Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Ο Βενιζελισμός στη σκιά της Μικρασιατικής καταστροφής

«Μπροστά μας δεν έχουμε την ανθοφορία του θέρους, αλλά
αρχικά μία πολική νύχτα παγερής σκοτεινιάς και σκαιότητας»
Μαξ Βέμπερ

Αν αναζητήσουμε στη δραματική αυτή προειδοποίηση του Βέμπερ, την πολική νύχτα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα ανακαλύψουμε την οργανική σχέση τους με τη συλλογική μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οποία παράγει πλήθος ιστορικών αναπαραστάσεων που συνεπιφέρουν την αναβίωση του τραύματος.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι σημαδεμένες ανεξίτηλα από τη μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής, που αποκαλύπτει την ερμηνεία της αρχέγονης αίσθησης απειλής και της διαχρονικής γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Η ιστορική εμπειρία των Ελλήνων, κατά τη διάρκεια της εθνικής τους ολοκλήρωσης, θα μπορούσε να περιγραφεί, ως μία συνέχεια πολέμων και κρίσεων, που έχουν ως αφετηρία τις επαναστατικές απόπειρες στην Κρήτη, στα τέλη του 19ου αιώνα‧ ακολουθούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και φθάνουν στο τέλος τους με τη Μικρασιατική Εκστρατεία – ως απόρροια της έκβασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της θέσεως ισχύος που απέκτησε η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών – και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ως τραγική κατάληξή της.
Η Μικρασιατική Καταστροφή συγκεφαλαιώνει όχι μόνο όλα τα δράματα του μεγάλου πολέμου αλλά και την οριστική ακύρωση μιας πολιτικής εδαφικών απαιτήσεων, της ονομαζόμενης «Μεγάλης Ιδέας», της οποίας εμπνευστής ήταν ο Ελ. Βενιζέλος και είχε επικρατήσει επί ένα αιώνα από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Η Καταστροφή δημιούργησε επιπλέον και τις προϋποθέσεις για την κατάργηση της Βασιλείας. Το βάρος των απωλειών, σε πληθυσμούς και πολιτισμούς, αποδείχθηκε δυσβάστακτο. Η Ελλάδα, που νίκησε στα Βαλκάνια και χάρη στη διορατικότητα του Ελ. Βενιζέλου συντάχθηκε – με τη βαριά επίπτωση του Εθνικού Διχασμού – με το στρατόπεδο των ισχυρών συμμάχων και νικητών (Αντάντ), στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπέστη τρομακτική ήττα στη Μικρά Ασία, κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922).
Το ζήτημα που, έως τις μέρες μας, στοιχειώνει την Ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή, είναι ο καταλογισμός των ευθυνών για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σήμερα, ο πιο ανθεκτικός και παραπλανητικός μύθος είναι αυτός που εξισώνει – για την εξυπηρέτηση προφανών σκοπιμοτήτων – τις ευθύνες του Ελ. Βενιζέλου, με αυτές των αντιπάλων του. Να συνομολογήσουμε όμως ότι μία τόσο δραματική, τραγική και τραυματική εμπειρία, θα μπορούσε να γεννήσει, μαζί με την πολιτική αντιδικία, και ως πολιτικό γεγονός, μία διελκυστίνδα ομόκεντρων μύθων και μία κοινωνική κατάφαση στην παραπλανητική μυθολογία. Είναι αναγκαία επομένως, μία συνοπτική ιστορική αναδρομή, για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος και την αποδόμηση των μύθων και της μυθολογίας.
Στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, μετά την επιβολή της Αβασίλευτης το 1924, οι δυο μεγάλες παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού είναι ταυτισμένες πλέον με τα δύο εναλλακτικά πολιτεύματα. Έτσι, έχουμε τους Βασιλόφρονες ή Βασιλικούς, που ήταν οι Αντιβενιζελικοί και τους Δημοκρατικούς, που ήταν οι Βενιζελικοί και ως πολιτική έκφραση των δύο «πολιτικών κόσμων», που είχαν επικρατήσει, τον Βενιζελισμό και τον Αντιβενιζελισμό.
Αυτό που γίνεται κατανοητό και προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα, είναι η αντικειμενική υπεροχή του Βενιζέλου, ο οποίος, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Δαφνή («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»), κατείχε μοναδικό κύρος, ως διεθνής προσωπικότητα και όχι ως εκπρόσωπος μιας μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα. Με συγκλονιστικά ρηξικέλευθες απόψεις, που έφθαναν στο σημείο να αποσυνδέουν την ελληνική εθνική ταυτότητα από την ορθοδοξία, υπήρξε ασύγκριτα μεγάλος ηγέτης και στην άνοδο και στην πτώση του. Το Βενιζελικό όραμα ταυτισμένο με τον αστικό εκσυγχρονισμό, είναι συμπυκνωμένο στο πρόγραμμα της τετραετίας (1928-1932), της δεύτερης χρυσής εποχής του Βενιζελισμού, μετά το 1910-1915. Το όραμα της τετραετίας ήταν μία καπιταλιστική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη, κατά τον Γεώργιο Μαυρογορδάτο («Μετά το 1922») και μία σύγχρονη αστική δημοκρατία, φιλελεύθερων ευρωπαϊκών προδιαγραφών, με σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα.
Ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε ο ορισμός του χαρισματικού ηγέτη, με την έννοια του Μαξ Βέμπερ, εφόσον στον τομέα του, την διπλωματία, θεωρείται “μάγος” και “θαυματοποιός”. Η αναγνώριση του χαρίσματος, προήλθε από την κορύφωση των εκπληκτικών διπλωματικών ικανοτήτων του, που είναι η Συνθήκη των Σεβρών του 1920, με την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Είναι η στιγμή, που ο μύθος και η πραγματικότητα ενώνονται για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης και εισέρχονται στην ιστορία.
Ο Γρηγόριος Δαφνής («Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940»), αναδεικνύοντας την απόλυτη ελευθερία επιλογών που διακρίνει τον χαρισματικό ηγέτη, αναφέρει ότι ο Βενιζέλος ήθελε να επιβάλλει λύσεις που είχαν τη σφραγίδα της προσωπικότητας του. Η αναφορά, ωστόσο, του Βέμπερ ότι το κύρος του χαρισματικού ηγέτη θα κλονιστεί ή θα εξαφανιστεί, αν η απόδειξη και η επιτυχία του διαφεύγουν, αφορά και τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος λόγω του τεράστιου κύρους του και της ιδιαίτερης νομοτέλειας που διέπει την χαρισματική ηγεσία, υπήρξε υπεύθυνος και για πολλά σφάλματα, τα οποία ο ίδιος αναγνώρισε στον αυτοσχέδιο επικήδειο του το 1932 και, κάποια από αυτά, απέβησαν ολέθρια, με κορυφαίο το κίνημα του 1935.
Παρά ταύτα, ο Βενιζέλος, διατήρησε μέχρι τέλους «το κάλεσμα της πολιτικής», με τη σχετική αναφορά και πάλι του Βέμπερ, ο οποίος λέει: «Μόνο όποιος είναι βέβαιος πως δεν θα συνθλιβεί όταν ο κόσμος, από τη δική του σκοπιά ιδωμένος, αποδειχθεί πολύ μωρός ή ποταπός για όσα αυτός θέλει να του προσφέρει, μόνο όποιος με όλα αυτά αντιμέτωπος, μπορεί να πει “και όμως” μόνο αυτός διαθέτει το “κάλεσμα της πολιτικής”». Ο Βενιζελισμός, με την ιστορική διαταξική συμμαχία, παραμένει ο πιο συνεπής και δυναμικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης μέσα στα όρια του κράτους και είναι αυτός που παίρνει ανενδοίαστα την ευθύνη για τις ανταλλαγές και αναλαμβάνει (και σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιεί) το ιστορικό έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, ενσωματώνοντάς τους στο ελληνικό κράτος. Ο ιστορικός αυτός ρόλος του Βενιζελισμού, απέναντι στους πρόσφυγες, δικαιολογεί τον ακατανίκητο Βενιζελισμό των προσφύγων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πρόσφερε στην Ελλάδα, και παρότι αυτή συμμετείχε μόνο στην τελευταία φάση των επιχειρήσεων το 1918, τη μεγάλη ευκαιρία της επέκτασης του ελληνικού κράτους, μέσω της αντίστοιχης διάσωσης των ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία, στο πλευρό των νικητών του πολέμου (Αντάντ) και στο πλαίσιο των συνθηκών ειρήνης. Όταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζωρτζ, εισηγήθηκε στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, την ανάθεση εντολής στον ελληνικό στρατό για την απόβαση στη Σμύρνη και κατοχή μιας ευρείας ζώνης στην ενδοχώρα της, αυτό είχε ως στόχο την αποδυνάμωση της ιταλικής επιρροής στη Σμύρνη, καθώς η Ιταλία, δρώντας ανταγωνιστικά με τη Γαλλία και τη Βρετανία, απέβλεπε στη δημιουργία τετελεσμένων στο πεδίο, πριν την σύναψη συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη το 1919, όταν ακόμη ήταν ισχυρή η αγλλο-γαλλική συμμαχία, η οποία παρέμενε αμετάβλητη όσο στην εξουσία ήταν στη Γαλλία ο Ζορζ Κλεμανσό (Ιανουάριος 1920).
