Σύµφωνα µε διάφορα λεξικά, η λέξη «τουρίστας» εµφανίστηκε το 1800 και ο «τουρισµός» το 1811.
Πριν από τον δέκατο ένατο αιώνα, τα ταξίδια αποτελούσαν σε µεγάλο βαθµό ανδρικό προνόµιο, αλλά αυτό άλλαξε σηµαντικά µε την εµφάνιση των «βικτωριανών ταξιδιωτριών» που επιχείρησαν να ταξιδέψουν σε χώρες που προηγουµένως θεωρούνταν «απολίτιστες» και αφιλόξενες, ιδίως για τις γυναίκες.
Στα µέσα του δέκατου ένατου αιώνα τον τουρισµό τον απολάµβαναν κυρίως οι µεσαίες και ανώτερες τάξεις, ενώ για τους φτωχότερους εργάτες η µετανάστευση ήταν µια συνηθισµένη µορφή ταξιδιού. Με την άνοδο του βιοµηχανικού καπιταλισµού, εµφανίστηκαν δύο διακριτές µορφές ταξιδιών αναψυχής: ο τουρισµός και οι καλοκαιρινές διακοπές για την αστική τάξη, και οι µηχανοκίνητες ηµερήσιες εκδροµές για τις εργατικές µάζες, σε βιοµηχανικές χώρες όπως η Βρετανία [1].
Κοµβική καµπή στην ιστορία του τουρισµού θεωρείται η 5η Ιουλίου 1841, όταν ο Άγγλος ξυλουργός και πρώην ιεροκήρυκας Τόµας Κουκ (Thomas Cook), που θεωρήθηκε «πατέρας» του τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς, «πατέρας του οργανωµένου τουρισµού», των σύγχρονων ταξιδιωτικών πρακτόρων και των οµαδικών εκδροµών, οργάνωσε ένα ταξίδι 15 χιλιοµέτρων (µεταξύ Λέστερ και Λάφµπορο στην Αγγλία) µε τρένο, για περισσότερα από 500 άτοµα, για να παρακολουθήσουν µια ειδική εκδήλωση. Πέντε χρόνια αργότερα οδήγησε µια οµάδα 350 Άγγλων σε µια περιήγηση στη Σκωτία.
Τη δεκαετία του 1860 άρχισε να προσφέρει εκδροµές µε πλοία και τρένα στην Ευρώπη, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τις Ηνωµένες Πολιτείες, το περιεχόµενο των οποίων ήταν σε µεγάλο βαθµό προσανατολισµένο στην πολιτιστική κληρονοµιά. Οι Μεγάλες Πυραµίδες αποτέλεσαν σηµαντικό σηµείο πώλησης της αιγυπτιακής περιοδείας του Cook, ενώ τα αµερικανικά δροµολόγια συµπεριελάµβαναν σηµαντικά ιστορικά µνηµεία στη Νέα Υόρκη και την περιοχή της Ουάσινγκτον. Ο Cook εισήγαγε τα πακέτα διακοπών που περιλάµβαναν µεταφορά, διαµονή, φαγητό και αξιοθέατα.
Οι καινοτόµες προσεγγίσεις του Cook, όπως η εισαγωγή των σταθερών τιµών και των ταξιδιωτικών κουπονιών, εξορθολογήσανε την ταξιδιωτική εµπειρία και την έκαναν πιο προσιτή σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Οι προσπάθειές του όχι µόνο µετέτρεψαν το ταξίδι από ανάγκη σε ευχάριστη εµπειρία, αλλά έθεσαν και τα θεµέλια για τις σύγχρονες τουριστικές πρακτικές. Ο Cook ήταν ο πρώτος που χρησιµοποίησε διαφηµιστικές καµπάνιες και ειδικές προσφορές για την οικοδόµηση της αφοσίωσης των πελατών, γεγονός που κατέστησε την εταιρεία του µία από τις πρώτες διεθνείς εταιρείες από την άποψη της αναγνωρισιµότητας.
