«…Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τον κόσμο άραγες πώς είναι,
μιας κ’ήρθα απ’το σκοτάδι εις το φως
μα φως δεν είδα…
Θα’θελα να μπορούσα να σε δω,
να ιδώ απ’των ματιών σου τη θυρίδα
τα μέσα της ψυχής
αν είναι καθαρά ή μιασμένα
αν είναι δίκαια ή δολερά.
Θα’θελα να μπορούσα να διαβάσω
όσα είναι γραμμένα στη ματιά σου,
να δω αν είναι οίκτος ή αγάπη,
αλτρουϊσμός ή λύτρωση δική σου
σαν δίνεις μια δεκάρα στον επαίτη.
Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τη δυστυχία που ακούω πως πλανάται,
κ’ ύστερα να μοιράσω τις δεκάρες
σε πιότερο δυστυχισμένους.
Και να’χω τη σοφία να τους πείσω
πως μέτρο δυστυχίας δεν υπάρχει
σαν μπρος εις το σακάτη ζουν τυφλοί
και μπρος εις τους τυφλούς,
χολεριασμένοι.
Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τα κόκαλα του πλούσιου, του επαίτη,
του παρακατιανού, του βασιλιά,
να δω τις διαφορές αναμετάξυ τους.
Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
αν παίρνει τίποτα ο άνθρωπος στον τάφο
απ’όσα σόδιαζε ολάκερη ζωή
δίκαια, άδικα και δεν το ψάχνω…».