Η Ασή Γωνιά στον Αποκόρωνα έχει το προνόμιο να έχει δυο Θεϊκούς προστάτες: Τον Άι Γιώργη τον Καβαλάρη και τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό.
Και οι δυο βοηθάνε τους ανθρώπους της από τα παλιά τα χρόνια και έχουν προστατέψει το χωριό από κάθε κακό. Ακόμη είναι το μοναδικό χωριό που έχει δυο εκκλησίες του Τιμίου Σταυρού. Την μεγάλη και κεντρική μέσα στο χωριό και το ξωκλήσι στο βουνό που παραμονή της γιορτής του οι προσκυνητές από το χωριό και πέρα απ’ αυτό, περνούν τον εικοσάλεπτο ανηφορικό δρόμο για να πάρουν ευλογία από τη χάρη Του.
Η παράδοση αναφέρει πως ο Τίμιος Σταυρός έσωσε το χωριό από επίθεση τουρκικών ορδών με την πρόκληση ακραίων καιρικών φαινομένων όταν εκεί στο βουνό που είχαν καταφύγει οι άνθρωποι, ο παπάς των τον κάρφωσε πάνω σε έναν βράχο και όλοι μαζί δεήθηκαν για την βοήθειά του.
Μια άγια γυναίκα του χωριού, που είχε χτίσει και μερικά εικονοστάσια σε αυτό πριν από εξήντα περίπου χρόνια, κατέγραψε την ιστορία του Σταυρού όπως την είχε ακούσει από τους παλαιότερους.
Την αντιγράφω και με την ίδια ορθογραφία:
«Κάποιος εκείνο τον καιρό ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΗΣ, ο οποίος εζούσε εις την Επισκοπή με το παρατσούκλι Μανωλαρής εφώναξεν μίαν ημέραν μίαν ανυψιά του και της είπε, έλα να σου πω πώς ευρέθη ο Τίμιος Σταυρός που είναι στο βουνό.
Εκείνο τον καιρό εφάνηκεν ένας βοσκός από πάνω από τον βαθυλάκκο, ήτο άνθρωπος με μακρυά μαλλιά, με μεγάλα γένεια. Τον είδεν ο βοσκός αλλά αμέσως εχάθηκε, ούτε τον ξαναείδε. Μετά πολλά χρόνια άλλος πάλιν βοσκός άκουσε εις το ίδιο μέρος μια μυρωδιά πρωτάκουστη που δεν την είχεν ξανακούση, ξαναοσφανθή, τέτοιαν ευωδίαν και εγύριζεν από εδώ εγύριζεν από εκεί αλλά δεν μπορούσε να καταλάβη από πού ερχόταν.
Αυτό εβάσταξεν πολλάς ημέρας. Καθώς περπατούσεν ευρήκεν τάφον ασκεπή με σκελετόν ανθρώπου, αλλά η ευωδία τον έπνιγεν και δεν ημπορούσε να πλησιάση.
Τέλος πάντων κατόρθωσεν και επλησίασεν και είδεν τον Τίμιον Σταυρόν επάνω εις τον Άγιον Σκελετόν, αλλά, φοβηθείς, έτρεξεν και έφυγεν, δεν ήξευρεν τι να κάνη.
Αλλά η δύναμις του Τιμίου Σταυρού τον φώτισε να πάη να το πη εις τον τότε Παπά του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται. Επήγε ο Παπάς και επήρε τον Τίμιον Σταυρό και τα Άγια λείψανα και έστειλε τον Τίμιον Σταυρό εις την μεγάλην εκκλησία του χωριού Τίμιος Σταυρός.
Τα Άγια Λείψανα τα έβαλε εις το Άγιον Βήμα εις το χωνευτήρι.
Την χρονολογίαν δεν την αναφέρω επειδή κανείς δεν την ξέρει από τους μεταγενέστερους. Μετά πολλά χρόνια εξεράγη η μεγάλη Επανάστασις του 1866 και επειδή το χωριό την Ασή Γωνιά, την θεωρούσαν κατάλληλο για προπύργιο εμαζεύτηκαν όλα τα χωριά και οι Καπετανέοι των οποίων τα ονόματα είναι: Καπετάν ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΥΠΑΡΗΣ, Καπετάν ΜΕΛΑΔΟΓΙΩΡΓΗΣ, Καπετάν ΚΡΙΑΡΗΣ, Καπετάν ΚΟΡΑΚΑΣ, Καπετάν ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ.
Αυτοί ήσαν προστάται ήσαν και άλλοι αλλά απουσίαζαν εκείνη την βραδυά.
Έστελνε ο Πασάς αγγελιοφόρους να παραδοθούν οι Καπετανέοι, διότι θα στείλω τον γενναίο μου στρατό, έγραφε, να κάμη σφαγή να σφάξη και τα παιδιά εις την κούνια. Ο στρατός μου είναι γενναίος και πολυάριθμος έως 5.000 και δεν φοβάται Καπετανέους.
Εκείνο το βράδυ όλοι ήσαν εις το χωριό και έκαναν συμβούλιο ως τα χαράματα και εκεί άκουσαν τις σάλπιγγες και είχαν ζώσει το χωριό. Από το φαράγγι εμπήκε το ιππικό, δεν μπορούσε να φύγη ούτε κουνούπι. Πήραν μικροί, μεγάλοι τις πλαγιές και ο τότε Παπάς ονομαζόμενος Παπά Μάρκος πήγε από την εκκλησία και πήρε τον Τίμιο Σταυρό και επήγε στο βουνό και είναι εκείνος που είναι τώρα στο εκεί εκκλησάκι και έκαμε μια παράκλησι και τον κάρφωσε εις την Αγία Πέτρα, αμέσως έγινε μεγάλο θαύμα.
Έπεσε σκοτάδι και πλάκωσε τις πλαγιές και οι ίδιοι οι Τούρκοι είδαν και τον Αγ. Γεώργιον και τους κυνηγούσε στο άλογο καβάλα με το σπαθί, και έτρεχαν και εφώναζαν: Φύγετε, ο Χαζιτέρ θα μας φάη, διότι έτσι τον ονομάζουν οι Τούρκοι και τον παραδέχονται. Και γύρισαν πίσω χωρίς να πειράξουν κανένα, μόνον τον καπετάν Σκουλούδη έπιασαν και του πήραν το κεφάλι.
Ας είναι βοήθειά μας εις όλους και σε κείνους που τον επικαλούνται και ας με συγχωρούνε και μένα την αμαρτωλή όσοι το διαβάζουν». Μαρία Μελαδώνη.
Το αγρίμι της Κρήτης
Στην καταχώρηση κειμένου μου για το αγρίμι της Κρήτης την 9η Σεπτεμβρίου και κατά την καθαρογράφησή του, στην σελ. 32, ανέγραψα για τους περιηγητές που ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό το ζώο από το 1938, ενώ το ορθόν είναι από το έτος 1838.