, έδειξε με τα μαυρισμένα δάχτυλά του εμάς τα μωρά.
―Σκέπασέ τα μη παγώσουν, είπε και χάθηκε στο γλιστερό κατάστρωμα.
Μια νύχτα όμως ήτανε, πέρασε.
Το πρωί, έβαλε ο Δημητρός τα μπαγκάζια μας στη πλάτη, πήγαμε στο σταθμό του Ηλεκτρικού και θαμάζαμε, πρώτη φορά στον Πειραιά, και σε τραίνο. Με το που μπήκαμε μέσα, κολλήσαμε τις μυτούλες μας στο καπνισμένο τζάμι και βλέπαμε παραξενεμένοι τους μπογιαντισμένους τοίχους και τα πορτοπαράθυρα στα μεγάλα σπίτια μέχρι που φτάξαμε Ομόνοια κι ανεβήκανε τη φαρδιά σκάλα.
Μα δε θέλαμε να περάσουμε απέναντι. Τρομάξαμε, φοβόμασταν τα λογιώ-λογιώ αυτοκίνητα που τρέχανε δαιμονισμένα.
Στα Καντόνια, βλέπεις, ένα μονάχα αυτοκίνητο ερχότανε. Το φορτηγό. Και περιμένανε τα παιδιά στη μεγάλη στροφή πριν απ’ το χωριό, στην ανηφόρα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη μεσημέρι, να φανεί το φορτηγό του Αντροκλή, να κρεμαστούνε πίσω στην καρότσα, να κάνουνε ¨καβάλα¨, χίλια μέτρα απόσταση. Το ήξερε αυτό ο οδηγός, έκοβε ταχύτητα και τα πήγαινε κρεμασμένα ως τη μεγάλη διασταύρωση με το άγαλμα της ελευτερίας, να φάνε και το ξύλο απ’ τις μανάδες τους που ήτανε σαν τους μυλωνάδες στη σκόνη βουτηγμένα. Αυτό όμως τους έθρεφε, θαρρείς, και δυο φορές τη βδομάδα το ίδιο αλεύρωμα, το ίδιο ξύλο.
Μήνες πολλούς, χρόνια βάσταξε το πανηγύρι τούτο. Μια μέρα όμως, θεριστής μήνας ήτανε, ζέστη πολύ, να σκάει κι ο τζίτζικας, και το φορτηγό του Αντροκλή ανέβαινε αγκομαχώντας. Αρπάξανε πάλι τα παιδιά τον πίσω προφυλακτήρα, μαζί κι ο Θοδωρής, του Κοντυλογιώργη και της Ουρανιώς ο γιος, όλο χώμα κι ιδρώτα τα χουφτάκια του όμως ήτανε, λασπώσανε, γλιστρήσανε, ξεμάγκωσαν από το σίδερο, πήρε τη κατηφόρα, σκίστηκαν χέρια πόδια και πρόσωπο απ’ τα χαλίκια. Τρέξανε τα άλλα να βοηθήσουνε, γινήκανε ένα κουβάρι, τους σταμάτησε ένας σκίνος στα χείλια του γκρεμνού. Ο Θοδωρής όμως, βρέθηκε ανάσκελα με προσκεφάλι μια κοφτερή ατσαλόπετρα. Τρέξανε οι χωριανοί σαν ακούσανε τις φωνές, ήρθε κι η μάνα η Ουρανιώ.
Ως αντίκρισε το μοναχοπαίδι της ολομάτωτο στη σκόνη τυλιγμένο, έμπηξε τα δάχτυλα στα κορακίσια μαλλιά της και βρέθηκε μπρούμυτα στο χώμα, δίπλα στο Θοδωρή της. Ο πατέρας έλειπε στα ζώα, δυο ώρες μακριά, χαμπάρι του πέψανε, μα άργησε να φανεί.
Ξεφόρτωσε επί τόπου ο Αντροκλής, πήρε το Θοδωράκι, το ξάπλωσε δίπλα του, σωριάστηκε στη καρότσα κι η μάνα, φύγανε.
Στο νοσοκομείο έκατσε τέσσερις βδομάδες. Τον γιατροπορέψανε, μα το χτύπημα βαθύ από τη σιδερόπετρα, έφερε επιπλοκές. Τα μέσα λιγοστά, οι γιατροί πετσοκομμένοι από τον πόλεμο, γύρισε σπίτι ο καημένος ο Θοδωρής με κουσούρια ανίατα από τη βλάβη στον εγκέφαλο.
Περάσανε δυόμισι χρόνια δύσκολα. Σχολειό δε μπορούσε να πάει, αλαφροΐσκιωνε, βόηθαγε τον πατέρα του, όλο κι έδειχνε καλυτέρεψη, αναπτέρωσε το ηθικό των γονιών. Ελπίζανε πως θα γιατρευτεί ολότελα.
Ένα ήσυχο δειλινό όμως, την ώρα που βαφότανε κόκκινος ο ουρανός, το σύρανε από τον πάτο, δώδεκα μέτρα βάθος, του πηγαδιού της Μάγισσας, κοντά στο δάσος.
Είχε σκύψει, λέει, να πιει νερό και δεν έφτανε.
Το θάψανε κοντά στην εκκλησιά του Άι Θόδωρου, στα Δερφόνια.
Αυτά είχαν’ έρτει στο μυαλό μας, κι από φόβο, δε θέλαμε να περάσουμε το φαρδύ δρόμο στην Ομόνοια.
Αυτά ήρθανε κι απόψε στο νου μου με την τρελή μανία της εξέλιξης και των σκοτωμών χωρίς λόγο, λέω, άντε να τα κουβεντιάσω με τους συντοπίτες μου.
Νάσαστε όλοι καλά κι αγαπημένοι.
Ευχαριστούμε.