ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ
Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Δύο ακόμα βιβλία της γνωστής και ιδιαίτερα αγαπητής στη χανιώτικη κοινωνία δασκάλας – ποιήτριας Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη που κυκλοφόρησαν επίσης πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις “ΕΡΕΙΣΜΑ” του φίλου ποιητή και ιστορικού ερευνητή Χρίστου Μαχαιρίδη, στη σημερινή σελίδα. Κι αυτά, όπως και τ’ άλλα, που φιλοξενήθηκαν στον προπερασμένο Παιδότοπο εικονογραφημένα. Αστείρευτο το ποτάμι της έμπνευσης για την καλή μου φίλη που ευτύχησε να δει τα τελευταία τρία χρόνια να κυκλοφορούν πολλά απ’ τα ποιητικά της έργα που ήταν για χρόνια στο συρτάρι της.
Γι’ άλλη μια φορά τα συγχαρητήρια μου, Ελισάβετ! Κάλλιο αργά παρά ποτέ! Δέσατε με τον Χρίστο…
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης, δάσκαλος
Από τις περιπέτειες του Οδυσσέα…
Έφτασ’ η πολυπόθητη η μέρα π’ αφήνοντας οπίσω τους την Τροία, μπήκαν στα δώδεκα τους τα καράβια κι αρχίσανε του νόστου το ταξίδι… Σαν έφτασαν στη χώρα των Κικόνων, δέσανε τα καράβια στο λιμάνι και βγήκανε στην σμαρο. (Μια πόλη, π’ ανήκε εις το κράτος των Κικόνων.) Οι Κίκονες, σα σύμμαχοι των Τρώων, δεν τους καλοδεχτήκανε στην πόλη. Ανάμεσά τους άρχισε η μάχη κι οι Έλληνες νικήσανε τους ντόπιους. Στην πόλη μπήκανε των νικημένων και πήρανε πολλά απ’ τ’ αγαθά τους.
Σφάξαν αρνιά, κατσίκια, σφάξαν βόδια και γέμισαν ασκιά απ’ το κρασί τους μ’ εκείνο το θεσπέσιο άρωμά του!
Τα μεταφέραν όλα στα καράβια
και μείναν διασκεδάζοντας στην πόλη… Σαν ήρθαν Κίκονες απ’ άλλες πόλεις τους νικημένους για να βοηθήσουν, στη μάχη π’ ακολούθησε νικήσαν κι απ’ τους συντρόφους του έχασ’ ο Οδυσσέας έξι από κάθ’ ένα του καράβι, Ανοιξαν τα πανιά τους για να φύγουν αλλά μι’ ανεμοθύελλα μεγάλη δεν τους επέτρεψε να προχωρήσουν και μείνανε εκεί καθηλωμένοι ανάθελά τους, δύο μερόνυχτια.
[…]
Της Καλυψώς τα ρούχα κείνος βγάζει στέρεα δένει το κεφαλοπάνι πάνω από τη μέση του και με τα χέρια αρχίζει ευθύς γοργά να κολυμπάει…
Δυο μερονύχτια πάλευε στο κύμα σε μιαν ακτή προτού κοντά να φτάσει και πάνω εκεί σιγά – σιγά ν’ αράξει.
Κάθησε λίγο για να ξαποστάσει, μετά σηκώθει, λύνει το μαντήλι και πίσω μες στη θάλασσα το ρίχνει…
Προχώρησε ακόμα παραμέσα τόπο γυρεύοντας για να περάσει τη νύχτα του ως ότου ξημερώσει.
Λίγο πιο κει υπήρχανε δυο δέντρα το ‘να τόσο πολύ κοντά με τ’ άλλο, που τα κλαδιά τους πλέκονταν και κάναν “στέγη», που το νερό δεν την περνούσε μήτε κι ανέμοι τρύπωναν κει μέσα!
Παχύτατο, ξερόφυλλα ένα στρώμα κάτω από τα δέντρα απλωνόταν.
Κει «τρύπωσε», ανάμεσα στα φύλλα
-ωσάν σε μαλακό, στεγνό κρεβάτι- κι απο την κούραση αποκαμωμένος σ’ ύπνο βαθύ ολονυχτίς βουλιούσε…
Σαν πια ο ήλιος είχεν ανατείλλει του βασιλιά η κόρη των Φαιάκων, εκεί στο ρέμα δίπλα ήρθε να πλύνει ομάδι με του παλατιού τις δούλες τα ρούχα, (γιατί τότε, όπως τώρα, ηλεκτρικά πλυντήρια δεν είχαν!…)
[…]
Όλοι είχαν ακούσει τ’ όνομά του, μα τώρα οι Φαίακες τον βλέπουν μπρος τους και δεν μπορούν ακόμα να πιστέψουν πως τούτος με το Δούρειό του Ίππο εχάρισε στους Έλληνες τη νίκη τι δίχως του δεν θα πέφτε η Τροία!… Του ταξιδιού σαν έφτασεν η ώρα, μπήκ’ ο Οδυσσέας μέσα στο καράβι π’ όλα τα πλούσια δώρα του ’χαν φέρει στ’ αγαπημένο του νησί να πάει π’ άλλο δεν ήταν από την Ιθάκη!
Είκοσι χρόνια έλειπε μακριά του, είκοσι χρόνια το ’χε στην καρδιά του και τώρα ξαναγύριζε κοντά του!
Από τον Τρωικό πόλεμο
Τα αίτια εκείνου του πολέμου είχαν αρχή στον γάμο του Πηλέα βασιλιά της Φθίας, των Μυρμιδόνων με την καλύτερη απ’ τις πενήντα τις κόρες του Νηρέα, τις Νηρηίδες, π’ ήταν κι η ωραιότερη απ’ όλες! Θεοί και βασιλιάδες καλεσμένοι λαμπρύνανε τον πλούσιο κείνο γάμο! Μόνο η θεά η Έριδα δεν ήταν στης Θέτιδας το γάμο καλεσμένη τι όπου κι αν πήγαινε πάντα καυγάδες και ταραχή πολλή δημιουργούσε… Της κακοφάνηκε πολύ εκείνης και θέλοντας εκδίκηση να πάρει, στων θεών την ομήγυρη ένα μήλο έριξε μυστικά, π’ έγραφε πάνω (…να δοθεί στη θεά την πιο ωραία. «Τη καλλίστη!» (έτσι έγραφε το μήλο π’ ήταν χρυσό και λαμπερό σαν ήλιος!)
Η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη, ήσαν αυτές που το διεκδικούσαν και καμιά τους δεν τ’ άφηνε στην άλλη! Γι’ αυτό, τον Πάρη βάλανε να κρίνει ποια απ’ τις τρεις είναι η πιο ωραία εκείνη το χρυσό μήλο να πάρει. Ο Πάρης, βασιλόπουλο της Τροίας, -ένας απ’ τους πολλούς γιους του Πριάμου το μήλο το ’δωσε στην Αφροδίτη που του ’χε υποσχεθεί να τον βοηθήσει να παντρευτεί εκείνη τη γυναίκα π’ όλες στην ομορφιά τις ξεπερνούσε! Κείνη η ωραιότατη γυναίκα της Λήδας, της γυναίκας του Τυνδάρεω, ήταν κόρη. Η ωραία Ελένη!
Ποτέ δε λέγαν σκέτο τ’ όνομά της με δίχως το επίθετο «ωραία» – σήμα κατατεθέν της ομορφιάς της!
[…]
Πήγε ο πατέρας της με πλούσια λύτρα την κόρη του για να εξαγοράσει αλλά δεν του την έδωσ’ ο Αγαμέμνων κι όχι μονάχ’ αυτό, μα ούτε και σέβας -ως έπρεπε- δεν έδειξε καθόλου στο λειτουργό τ’ Απόλλωνα, το Χρύση. Γι’ αυτό ο Απόλλων, θύμωσε μαζί του κι αρχίνισε στους Έλληνες να ρίχνει αμέτρητα θανατηφόρα βέλη κι όσους αγγίζανε, ευθύς πεθαίναν!
Ρωτήσανε το μάντη τους τον Κάλχα τ’ αθώρητα τα βέλη ποιος τα ρίχνει μα ν’ απαντήσει δίσταζεν ο μάντης.
Τότε τον διαβεβαίωσ’ ο Αχιλλέας πως τίποτα δεν έχει να φοβάται γιατί εκείνος θα τον προστατέψει! Έτσι τους είπε ότι ο Απόλλων στον Αγαμέμνονα έχει θυμώσει γιατί δεν τίμησε τον ιερέα και μήτε του ’δωσε την κόρη πίσω! Οργή γεμάτος τότε ο Αγαμέμνων στο μάντη ήταν έτοιμος να ορμήσει μα τον συγκρότησε ο Αχιλλέας.
– Τη Χρυσηίδα δεν τη δίνω πίσω μονάχα αν μου φέρεις τη δική σου τη Βρυσηίδα, τώρα στη σκηνή μου! Δεν άρεσε αυτό στον Αχιλλέα και λόγια αντάλλαξαν σκληρά οι δυό τους. Του ’δωσε τέλος τη δική του σκλάβα αλλά τόσο πολύ ’ταν χολιασμένος, που μέρος πια δεν έπαιρνε στις μάχες!
Γκρέμισαν ένα μέρος απ’ τα τείχη κι έτσι μπορούσαν μέσα να τον βάλουν, τσουλώντας τον στις τέσσερις του ρόδες. Άρχισαν στη συνέχεια να γιορτάζουν να τρώνε και να πίνουν, να χορεύουν, να τραγουδούν, και λεύτεροι να νιώθουν! Ολημερίς με ξεγνοιασιά γιορτάζουν μέχρι που όλοι πήγανε για ύπνο…
Όταν απλώθηκε παντού ησυχία βγήκαν οι άνδρες μέσ’ από τον Ίππο κι ανάψανε φωτιές για να τις δούνε από την Τένεδο και να γυρίσουν πίσω στην Τροία όλα τα καράβια.
– Με δίχως καθυστέρηση γύρισαν μπήκαν στην Τροία όλοι οπλισμένοι κι ολόγυρα τον όλεθρο σκόρπισαν…