Ο Cook είχε καταφέρει να µετατρέψει τη «µετακίνηση» από ένα δύσκολο εγχείρηµα, µια αναγκαιότητα και µια εκπαιδευτική διαδικασία, σε µια ευχάριστη και διασκεδαστική δραστηριότητα.
Αν και πολλοί «έπλεξαν το εγκώµιο» του Cook, η προσπάθειά του να ενθαρρύνει την ευρύτερη συµµετοχή στον τουρισµό δεν έτυχε καθολικής αποδοχής. Έχουν δοθεί ποικίλοι χαρακτηρισµοί για τις οµάδες που οργάνωσε ο Cook, όπως «το τσίρκο του Cook», «οι ορδές του Cook», «οι βάνδαλοι του Cook», κ.λπ. Είναι εύλογο να υποθέσουµε, ωστόσο, ότι η επιτυχία του Cook στην «πώληση πολιτιστικών εµπειριών» δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις εξελίξεις στην τεχνολογία των µεταφορών και των επικοινωνιών [1].
Σήµερα, οι ιστορικοί χώροι και τα ευρήµατα της αρχαιολογικής σκαπάνης από αρχαίους πολιτισµούς είναι από τα πιο δηµοφιλή αξιοθέατα ανά την υφήλιο. Ακόµα και οι πιο ένθερµοι προορισµοί µε ήλιο και θάλασσα όπως η Ελλάδα, προσφέρουν πολλές θέσεις πολιτιστικής κληρονοµιάς για τουριστική κατανάλωση. Λίγες χώρες έχουν «τουριστικές βιοµηχανίες» που στερούνται προϊόντων πολιτιστικής κληρονοµιάς [2].
Είναι όµως ο τουρισµός αυτής της µορφής µια βιοµηχανία; Ναι, λέει ένας από τους θεωρητικούς του τουρισµού στο δοκίµιό του, ήδη από το 1962, γιατί στην ανάλυσή του αντιλαµβάνεται τον τουρισµό ως µια ροµαντική απόδραση από τον βιοµηχανικό κόσµο, στην παρθένα ιστορική αναδροµή, σε άγνωστους τόπους και πολιτισµούς.
Ο τουρισµός προέκυψε σε αυτήν την περίπτωση από µια ανάγκη, από την ανάγκη για διαφυγή. Αυτή η απόδραση θεωρεί ότι είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει, γιατί ο Thomas Cook και οι ακόλουθοί του τυποποιούν τα αξιοθέατα, τα αξιοθέατα συγκεντρώνονται σε οργανωµένες εκδροµές, οι οποίες στη συνέχεια πωλούνται ως µαζικό καταναλωτικό αγαθό. Με αυτόν τον απλό τρόπο το ταξίδι, αν και όλοι θα ήθελαν το αντίθετο, αν και βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των εµπορευµάτων, έχει γίνει από µόνο του εµπόρευµα και όπως κάθε βιοµηχανικό προϊόν, τυποποιείται, συναρµολογείται και πωλείται. Με απλά λόγια, ο όρος «βιοµηχανία» συµπίπτει µε την αυτοµατοποιηµένη παραγωγή σε µεγάλα εργοστάσια [3].
Στην ίδια πάντα ερώτηση, είναι πράγµατι ο τουρισµός βιοµηχανία; Όχι, λέει ένας άλλος θεωρητικός του τουρισµού. Ο τουρισµός δεν είναι µόνο καταναλωτικό αγαθό, αλλά και πολιτιστικό αγαθό. Και ξεκινώντας από όλα τα θετικά που προσφέρει µια επίσκεψη στα µνηµεία πολιτιστικής κληρονοµιάς, φέρνει ως παράδειγµα την βιοµηχανία της λογοτεχνίας: το λογοτέχνηµα υποστηρίζεται από την βιοµηχανία, δεν είναι βιοµηχανία. Παρόµοια και ο τουρισµός [4].
