Χωρίς μουσική,
η ζωή θα ήταν λάθος.
Νίτσε
Κυριακή πρωί στο λιμάνι, στο Mελτέμι. 15χρονος αυτός, λεπτός, ψηλός, οστεώδης, με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη.
Στα χέρια του το οργανάκι και δίπλα του η 8χρονη αδερφούλα του. Στέκονται μπροστά μας και άρχισαν να παίζει αυτός και να τραγουδάει η μικρή.
Ενα ρεμπέτικο μας είπαν. «Τσιγγάνοι είστε;»,
τους ρωτά ο φίλος μου. «Ναι» απαντούν. «Από πού είστε;». «Απ’ την Αθήνα, ήρθαμε για δουλειά». «Μόνοι σας;». «Με τη μάνα μας».«Ο πατέρας σας πού ειναι;». «Δεν έχουμε πατέρα», απαντά ο μεγάλος με μία φυσικότητα λες και τον ρωτάμε για την ώρα.
Πάει περίπατο ο Φρόυντ σκέφτηκα. «Γιατί δεν τραγουδάτε τσιγγάνικα;». Αλληλοκοιτάζονται αμήχανα και απαντά ο μεγάλος. «Ποιος θα ακούσει τσιγγάνικα;». Μα τι λες τώρα; «Εμάς μας αρέσουν, πείτε μας ένα τσιγγάνικο». «Δεν ξέρω… δηλαδή μισοξέρω, δεν θα το πω καλά». «Τραγούδα το “μπαλαμός”, το ξέρεις;», «ναι». Αρχισε λοιπόν. «Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα
Δεν θα με χάσει καμιά πατρίδα».
Οξύς ο ήχος του οργάνου, πυρακτωμένος έφτασε στα έγκατα μαζί με τα λόγια.
Σταλαγμός ψυχής. Κοιταζόμαστε με το φίλο μου, βουρκωμένοι, συγκινημένοι, από αυτό που μας συνέβη.
Ενα παλιόχαρτο που το ανέμιζε ο αέρας, άθυρμα του, που μας το έφερε μπροστά μας. Εξω απο την τάξη του κόσμου, έξω απ’ την ασφάλεια μιας κανονικής ζωής. Μας γήτεψε και τους δυό. «Παίξτε μας ακόμα ένα». Με δισταγμό άρχισε. Δε θυμάμαι ακριβώς το τραγούδι αλλά θα σας πω τα λόγια. Το τραγούδι μιλούσε για τον έρωτα ενός νέου.
«Αυτή η γυναίκα αδερφέ
Δεν είναι για σένα
Σε ξεφτιλίζει, σε ταπεινώνει
Είναι μια κακιά γυναίκα
Το ξέρω αδερφέ μου
Είναι μια πολύ κακιά γυναίκα
Υποφέρω μαζί της
Μα δε μπορώ χωρίς αυτή».
Μείναμε άφωνοι. Επαιζε και το οργανάκι του ωραία, αλλά το “αχ” του μας καθήλωσε.
Ηταν ολόκληρος ένας λυγμός.
Η εδεμική πληρότητα του έρωτα, χωρίς ποτέ να τον φτάνεις. Αυτό έλεγε το τραγούδι. Και ο τσιγγάνος σε όνειρο σε επέστρεφε στον απωλεσμένο παράδεισο σου. Μας έλυσε τους κόμπους με ένα δάκρυ εξαγνιστικό. Τέκνο μιας πατρίδας ά-χρονης και ά-τοπης. Μακρινής και απρόσιτης. Μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο παραμυθητικό για μας όμως.
Ξένος μα λατρεμένος, οικείος. Μας έβαλε στο ρίγος εκείθεν του ωραίου, σχεδόν στο ιερό. Ο Ρεμπώ μας λέει στο ιλιγγιώδες έργο του, “μια εποχή στην κόλαση”:Η αληθινή ζωή είναι απούσα.