ΣΗΦΗ Ι.ΠΕΤΡΑΚΗ: ΡΟΖΟΝΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΣ’ ΑΣΗΓΩΝΙΩΤΙΚΗΣ ΡΙΖΑΣ
Ξαναβρέθηκα και πάλι στην αγαπημένη μου βουνήσια Κρήτη, στην πανέμορφη Ρίζα την Ασηγωνιώτικη ,χάρις στα «Ροζοναρίσματα» του αγαπητού μου Σήφη Πετράκη που ο αέρας της του δίδει ζωή,το νερό της τον ξεδιψάζει και οι ασφεντάμοι, οι πρίνοι και τα χαράκια της τον εμπνέουν.
Χρόνια τώρα οι ευαίσθητες κεραίες του συλλαμβάνουν τα μηνύματά της και το χέρι του το δημιουργικό τα μεταπλάθει σε ιστορίες πανέμορφες, δωρικής μεγαλοσύνης, που ξυπνούν μνήμες ακόμη και σ’ όλους εμάς που είχαμε την τύχη να γεννηθούμε σε όμοιους απροσκύνητους τόπους αλλά ύστερα καθώς άλλαξαν τα πράγματα γινήκαμε αστοί.
Με ξεχωριστό ενδιαφέρον λοιπόν πήρα στα χέρια μου το νέο «Ροζονάρισμα» των 190 σελίδων,κι άρχισα να το απολαμβάνω.
Με εντυπωσίασαν οι μορφές των ανθρώπων της Αση-Γωνιάς, που έχει αποτυπώσει στο χαρτί. Η καθαρή ματιά τους, η αγέρωχη στάση τους, η εσωτερική απλότητά τους.
Για τέτοιους ανθρώπους γράφει ο Φώτης Κόντογλου: «…Οι απλοί άνθρωποι είναι τ’ αληθινά παιδιά της φύσης κ’ έχουνε ανταπόκριση μαζί της, ενώ οι άλλοι είναι τα προγόνια της, κι ό,τι φτιάξουνε αυτά τ’ αληθινά παιδιά της, δεν είναι φτιαστό,αλλά είναι αληθινό και καθαρό, σαν τα ίδια τα βουνά και σαν τη θάλασσα και σαν τον αγέρα που φυσά και σαν τον πρίνο που φυτρώνει στο κράκουρο και σαν όρνιο που κόβει βόλτες απάνω από μιαν έρημη ράχη…».
Αυτούς τους ανθρώπους έχει στη σκέψη του και στην καρδιά του ο συγγραφέας και παρά το ότι τον περισσότερο καιρό ζει και δημιουργεί στην Αθήνα, νοερά αναθυμάται, αποθαυμάζει και καταγράφει την ομορφιά και τον πολιτισμό τους. Γράφει:
«Στον«κάμπο» είχαν αρκετοί Γωνιώτες τα αμπέλια τους. Τα βράδια πριν να μαζευτούν στις καλύβες τους για ύπνο, μαζεύονταν σε μια ή δυο καλύβες. Εκεί ακούγαμε παλιές ιστορίες από τους πιο παλιούς, όπως ο Δασκαλομανώλης, ο Δράκος, που αντί για καλύβα είχε κατασκευάσει ένα μικρό σπιτάκι. Όμως εκείνος που έκλεβε την παράσταση ήταν ο Γερο-Χονοβόλης, που μας έλεγε με γλαφυρό τρόπο παλιές ιστορίες του χωριού και των χωριανών…»
Κι αλλού γράφει: «Ο μπάρμπα Γιώργης ήταν ένας γλυκύτατος γέρος και καλός φίλος του πατέρα μου. Ατέλειωτες ώρες ερχόταν και κάθονταν στο τσαγκάρικο, με τον επίσης αδελφικό του φίλο, το γέρω-Γλετζομιχάλη από τ’αρμί… Είχαν και οι δυο μια μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και σε συνδυασμό με την αυξημένη νοημοσύνη, ήταν απόλαυση για μένα να τους ακούω να λένε ιστορίες…»
Νοερά πλησίασα στη συντροφιά τους, έστησα τ’ αυτί κι άρχισα ασυναίσθητα να «ροζονάρω» -να συνομιλώ ευχάριστα- μ’ αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους, που με καλοδέχτηκαν. Και τι δεν άκουσα! Και πόσα δεν έμαθα!
Εντυπωσιασμένος απολάμβανα τον αυθεντικό τους λόγο, όπως τον έχει αποτυπώσει στο χαρτί ο συγγραφέας. Είδα μπαρουτοκαπνισμένους καπετάνιους, τους Πέτρηδες, τους Μπλύμηδες,τους Γυπάρηδες τους Βουγιούκαλους, κι άλλους πολλούς «άνδρες σπουδαίους στη γενιά, στην ψυχή και στο σώμα» να ιστορούν γεγονότα από τους πολέμους και τους ασταμάτητους αγώνες για τη λευτεριά.
Είδα ανθρώπους να έχουν μια συμπεριφορά ακατανόητη για όσους δεν έζησαν σε τέτοια μέρη. Από τη μια να δείχνουν μια ευσέβεια αξιοζήλευτη: Να τιμούν τον Τίμιο Σταυρό, να ευλαβούνται τα «τασιμάρικα» και να μην τα πειράζουν, να καταφεύγουν στην Παναγία τη Μυριοκεφαλίτισσα ή στον Άι Γιώργη το Γωνιώτη, να αντιμετωπίζουν τη ζωή με εύθυμη διάθεση, να ασχολούνται με τα έργα της ειρήνης, τη βοσκική, το λιομάζωμα, το θέρος, το χτίσιμο των σπιτιών, το πελέκημα της πέτρας κι από την άλλη να μη διστάζουν να γίνονται ζωοκλέφτες, έστω κι αν τα κλεμμένα κάποιες φορές ήσαν “Κανίσκια” για το γάμο…
Η καταγραφή όλων αυτών των περιστατικών και μερικών άλλων στα οποία πρωτοστάτησε ο συγγραφέας,στην προκειμένη περίπτωση αποτελούν τα “Ροζοναρίσματα τσ’ Ασηγωνιώτικης ρίζας”, που όχι μόνο διαβάζονται ευχάριστα αλλά, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, αποθησαυρίζουν έθιμα, παραδόσεις, βιώματα, που ντυμένα με τη μοναδική γλωσσική λαλιά του τόπου γίνονται κτήμα όλων μας.
Δίκαια επαινέθηκαν από την Ακαδημία Αθηνών.
Θερμά συγχαρητήρια.