Η μέρα χαράζει με γιορτινά χρώματα έξω από το παράθυρό του, που καθρεπτίζονται με περίσσια φιλαρέσκεια στα νερά του αγαπημένου του λιμανιού, σήμερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς!
Aνταύγειες φωτεινές που ξυπνούν τη θύμησή του που λαγοκοιμάται, έτοιμη να ξεπορτίσει,τούτες τις ξέχωρες μέρες του δωδεκαημέρου στα δύσκολα, αλλά και όμορφα παιδικά του χρόνια.
Δύσκολα λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών των χρόνων εκείνων, αλλά και όμορφα, καθώς ήταν δεμένα σφιχτά με τη νιότη του που έφυγε ανεπιστρεπτί χαράζοντας στην ψυχή του τις αναμνήσεις της.
Τώρα πια που τα λυγισμένα από τα χρόνια γόνατά του, έγιναν ανυπάκουα στις επιθυμίες του, αφήνει περίσσιο χώρο στη σκέψη να φτερουγίσει που μέρες τώρα κλωθογυρίζει, χωρίς σταματημό, πέρα – δώθε στα γνώριμα μέρη της παιδικής του ηλικίας, στην πλατεία της Πάνω Σούδας. Πρωί – πρωί σήμερα κοντοστέκεται μπροστά στο μαγαζί του μπάρμπα Χατζή. Μικρό – μικρό το μαγαζί, ένα καμαράκι ξύλινο που με δυσκολία έμπαινες μέσα, στην ανατολική πλευρά της τότε πλατείας, πουλούσε μπαχάρια, φιστίκια σε χωνάκι, σταφίδες, μαντζούνια, μαντολάτα, παστέλια, αλλά και λιόσπορους και στραγάλια, πολύτιμη συντροφιά, όσων έκαναν βόλτες πάνω κάτω στη σκάλα του Τζανέτη* τα απογεύματα.
Ωστόσο εκείνες τις μέρες στη λιλιπούτεια παραφορτωμένη βιτρίνα του, προστέθηκε και ένα μικρό καράβι που σε ένα άτσαλα κομμένο χαρτονάκι που ήταν δεμένο στα ξάρτια του με μια κόκκινη κλωστή, έγραφε «Πωλείται». Ένα καράβι αληθινό, με πολύχρωμα σημαιάκια, φουγάρο, γέφυρες άλμπουρα, άγκυρα, ξάρτια και ανοιχτά άσπρα πανιά, έτοιμο να ταξιδέψει πέρα, μακριά από το λιμάνι της Σούδας, στους μακρινούς ωκεανούς των ονείρων του.
Μπροστά σε τούτη την εικόνα του καραβιού των παιδικών του χρόνων η καρδιά του καταχτυπά ακόμα και τώρα στη δύση του βίου του, όπως τότε, από τη βαθιά λαχτάρα να κάνει δικό του, εκείνο το μικρό πλεούμενο που φάνταζε τόσο μεγάλο στα ταξίδια του νου του!
Χρήματα, όμως δεν υπήρχαν! Δύσκολα χρόνια, φτώχεια και στερήσεις!
Ήταν βλέπετε και εκείνη η επιγραφή στην είσοδο του καταστήματος « ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΛΕΦΤΑ – ΑΥΡΙΟ ΒΕΡΕΣΕ» που του έκοβε τα πόδια.
Μια απόφαση του ιδιοκτήτη που ενισχυόταν ακράδαντα, προς γνώση και συμμόρφωση της εκλεκτής πελατείας του, από δυο έγχρωμες φωτογραφίες που ήταν ψηλά στον απέναντι από την είσοδο του καταστήματος τοίχο στερεωμένες με πινέζες: Ο πωλών τοις μετρητοίς, ευτραφής, γελαστός και καλοντυμένος, ενώ ο πωλών επί πιστώσει αδύνατος, περίλυπος και ρακένδυτος, σε κατάσταση απογοήτευσης, τραβά τα μαλλιά του.
Είναι αλήθεια ότι εκείνα τα χρόνια η οδηγία του πελάτη- αγοραστή ήταν « Γράφτα» και η σκέψη του πωλητή, μόλις άκουγε την οδηγία αυτή, « Γράφτα και κλάφτα» από το φόβο για το φέσι που πιθανόν θα ακολουθούσε.
Παρόλα αυτά, το αποφάσισε! Θα πάει στο μπάρμπα Χατζή και θα του πει:«Αύριο βερεσέ μπάρμπα Χατζή, ε τότε θα έρθω αύριο». Πράγματι την επομένη την έστησε έξω από το μαγαζί αξημέρωτα περιμένοντας μέχρι να ανοίξει. Δυστυχώς, έφυγε άπρακτος. Ανένδοτος ο μπάρμπα Χατζής.
Το όνειρο του έμεινε άπιαστο από τότε και το παράπονο του βαθύ. Βαθύ και με διάρκεια για όλα τα άπιαστα όνειρα της ζωής του, για τα χρόνια που πέρασαν βερεσέ και αγύριστα με τις αναμνήσεις τους να τον συντροφεύουν στη μοναξιά του στα δύσκολα γεράματα του! Ένα παράπονο πικρό στα χείλη και για τις οικονομικές του δυσκολίες, τώρα στα περήφανα γηρατειά του, γιατί, πώς να τα βγάλει πέρα στα χρόνια της κρίσης, της ανέχειας, της ακρίβειας και των συνεχών ανατιμήσεων με τη μικρή κουρεμένη σύνταξή του!
Ένα τραγούδι από τα παλιά έρχεται αβίαστα στα χείλη του! Το θυμάστε άραγε το τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη « ο βερεσές και ο κορσές»;
«Ανεβαίνει ο βερεσές και στενεύει ο κορσές», ένας κορσές που τον πνίγει χρόνια τώρα, μια ζωή μεροδούλι, μεροφάι.
Μια οδυνηρή καθημερινή διαπίστωση για τη δικιά του ζωή, αλλά και για τη ζωή πολλών άλλων μοναχικών απομάχων της σε τούτη την πατρίδα. Μια πατρίδα που έμαθε να ζει και η ίδια με δανεικά με τους σκληρούς όρους που οι δανειστές επιτάσσουν σε αυτή από τη σύσταση της ως κράτος, μέχρι σήμερα, με τις σύγχρονες μορφές δανεισμού των τραπεζών και της παγκόσμιας αγοράς.
Μια πατρίδα που έμαθε να καταναλώνει επί πιστώσει, περισσότερα από όσα αντέχει η ίδια και που καθώς περνούν τα χρόνια με διάφορες μορφές δανεισμού, υποθήκες και ενέχυρα οι πλούσιοι γίνονται ολοένα και πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Μνημόνια και περικοπές των συντάξεων, υποσχέσεις πολιτικών χωρίς αντίκρισμα, αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, σπατάλη του δημόσιου χρήματος, διαφθορά, πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στη γειτονιά μας τελευταία… και κάπως έτσι φτάσαμε έως εδώ.
Ξέχασε την κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις! Αυτό είναι που πληγώνει τα σωθικά του περισσότερο! Αυτό είναι που δεν αντέχεται, πιότερο από όλα τα άλλα, τις άγιες τούτες μέρες.
Αχ να του δινόταν έστω και βερεσέ… η αγάπη των ανθρώπων που του λείπει στη δύσκολη καθημερινότητά του! Και ας την έδωσε εκείνος στη ζωή του απλόχερα, χωρίς όρους, δόσεις και προϋποθέσεις…
Με τούτες και τις άλλες σκέψεις το τέλος του χρόνου τον βρήκε να αποπληρώνει τη δόση στο ρεύμα και τα βερεσέδια στο φαρμακείο και στο φούρνο της γειτονιάς. Αύριο έχει ο Θεός!
Είναι γρουσουζιά, όπως και να έχει, να μπει ο καινούριος χρόνος με βερεσέδια.
Ο καινούριος χρόνος που ήλθε, κατά που μαρτυρούν οι φωνούλες και τα γέλια των παιδιών στην εξώπορτα!
Να τα πούμε; Να τα πείτε!
Καλή χρονιά παιδιά! Καλή χρονιά σε όλο τον κόσμο!
*Σκάλα του Τζανέτη: Αποβάθρα από μπετόν στην προέκταση προς τη θάλασσα της σημερινής πλατείας της Πάνω Σούδας, με κάγκελα δεξιά και αριστερά.
*Η Μαρία Μαράκη είναι φιλόλογος,
ΜΔΕ στην Εκπαίδευση Ενηλίκων