Η μετέπειτα ραγδαία μεταβολή των συνθηκών, συνδέεται με τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω. Η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφθηκε τον Αύγουστο του 1920 και υπό την πίεση της βρετανικής κυβέρνησης και από την γαλλική πλευρά, υπονομεύθηκε από την αρχή, ως εκδικητική και ανεφάρμοστη και κατέστη σαφές ότι η εφαρμογή της έπρεπε να γίνει μόνο από την Ελλάδα, με την ισχύ των όπλων, μετά την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων. Η τελευταία, ήταν αρχικά αποτέλεσμα της συνεννόησης της γαλλικής και ιταλικής κυβέρνησης με τους Τούρκους εθνικιστές, υπό τον Μουσταφά Κεμάλ. Αργότερα το 1921, η Ιταλία και η Γαλλία, όπως και οι Μπολσεβίκοι, νικητές στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, σύνηψαν συμφωνίες με τους Τούρκους εθνικιστές, ενδυναμώνοντας τον Κεμάλ και το τουρκικό αντιστασιακό κίνημα, αποβλέποντας συγχρόνως στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Ο Βενιζέλος, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα των εξελίξεων, ζητούσε από τη βρετανική κυβέρνηση οικονομική βοήθεια, πολεμικό υλικό ή τη σύμπραξή της, για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων προς επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών. Υπό την πίεση των δυσμενών αυτών συνθηκών και χωρίς απάντηση από τη βρετανική κυβέρνηση, ο Βενιζέλος εμφάνισε τη Συνθήκη των Σεβρών ως μία δήθεν οριστική συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία, γεγονός που επέφερε την αναγκαία επίσπευση των εκλογών.
Η νίκη του Αντιβενιζελισμού στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄, καθώς και η κοινωνική πίεση για αποστράτευση στις νικήτριες δυνάμεις, επέτρεψε στη γαλλική κυβέρνηση να ζητήσει την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου, στις αρχές του 1921. Οι Αντιβενιζελικοί, υποβαθμίζοντας την αντίδραση των συμμάχων για την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος ήταν ανεπιθύμητος για αυτούς λόγω της στάσης του κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στην απαλλαγή τους από τους φιλελεύθερους, παρά στη διεξαγωγή του πολέμου στη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια, προχωρώντας στη διεξαγωγή του νόθου δημοψηφίσματος του 1920 για την επάνοδο του, απέρριψαν, ιδίως ο Γούναρης, κάθε πρόταση για επαφή με τον Βενιζέλο, ο οποίος εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να συνεργαστεί μαζί τους, αξιοποιώντας στο διπλωματικό πεδίο της γνωριμίες του και το διεθνές κύρος του.
Μετά τη νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και την ήττα του Βενιζέλου, οι Αντιβενιζελικοί δήλωσαν ότι θα ακολουθούσαν την ίδια πολιτική στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, θεωρώντας ότι αυτή ήταν μία εθνική πολιτική και όχι μόνο Βενιζελική. Ωστόσο, οι βαθιές μεταβολές που είχαν πλέον συμβεί, με την πιο χαρακτηριστική ότι, από τους τρεις πρωταγωνιστές της πολιτικής επιλογής της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο μόνος που απέμεινε ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζωρτζ, αφού στο πολιτικό προσκήνιο δεν υπήρχαν πλέον οι δύο άλλοι (δηλ. ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ζορζ Κλεμανσό), προκαθόρισαν τη στάση αδιαφορίας των συμμάχων, για την πρόσληψη του μηνύματος ότι η Στρατιά βρισκόταν εκεί και ως εντολοδόχος τους.
Αυτό που είναι σημαντικό να επισημάνουμε είναι ότι το 1921 υπήρχε σύμπτωση απόψεων μεταξύ Βενιζέλου και Μεταξά, για την αναγκαιότητα της οχύρωσης των συνόρων της Συνθήκης των Σεβρών και η επιλογή της άμυνας, έως ότου ευρεθεί κάποια διπλωματική λύση.
Οι Αντιβενιζελικοί, φοβούμενοι τη σύγκριση με τον Βενιζέλο και θέλοντας να αποδείξουν, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, ότι διαθέτουν και αυτοί ίδια ή ίσως και καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά από αυτόν, αυτοεγκλωβίστηκαν στην οριστική λύση μίας στρατιωτικής επιχείρησης, από μόνο τον ελληνικό στρατό. Ήταν αυτοί οι λόγοι που δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν τρεις διαδοχικές ευκαιρίες διπλωματικής λύσης, για τερματισμό του πολέμου και έντιμης αποχώρησης με την μεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας. Ο φόβος της επιστροφής του Βενιζέλου απέκλεισε μία ρεαλιστική πολιτική διάσωσης, οτιδήποτε θα μπορούσε να διασωθεί. Αυτό εξόργισε ακόμη και τον Μεταξά, ο οποίος σχολίασε: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος εις τον διάβολον δια να μη έλθη ο Βενιζέλος;».