Από τις δύο αυτές ακραίες προσεγγίσεις ο καθένας κρατάει ό,τι θεωρεί πιο σωστό ως βάση δικής του ανάλυσης. Αρχίζει όµως να γίνεται αντιληπτό ότι τα τελευταία χρόνια η πολιτιστική κληρονοµιά και η ανάγκη αρχίζει να υπερσκελίζεται από τη φύση και την απόλαυση, στις διάφορες µορφές της.
Ο εναλλακτικός τουρισµός και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που είναι προικισµένες και µε απαράµιλλο φυσικό κάλος, από τις παραλίες της µέχρι τα όµορφα και προσιτά βουνά της, αναπτύσσεται µε έναν τουρισµό αναζήτησης της φύσης, φυσιολατρικό, οικοτουρισµό, γαστρονοµικό τουρισµό του τόπου και κάθε είδους εναλλακτικό τρόπο και ξαναγυρίζει τον τουρισµό, από αθέατα µονοπάτια, στις αρχέγονες ρίζες του, δίνοντάς του µια άλλη διάσταση. Όπως µας αναφέρει ο πρωτεργάτης του ελληνικού τουρισµού Ν. Λέκκας, στην χώρα µας, που δεν «έζησε» την βιοµηχανική επανάσταση, στις αρχές του προηγούµενου αιώνα οι πρώτοι καταγεγραµµένοι τουρίστες δεν ήταν άλλοι από τους τουρίστες της ανάγκης, τους ασθενείς, που άφηναν τον τόπο τους για να επισκεφθούν ιαµατικά λουτρά για την υγεία τους [5] και στην συνέχεια εµφανίστηκαν όλοι οι άλλοι τουρίστες, οι οποίοι και τους υπερκέρασαν. Στις µέρες µας αυτοί οι τόποι ίασης, των πολλών δεκάδων θερµοµεταλλικών πηγών, που είναι διάσπαρτες σε όλη την Ελλάδα, µετεξελίσσονται σταδιακά σε χώρους εναλλακτικούς και από περιοχές ανάγκης µετατρέπονται και σε χώρους απόλαυσης, ή όπως δόκιµα ονοµάζονται ευεξίας (wellness). Είναι ώρα να τις ανακαλύψουµε και στην Κρήτη.
Αυτή η σχετικά νέα αλλά ευρύτατη θεµατολογία θα µας απασχολήσει την Παρασκευή στις 22 Μαρτίου στο βραδάκι, µετά από την διάλεξη που θα δοθεί στις 19:30 στο Πνευµατικό Κέντρο Χανίων µε θέµα: Οι θερµοµεταλλικές πηγές της Κρήτης, µε έµφαση σε αυτές της δυτικής Κρήτης και το δυνητικό ιαµατικό δυναµικό τους.
*Ο Μανόλης Μανούτσογλου είναι καθηγητής και τ. κοσµήτορας της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης
Βιβλιογραφικές αναφορές
[1] Μπονάρου Χ. (2009). Η τουριστική διαχείριση της ιστορικής µνήµης: αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις σύγχρονες τουριστικές καρτ-ποστάλ. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πάντειο Πανεπιστήµιο, Τµήµα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισµού (και βιβλιογραφικές αναφορές εντός αυτής).
[2] Dallen J.Τ. (2011). Cultural Heritage and Tourism: An Introduction, Bristol, Blue Ridge Summit: Channel View Publications.
[3] Enzensberger H.M. (1962). “Eine Theorie des Tourismus”. In: Enzensberger, Hans Magnus: Einzelheiten. Suhrkampf Verlag, Frankfurt am Main. S.147-168
[4] Hennig Ch. (1997). Reiselust – Touristen, Tourismus und Urlaubskultur», Insel Verlag, Frankfurt und Leipzig 228 Seiten.
[5] Λέκκα Ν. (1925). Ο περιηγητισµός εν Ελλάδι. Εθνικό Τυπογραφείο, 117 σελ.