Χθες ήταν μια αλλιώτικη μέρα στην εφημερίδα. Hρθε η κυρία Μαίρη και μας λέει: «ο Βασίλης δεν ξυπνά».
Και ποιoς είναι ο Βασίλης; Σιγά· ποιος θα νοιαστεί γι’ αυτόν; Κι όμως κάποιοι νοιάστηκαν· ο Βασίλης ήταν άστεγος, ήταν μόνος, πούλαγε κουλούρια. 50 λεπτά το κουλούρι… Είμαστε ενώπιον μιας τραγικής πραγματικότητας.
Χάνουμε ανθρώπους από το κρύο, τις κακουχίες, το παιχνίδι που επεφύλαξε η ζωή.
– Γιατί γράφετε για τον Βασίλη;
– Γιατί μας έλεγε μια «καλημέρα».
Μια καλημέρα μόνο. Στον Νεκτάριο καμιά φορά έλεγε και τα βάσανά του στην Κατερίνη. Αραιά και πού, καμιά φορά. Καμιά φορά, καμιά φορά πεθαίνεις. Ετσι, λοιπόν, με τον Βασίλη.
Σήμερα 16 Νοεμβρίου. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Ο Βασίλης δεν θα πάει για κουλούρια, τα παιδιά τα δικά μας θά ’λθουν στην εφημερίδα, θ’ απουσιάζει -σε αυτό το προσκλητήριο- μόνο μια «καλημέρα».