Επιλέγοντας την επέκταση και κλιμάκωση του πολέμου, οι Αντιβενιζελικοί αφενός υποτίμησαν τους ευρύτερους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς που ήδη λειτουργούσαν εις βάρος της Ελλάδας και οι οποίοι συνδέονταν με τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των πρώην συμμάχων της Αντάντ για τον έλεγχο των δρόμων του πετρελαίου, αλλά και το κοινό συμφέρον Τούρκων εθνικιστών και Μπολσεβίκων για την παρεμπόδιση της παρουσίας των δυτικών δυνάμεων στον Καύκασο και αφετέρου δεν αντιλήφθηκαν την ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού και την ενδυνάμωση του αντιστασιακού κινήματος, λόγω της εσωτερικής και διεθνούς υποστήριξης που εξασφάλισε.
Οι Αντιβενιζελικοί, κλιμακώνοντας την πολεμική προσπάθεια και με υπουργό στρατιωτικών τον ανεπαρκή Αναστάσιο Παπούλα, αποφάσισαν, εκείνον το μοιραίο Σεπτέμβριο του 1920, την προέλαση ως το Σαγγάριο, με εξαντλητικές πορείες, μεγάλες στερήσεις, σκληρές μάχες και εν τέλει βαριές απώλειες. Αυτό που δεν πρέπει να αμφισβητείται όμως είναι ότι, ενώ η ηγεσία των Αντιβενιζελικών δεν υπολειπόταν σε πατριωτισμό και εθνικές ευαισθησίες έναντι του Βενιζελισμού, ωστόσο, εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι δεν διέθετε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Βενιζέλου ώστε, κατανοώντας τις αρνητικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί εις βάρος της Ελλάδας, να τις μεταστρέψει υπέρ αυτής. Αναζήτησε τις διπλωματικές λύσεις όταν πια το γόητρο και το ηθικό του στρατού είχαν καταρρακωθεί. Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ένα τόσο φιλόδοξο και πολυσύνθετο εγχείρημα, όπως η Μικρασιατική Εκστρατεία, θα έπρεπε να επιτραπεί να υλοποιηθεί από τον εμπνευστή της. Όπως έλεγε ο Βενιζέλος το 1930, «έλειψε το πολιτικό θάρρος», ακόμη και όταν, το Φεβρουάριο του 1922, δεν προχώρησαν στην προδήλως αναγκαία εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον Ελληνικό πληθυσμό και τον στρατό και άφησαν τη Στρατιά, για ένα σχεδόν χρόνο, σε ένα τόπο εκκωφαντικά ευάλωτο και εκεί όπου εκδηλώθηκε η απόλυτα προβλέψιμη τουρκική επίθεση. Ήταν τέτοια η έμπρακτη αδιαφορία για τη διάσωση των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας, που ενώ ήταν εφικτή, με την έγκαιρη διαφυγή τους, κατέληξε να μοιάζει με παθητική αποδοχή του αφανισμού τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος, επικαλούμενος την πρόσφατη σχετική μελέτη για τον Στεργιάδη, οι ελληνικοί πληθυσμοί εμποδίζονταν να φύγουν, μέχρι και δέκα ολόκληρες ημέρες μετά την εκδήλωση της τελικής τουρκικής επίθεσης.
Η ασυγχώρητη αυτή στάση των Αντιβενιζελικών είναι αναντίρρητα κατά τον Γεώργιο Μαυρογορδάτο και η μεγάλη διαφορά, μεταξύ Βενιζέλου και των αντιπάλων του. Είναι η διαφορά που συμπυκνώνεται στην πραγματικότητα, από την οποία γράφεται η ιστορία, παρότι οι μύθοι που φέρουν μία υποκειμενική αλήθεια και αντίληψη των πραγμάτων είναι πολλοί. Πρόκειται για την πραγματικότητα, που αποκαλύπτει επιπλέον πόσο επίκαιρη είναι η αναδρομική επαναπροσέγγιση των διλημμάτων και αδιεξόδων, που συνεπαγόταν μία τόσο ταραγμένη εποχή όπως εκείνη, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορική μνήμη. Επίκαιρη φαίνεται να είναι, πέρα από κάθε αμφιβολία και εικασία, η χρησιμότητα των γόνιμων και διεισδυτικών προσεγγίσεων του χαρισματικού Βενιζέλου, αξεπέραστου “μάγου” και “θαυματοποιού” της διπλωματίας, στην πολυτάραχη σταδιοδρομία του, ένα εργαλείο για την ερμηνεία, την αξιολόγηση και τη διαχείριση της σημερινής κρίσης. Μία βαθιά εμπειρία.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα