Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ο τυφλός…

Ήρθε απ’ το σκοτάδι εις το φως, μα δεν το είδε. Δεν ήξερε και πως υπάρχει. Του ’παν πως είναι ένας ήλιος λαμπερός που διατρέχει τ’ ουρανού τα μονοπάτια, μα ’κείνος χάθηκε στη μορφοποίηση τ’ αγνώστου. Του ’παν πως είναι ένας κόσμος τρισδιάστατος, μα ’κείνος βίωνε μονοδιάστατο το τίποτα.

Του ’παν ακόμη πως υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, γαλάζιο, μα’ κείνος βίωνε μόνο το μαύρο. Του ’παν πως γύρω του κινούνται πλάσματα άποδα, δίποδα, τετράποδα και άφτερα και φτερωτά. Σαν ψάχτηκε να το διαπιστώσει αν είναι φτερωτός ο ίδιος, αν έχει πόδια μα και πόσα, του’ παν πως είναι άνθρωπος. Σαν άνθρωπος -του είπαν- έχει από δυο χέρια, πόδια, λογική. Τα άλλα πλάσματα -του είπαν- δεν έχουν λογική, δεν έχουν νόηση, με τα ανθρώπινα -τουλάχιστον- μετράδια. Είναι ο άνθρωπος αυτός που διαφεντεύει τα άλλα πλάσματα, την πλάση. Είναι -του είπαν- τυχερός που έτυχε να είναι άνθρωπος. Και ‘κείνος ψάχτηκε να καταλάβει, να φιλιώσει με το σχήμα του.

Και τότε ρώτησε:
• «Γιατί δεν βλέπω όσα μου λέτε πως υπάρχουν»;
Και του’ παν:
• «`Ετσι γεννήθηκες».
Μα πάλι ρώτησε:
• «Γιατί έτσι γεννήθηκα»;
Του είπαν:
• «Έτσι το θελησ’ ο Θεός».
Κείνος επέμεινε:
• «Και τώρα, πώς θα ζήσω;»
Δεν του απάντησαν.
Έμεινε τότε εκείνος σιωπηλός και μόνο σκέφτηκε:
• «Ήρθα από το τίποτα στο τίποτα…»…και βίωσε την αλμυράδα απ’ των ματιών την πρώτη στάλα.
Έστειλε στο Θεό το πρώτο του παράπονο, γιατί τον έστειλε – όπως τον έστειλε- στη Γη.
Μα πάλι σκέφτηκε:
• «Δεν το μπορεί, θα’χει Εκείνος το σκοπό Του..»

Έμεινε από τότε σιωπηλός και βάλθηκε να δώσει σχήμα και μορφή στον ίδιο το Θεό, στη Γη, στον ουρανό, στον ήλιο και στ’αστέρια, στο φεγγάρι, στα χρώματα, στ’ ακίνητα και στ’ αυτοκίνητα, στα δένδρα, στα φυτά, στη χλόη, στα πλάσματα τα άποδα, τα δίποδα και τα τετράποδα, τ’ άφτερα, τα φτερωτά, στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο σαν έφτασε, έκανε η νηπιακή του φαντασία μια στάση και βάλθηκε να διακρίνει τον άντρα, τη γυναίκα, το παιδί. Δεν μπόρεσε να σχηματοποιήσει το γέρο και το νιο, τον όμορφο, τον άσκημο. Όλοι για κείνον είχαν την ίδια άγνωστη μορφή που’ χε δυο πόδια, είχε δυο χέρια, μια φωνή και κάπου-κάπου ένα άγγιγμα για κείνον. Μα δεν το μπόρεσε ποτέ να δώσει σχήμα στην κοντινή, τη μακρινή τούτη μορφή.

Γέννησε το μυαλό του παραστάσεις ασχημάτιστες, καθώς είχε τη φαντασία του στα σπάργανα κι αδυνατούσε να μορφοποιήσει εκείνα π’ άκουγε με κείνα που’ νιωθε, χωρίς να τα βιώνει αυταπόδειχτα.

Ήταν λοιπόν οι παραστάσεις οι δικές του άγνωρες-γνώριμες μόνο για’ κείνον- έτσι για να μπορεί να νιώθει πως υπάρχει σαν ένα υποσύνολο υπαρκτό στο σύνολο του Κόσμου το αόρατο, όσο και άγνωστο για κείνον.

Κι ως δεν το μπόρεσε να γίνει αυτόπτης γνώστης του Κόσμου που του έλαχε να ζήσει, σφάλιξε του μυαλού του την περίσκεψη σε κάθε τι για κείνον μακρινό και απλησίαστο. `Εγιν’ ο κόσμος ο δικός του μια σταλιά με τη δική της απεραντοσύνη να τελειώνει στο φράχτη της αυλής. Εκεί αποτραβήχτηκε και βάλθηκε να περπατά εις της ζωής του το μονότονο μονόδρομο, με μετρημένα βήματα ολημερίς, καθημερίς…

Κι ως του’λεγαν πως είναι νύχτα κι έπρεπε να τ’ απαγκιάσει το κορμί, μονολογούσε:

• «Μήπως δεν είναι νύχτα όλη μέρα; Για μένα βγαίν’ ο ήλιος απ’ τη δύση, για τούτο είναι πάντα νύχτα!…»…

Κι ως διάβαιναν τα χρόνια και το σκοτάδι φάνταζε αδιάβατο, βάλθηκε να φιλοσοφεί και ν’ αναλύει τους ήχους, τις φωνές, τις ομιλίες, και σύνθετε του κόσμου τα συμβάντα και του περίγυρου τα τεκταινόμενα; Το πρώτο λάλημα εκείνου του πουλιού -του πετεινού- του’ δειχνε πως τελείωνε η νύχτα και άρχιζε η άλλη νύχτα του, η μέρα. Του άλλου του πουλιού -της κουκουβάγιας- εκείνο το παράξενο κελάηδημα που άρχιζε σαν τέλειωνε η παιδοφασαρία στην αλάνα, του έδειχνε πως άρχιζε η νύχτα ολονών και η δική του. Εκείνο το ατέλειωτο τζιτζίρισμα που’καναν τα τζιτζίκια ασταμάτητα, του’ δειχνε πως εμπήκε καλοκαίρι. Την άνοιξη την οσμιζότανε από τις ευωδιές των μικρολουλουδιών στις γλάστρες, μα και τη βίωνε σαν έφτανε εις τα ολόγερα τ’ αφτιά του το ρυθμικό κελάηδημα του κούκου, απ’ το γειτονικό μεγάλο δάσος. Δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει το φθινόπωρο, μπέρδευε τα στραλίκια του χειμώνα, σαν του ετάραζαν τον ύπνο του τ’ ανεμοβρόχια, μα και η δυνατή βουή της μπόρας.
Το γαύγισμα του πιο πιστού του φίλου, του’ δειχνε αν πλησίαζε γνωστός ή ξένος, του μαρτυρούσε και τις διαθέσεις όσων χτυπούσανε την πόρτα του…

….Έστηνε το αυτί αφτί κι αφουγκραζόταν εκείνο το παράξενο κουτί που του’δωσαν, και μάθαινε τί κάναν οι ανθρώποι εδώ κι εκεί, κοντά, μακριά, όπου υπήρχαν άνθρωποι. Και του’ κανε εντύπωση στ’ αλήθεια, σαν άκουγε πως κάπου πολεμούσαν. Κι αναρωτιόταν:

• «Γιατί; Σαν τί τους λείπει και τα κάνουν όλα τούτα;»

Μα πιότερο απορούσε σαν το άκουγε πως πούλησε μια μάνα το παιδί, πως σκότωσε το τέκνο τους γονείς, πως λήστεψε τον αδερφό ο αδερφός, πως έκανε το ταίρι του σφαχτάρι κάποιος άλλος. Μα η απορία του τυφλού μεγάλωνε σαν άκουγε πως καίγανε τα δάση οι ανθρώποι, πως λιγοστεύανε τα ζώα, πως καταστρέφανε την πλάση που τους γέννησε, πως δηλητηριάζανε τη γη και τα γεννήματα,για να’ χουν -λέει- μια πιο άνετη ζωή….

Κι όσο δεν άκουγε πως λιγοστεύουν οι ανθρώποι απ’τα ζώα, πως σκοτωθήκανε τα ζώα μεταξύ τους, πως πούλησε ένα ζώο τα παιδιά του, πως σκότωσ’ ένα ζώο τα παιδιά του, πως σκότωσ’ ένα ζώο τους γονείς του, πως κομματιάσανε το ταίρι τους τα ζώα, πως καταστρέφεται η πλάση από δαύτα, άρχιζε ο νους να σκοτεινιάζει, κι έπιανε το μονόλογο:

– «Μου’ παν πως ξεχωρίζουμε από τα ζώα, στη λογική. Ποια λογική τα κάνει όλα τούτα;

Μήπως το λάθος μου δεν ήταν εκείνο που γεννήθηκα τυφλός, παρά γιατί για άνθρωπος περνιέμαι; Ποιος είν’ στ’ αλήθεια πιο θεριό, εκείνο τ’ άγριο της ζούγκλας, ή, μήπως είν’ ο άνθρωπος ο ίδιος;…»

Κείνες τις ώρες άλλαζε το παράπονο στον Πλάστη και το’ θελε να είναι ότι άλλο, εκτός από το δίποδο θεριό που’ χει δαμάσει όλα τ’ άλλα για το δικό του γούστο μόνο.
Κείνες τις ώρες άρχιζε ξομολόγηση στον Πλάστη κι ήτανε μάρτυρας αυτός κι η σιγαλιά, σημάδι πως τον άκουγε, σαν δεν του έκοβε το λόγο:

«Σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες τυφλό.
«Σ’ ευχαριστώ που μ’ άφησες αγνό, γιατί δεν γνώρισα την όψη τη διπρόσωπη, το γέλιο το αγέλαστο, τη γλώσσα τη διπλή, τη φάτσα του φονιά.
«Σ’ ευχαριστώ γιατί δε θα γνωρίσω τη Φύση της επόμενης της μέρας που θα γεννήσ’ η λογική τ’ ανθρώπου του γερού της προηγούμενης.
«Σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες τυφλό…»…

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα