(Ή΄ η πολύχρονη ιστορία του τάµατος του Έθνους)
Μπορεί κάποιοι να αναρωτηθούν, εάν όχι να προβληµατιστούν, κοντολογίς να πουν δηλαδή, µα για κάτσε, είναι αυτό σήµερα, ένα επίκαιρο ζητούµενο;
Ναι, κάλλιστα µπορεί να συµβεί και κάτι τέτοιο, όµως απ’ την άλλη, µπορούν και κάποιοι άλλοι, σίγουρα περισσότεροι, να αντιδράσουν έντονα υποστηρίζοντας πώς και επίκαιρο και σηµαντικό θα είναι για πάντα, ώσπου να ‘ρθει η µέρα της υλοποίησης του, αυτό το αντικειµενικά, µεγάλης βαρύτητας και σοβαρότητας θέµα. Μα, στ’ αλήθεια, ποιο είναι αυτό, για τι ακριβώς πρόκειται;
Α, να, απλά µιλάµε για την υπόσχεση των Ελλήνων επαναστατών του 1821, που ύστερα από 200 χρόνια και βάλε, δεν έχει γίνει πράξη ακόµα. Μιλάµε για τη σεβάσµια υπόσχεση, για τον όρκο των ηρώων της εθνικής µας Παλιγγενεσίας, για την ανέγερση ενός περικαλλούς ιερού ναού, ως ένδειξη ευγνωµοσύνης για το ποθούµενο τόσων ολόµαυρων αιώνων, την απελευθέρωση της µάνας Ελλάδας µας από τον τουρκικό ζυγό.
Μιλάµε δηλαδή για το παραδόξως ανεκπλήρωτο έως τώρα, το επιλεγόµενο, ως τάµα του έθνους. Που για την ιστορία, να πούµε πως ελκύει την ιδεολογική του γέννα, από το αρκετά µακρινό πλέον µα συνάµα περήφανο και αλησµόνητο 1824. Τότε που οι ορδές της στρατιάς του Ιµπραήµ, εισέβαλαν σαν λυσσασµένες ύαινες στην Πελοπόννησο, για να καταπνίξουν την ελληνική εθνεγερσία. Τότε που οι φτωχοί Έλληνες βρέθηκαν σε δεινή όντως θέση, τότε που ο αδούλωτος Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, κάλεσε όλους τους συναγωνιστές του οπλαρχηγούς, τότε που όλοι, όλοι µαζί ορκίστηκαν, τα εξής ετούτα, αυτά τα περισσεύµατα των τιµίων ψυχών τους.
∆ηλαδή, πώς εάν το Έθνος και ο Αγώνας τους διασωθούν, κοντολογίς εάν η Μεγάλη τους Επανάσταση ευοδωθεί, τότε η επερχόµενη Νέα Ελλάδα, οπωσδήποτε θα φροντίσει να οικοδοµήσει έναν µεγαλειώδη Ναό, αποκλειστικά αφιερωµένο στον Σωτήρα Χριστό. Αυτά ακριβώς ορκίστηκαν οι ήρωες µας, ακουµπώντας τα σεβάσµια χέρια τους, πάνω στο Άγιο Ευαγγέλιο.
Ο µελλοντικά περικαλλής αυτός ναός λοιπόν αποφασίστηκε οπωσδήποτε να ανεγερθεί, µε ένα ειδικό ψήφισµα της Εθνικής Εθνοσυνέλευσης του 1829, ένα ψήφισµα που εν συνεχεία, υπογράφτηκε και από τον τόσο αγνό και αδικοχαµένο πρώτο Κυβερνήτη του νεοσύστατου κράτους µας, Ιωάννη Καποδίστρια. Έπειτα δηµοσιεύτηκε και ως επίσηµο διάταγµα στην τότε Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε τον εξής, τον συγκεκριµένο τίτλο «Περί Ανεγέρσεως Ναού του Σωτήρος εν Αθήναις». Τώρα, σαν πιθανές τοποθεσίες για την ανέγερση του Ναού, είχαν προταθεί κατά καιρούς τρεις τοποθεσίες από τους αρµόδιους ιθύνοντες, πρώτον το Ζάππειο Μέγαρο, δεύτερον το Αττικό Άλσος και τρίτον ο Εθνικός Κήπος.
Όλες µα όλες οι κοινωνίες, παλαιότερες ή σύγχρονες, έχουν σίγουρα τις ποικίλες ιδιαιτερότητες τους. Που πάει να πει, απλά, πως οι αντίστοιχοι πολίτες τους που τις απαρτίζουν, χαρακτηρίζονται από οµοιότητες και διαφορετικότητες και πολύ χαρακτηριστικές ιδιοσυγκρασίες. Εδώ, στον τόπο µας, στην Ελλάδα µας, εν πολλοίς, υπάρχει ακόµα, νοµίζω, ένα όµορφο στοιχείο που δεν συναντάµε ούτε σαν δείγµα ούτε σαν όνοµα καν, στις άλλες, στις ξένες, υπεραναπτυγµένες κοινωνίες της εποχής, δηλαδή, πανθοµολογουµένως ο λαός µας, είπαµε εν πολλοίς, είναι αυτό που λέµε, φιλότιµος. Και έτσι εξ αρχής, αυτός πολύπαθος λαός στενοχωρήθηκε και αγανάκτησε, που δεν λέει να πραγµατοποιηθεί ακόµα, το λεγόµενο Τάµα του Έθνους, ενώ διαµέσου κάποιων επιφανών πολιτειακών παραγόντων, το προσπάθησε αρκετές φορές. Και να τις εκθέτουµε ευθύς, ποιες είναι αυτές οι προσωπικότητες της χώρας µας, που από το 1838- 1968 µόχθησαν για να µην υπερισχύσει συν τω χρόνω, η βαθιά αχαριστία έναντι του φιλότιµου µα και η παγερή λήθη έναντι της αναγνώρισης της µεγάλης βοήθειας του Θεού, όσον αφορά στην απελευθέρωση µας από την τουρκική σκλαβιά.
Τις αναφέρουµε, λοιπόν, αριθµητικά.
1. Μία αξιέπαινη προσπάθεια, πρώτη πρώτη αυτή, για την υλοποίηση του τάµατος, έγινε από τον βασιλιά Όθωνα, που πρότεινε γι’ αυτό το επιχείρηµα τις περιοχές γύρω από την οδό Πανεπιστηµίου, την Πλατεία Οµονοίας και την πλατεία Θεάτρου.
2. Άλλη προσπάθεια µετά ήταν εκείνη του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ το 1870, µε την πλατεία Οµονοίας, σαν επικρατούσα πρόταση.
3. Άλλη ξανά µεγάλη προσπάθεια έγινε από τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐµη, το 1870 επίσης για την Πλατεία Οµονοίας.
4. Τη σκυτάλη πήρε µετά ο ∆ηµήτριος Βικέλας, ο από την Ερµούπολη της Σύρου λόγιος, που το 1908, διατύπωσε µια άλλη καινοτόµα πρόταση, πρότεινε δηλαδή την περιοχή του Λυκαβηττού ως την καλύτερη τοποθεσία χωροταξικά, για την ανέγερση του Ναού.
5. Ακολούθησε µετά, ο ιστορικός και πολιτικός και πρωθυπουργός χρηµατίσας Σπυρίδων Λάµπρος, το 1910, µε τη δική του πρόταση κι αυτός, την ανέγερση του Ναού, στον χώρο του Ζαππείου Μεγάρου.
6. Υστέρα από λίγα χρόνια, το 1918, ο εκ της Σάµου καταγόµενος πρωθυπουργός Θεµιστοκλής Σοφούλης έκανε κι αυτός φιλότιµες προσπάθειες για την υλοποίηση του τάµατος.
7. Κι ύστερα να, ο µεγαλύτερος κρητικός πολιτικός, ο δικός µας Ελευθέριος Βενιζέλος, που σαφώς και εκείνος ενδιαφέρθηκε για το θέµα µας όσο µπορούσε, αφού να το 1928, συνέταξε µια αρµόδια επιτροπή, της οποίας ήταν και πρόεδρος, µε µοναδικό µέληµα της, την ταχεία ανέγερση του Ναού του Σωτήρος Χριστού, στον λόφο Αρδήττου.
8. Μετά, ακολουθεί και ο Αλέξανδρος Ζαΐµης, ο οποίος σαν πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας έθεσε τον κύλησε σιγά σιγά ο καιρός, ήρθαν κι έφυγαν τα σκληρά, παγκόσµια πολεµικά χρόνια και τα άλλα, τα δικά µας, του εµφυλίου µας, τα τραγικά, και να που φθάνουµε στα δύσκολα, στα φοβερά χρόνια της Χούντας των συνταγµαταρχών.
Μα βέβαια, είναι ερµηνεύσιµο πως παρά την ένθεν κακείθεν βαριά ατµόσφαιρα της ανελευθερίας, ακόµα και αυτός ο δικτάτορας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος, δεν ξεχνά το Τάµα του Έθνους. Αλλά δες, που το 1968, αναγγέλλει µε έµφαση την ανέγερση, λίαν προσεχώς λέει, του ζητούµενου µεγάλου Ιερού Ναού στα Τουρκοβούνια τώρα.
Και η ψυχρή αλήθεια είναι πως φαίνεται να ασπρίζει, πως προχωράει το πράγµα, αφού µε ένα έκτακτο ειδικό ταµείο τότε, στην πνιγηρή επταετία του (πρέπει όµως να δεχόµαστε την ιστορική αλήθεια), καταφέρνει τελικά να µαζευτούν για τον Ναό, κοντά στα 455 εκατοµµύρια δραχµές, όλα από δωρεές, τα χρήµατα αυτά. Και µάλιστα προκηρύσσονται κάποιες από εκείνες τις ασφυκτικές, πέτρινες χρονιές και τρεις σχετικοί διαγωνισµοί, όπου κατατίθενται αντίστοιχα και 73 συνολικά, συναφείς προτάσεις. Και όχι µόνο αυτό, µα προχωράει κι άλλο η υπόθεση, αφού γίνεται κι ένας τέταρτος διαγωνισµός, εγκεκριµένος πάντα από το δικτατορικό καθεστώς, µε πιθανότερη χρονολογία έναρξης των εργασιών οικοδόµησης, όπως διατυµπάνιζαν οι τότε στρατιωτικοί εξουσιαστές, το 1974.
Τώρα, τι έγινε µετά, µεσολάβησαν τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου; Έβαλαν τις σφραγίδες τους, κάποια αόρατα για τον πολύ λαό τεκταινόµενα;
Ποιος ξέρει ακριβώς. Ξέρουµε µόνο πως το καθένα του νέου, σκοτεινού δικτάτορα Ιωαννίδη, είχε πριν την κατάρρευση του, είχε παγώσει που λένε, αυτόν τον εν εξελίξει, τέταρτο διαγωνισµό. Αλλά το πιο θλιβερό είναι πως µετά η ελληνική Μεταπολίτευση του 1974 µαταίωσε τελείως τον διαγωνισµό εκείνον. Βέβαια, µεγάλης απορίας άξιον είναι, όπως αναφέρουν οι εφηµερίδες της εποχής, πώς δηλαδή από το αρχικό ποσό, που όπως είπαµε είχε στο συρτάρι του κράτους ο Παπαδόπουλος, επί Ιωαννίδη είχαν γίνει 406 εκατοµµύρια µόνο και από αυτά, σε λίγους µήνες µετά, δεν υπήρχε φράγκο που λένε, ούτε µία δεκάρα γι’ αυτόν τον σκοπό, στον κρατικό κορβανά. Και γεννάται έτσι, το µέγα ερώτηµα, που δυστυχώς ο ελληνικός λαός το χώνεψε αναπάντητο, τι έγιναν εκείνα τα λεφτά, σε ποιες τσέπες επιτήδειων κατέληξαν;
Και όλα ετούτα είναι νοµίζω, µία γεύση γεγονότων ιδιαίτερα θλιβερών, ένα σφίξιµο καρδιάς σκληρό, για κάθε έναν Έλληνα που έχει συγκινηθεί διαβάζοντας τις σχεδόν µυθικές σελίδες της Παλιγγενεσίας µας, για κάθε έναν Νεοέλληνα σοβαρά σκεπτόµενο και υπεύθυνο, που δεν θα ΄ναι άτοπο να υποστηρίξουµε πως τρόπον τινά, ψυχολογικά, νιώθει και του λόγου του υπόλογος και συνυπεύθυνος, έναντι του Σωτήρα Χριστού µας, που βλέπει να ΄ναι πεταγµένος σε αζήτητα µπαούλα, εκείνος ο τίµιος όρκος των ηρώων της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Αλλά ας έρθουµε τώρα σε κάτι άλλο σχετικό. Ας πάµε λοιπόν σε µια όχι πολύ παλιά αναφορά, του τότε µα και νυν Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείµ, που έχει ηµεροµηνία κατάθεσης την εικοστή έκτη Μαΐου του 2011 και που απευθύνεται στην Ιερά Σύνοδο της εκκλησίας της Ελλάδος.
Και τι αναφέρει το λοιπόν η εν λόγω επιστολή, να δούµε; Να που λέγει τα εξής κάτωθι, από τα πλέον επίσηµα χείλη υπογεγραµµένα, πληροφορεί δηλαδή πως υπάρχουν διαθέσιµα για την ανέγερση του Ιερού Ναού του Σωτήρος, έντεκα (11) ακίνητα, όλα στον Νοµό Αττικής, µε ένα συµβολικό εµβαδόν 108 στρεµµάτων, µια αξιοσέβαστη ακίνητη περιουσία που ανήκει στο ιδρυθέν σωµατείο που έχει την ονοµασία «Φίλοι του τάµατος του Έθνους».
Που µας πληροφορεί επίσης πως το συγκεκριµένο σωµατείο έχει σαν πρόεδρο και γενικό γραµµατέα του έπειτα, τον κύριο Ιωάννη Αναγνωστόπουλο και τη σύζυγο του Αικατερίνη Αναγνωστοπούλου. Μα όχι µονάχα αυτό πληροφορούµεθα, αλλά και πως το εν λόγω ζεύγος έχει δωρήσει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία στο ταµείο του σωµατείου τους, µια ολόκληρη περιουσία, καρπός των κόπων µιας ολόκληρης ζωής, µια υλική προσφορά αρκετά µεγάλη και ουδόλως ευκαταφρόνητη. Επίσης, ότι το σωµατείο αυτό, πέραν όλων των άλλων, έχει στην κατοχή του 3.000.000 ευρώ περίπου, όλα αυτά τα χρήµατα κατατεθειµένα σε προθεσµιακούς, τραπεζικούς λογαριασµούς.
Κι έτσι, ο Μητροπολίτης Πειραιώς µε την ιδιόχειρη επιστολή του, κάνει σαφές και γνωστοποιεί προς όλους ότι να, µη λέτε πως δεν υπάρχουν οι πόροι για το εγχείρηµα.
Υπάρχουν και µε το παραπάνω οι απαιτούµενοι πόροι για την υλοποίηση του τάµατος του έθνους. Και όχι µόνο αυτό, µα να, εγγυάται το σωµατείο πως καθόλου µα καθόλου τελικά δεν θα επιβαρυνθεί το ελληνικό ∆ηµόσιο, αφού το προαναφερθέν ζεύγος Αναγνωστοπούλου είναι πρόθυµο να αναλάβει εξ ολοκλήρου και την παράλληλα απαιτούµενη ανέγερση των όποιων βοηθητικών οικοδοµηµάτων του Ναού, όπως επίσης, πάλι εξ ολοκλήρου όλες τις µισθοδοσίες όποιων και όσων υπαλλήλων χρειαστεί να εργαστούν εκεί. Αυτά γράφει στην επιστολή του ο µητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείµ.
Να, σας παρουσιάζουµε λέει στην κρατούσα εκκλησία µας το σχετικό πληρεξούσιο του ζεύγους Αναγνωστοπούλου, αυτών των δύο εύπορων ανθρώπων, που ΄χουν στην κατοχή τους, αφενός µπολικές ευπώλητες εκτάσεις γης και αφετέρου και το λεγόµενο καυτό ρευστό, όλα στην αποκλειστική δικαιοδοσία τους για τον ιερό σκοπό. Και το µόνο που ζητούν αυτές οι δυο ψυχές, µαζί µε όλα τα υπόλοιπα στο πανελλήνιο µέλη, είναι εσείς, η επίσηµη κρατούσα εκκλησία δηλαδή, να δώσει την ευλογία της, να εγκρίνει ουσιαστικά την πρωτοβουλία του σωµατείου, µα και εσείς το κράτος να καταθέσετε εσπευσµένα µια νοµοθετική διευκόλυνση, για την ανέγερση του Ιερού Ναού του Σωτήρα µας Χριστού. Κανείς από το ως άνω σωµατείο, αναφέρεται στην επιστολή χαρακτηριστικά, δεν ζητάει χρήµατα, χρήµατα υπάρχουν διαθέσιµα, κανείς τους δεν θέλει τρέξιµο, µόχθο και κόπους από πλευράς του κράτους, µόνο να µπει σε µια τελική ευθεία η υπόθεση. Και όµως, µπρος σε όλα ετούτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Μια αναπάντητη ηχώ από το ερώτηµα, σαν να βασιλεύει παντού, στο πεδίο των δυναµένων να δώσουν λύση στο πρόβληµα, µια δυνατή ηχώ, σαν µια φωνή βοώντος εν τη ερήµω γνησιότατη και τραγική. Τίποτα, καµία απάντηση, καµία διάθεση συγκίνησης, ούτε από την επίσηµη πολιτεία µα ούτε και από την κρατούσα εκκλησία, λες και δεν υποσχέθηκαν στους αρµόδιους οι αρκετοί φίλοι του τάµατος πως θα βάλουν τις πλάτες τους, που λένε, για τα πάντα.
Και µε τούτα και µε κείνα λοιπόν, παρ’ όλες τις κατά καιρούς φιλότιµες προσπάθειες όλων ανεξαιρέτως των προαναφερόµενων προσωπικοτήτων της πατρίδας µας, φτάσαµε στο σήµερα, µε ξεχασµένη την έννοια της αιδούς, φτάσαµε δίχως κανένα εσωτερικό έλεγχο και καµία τύψη συνείδησης, τουλάχιστον εξωτερικά φανερή, στο αποκαρδιωτικό 2024.
Παρότι το εν λόγω ζήτηµα, µπόλικες φορές ανακινήθηκε και για τα καλά µάλιστα.
Το 1829, τότε που η Ελλάδα µας δεν είχε γίνει ακόµη ένα ανεξάρτητο κράτος, οι πρωτεργάτες της ∆΄Εθνοσυνέλευσης έδωσαν µία υπόσχεση στον Θεό, να χτίσουν έναν ωραίο, µεγαλοπρεπή ναό, αφιερωµένο στον σταυρωµένο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσµου.
Το έθνος µας σώθηκε και σήκωσε σε λίγο ψηλά πάλι το περήφανο κεφάλι του. Και επέζησε τελικά ο χιλιοβασανισµένος ελληνισµός, όµως σίγουρα θαυµατουργικά, αφού ακόµα πολλοί δεν το ΄χουµε συνειδητοποιήσει ετούτο. Πως δηλαδή τολµήσαµε να τα βάλουµε και νικήσαµε τους Τούρκους, τους ισχυρότερους σχεδόν στρατοκράτορες της εποχής. Νικήσαµε, προχωρήσαµε τα ιστορικά µας βήµατα, προκόψαµε εν πολλοίς. Όλα ναι, αλλάζουν, η επιστήµη εξελίσσεται, το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει, οι κοινωνίες µεταλλάσσονται, εξελίσσονται προς το καλύτερο, σίγουρα ναι.
Μα είναι µία αναντίρρητη νοµοτέλεια, όλα δηλαδή να αλλάζουν, τα πάντα ρει, ναι. Μα έτσι, δυστυχώς, αλλάξαµε κι εµείς. Πολύ, πάρα πολύ. Οι ηθικές µας αντιστάσεις µετριάστηκαν, σαφώς, η κακία και η ζήλια έχουν παντού σχεδόν την ισχύ νόµου πλέον, η πίστη προς την πρόνοια του ∆ηµιουργού µας επίσης µετριάστηκε ή εξαφανίστηκε τελείως. Κι όµως, κι όµως, ποιος ξέρει εάν αύριο, µεθαύριο, στο εγγύς ή µακρύτερο µέλλον, ποιος ξέρει εάν πάλι δεν ξαναχρειαστεί να εκλιπαρήσουµε για την ανίκητη βοήθεια του Θεού. Ποιος στ’ αλήθεια το ξέρει αυτό;
Τότε, πριν 200 χρόνια, οι αξεπέραστοι, αείµνηστοι πρόγονοι µας πατριώτες, αυτοί που µας απελευθέρωσαν από την τεσσάρων αιώνων Τουρκοδουλεία, πολέµησαν ενάντια στην παντοδυναµία, στην ποσοτική υπεροχή της ύλης. Σήµερα, εµείς οι Νεοέλληνες, οι πάνω κάτω βολεµένοι βλαστοί των παλαιότερων, ποιος, ποιος το ξέρει, µε ποιους δαίµονες θα δώσουµε τις πιο δύσκολες, τις εσωτερικές µάχες, σε λίγο;
Ήδη πολεµάµε καθηµερινά, µία οµολογία των ειλικρινέστερων εκ των ανθρώπων είναι αυτό, πολεµάµε πλέον άνισα, µε τη στυγνή, πολυπλόκαµη κακία, την ουδέποτε εξασθενηµένη.
Και αύριο, ποιος το ξέρει, ότι ίσως κληθούµε να αντιµετωπίσουµε µε τις τόσες γεωπολιτικές αλλαγές, που µε ρυθµό γέννας κουνελιού εµφανίζονται καθηµερινά στον πλανήτη µας. Αύριο, στ’ αλήθεια ποιος το ξέρει, εάν µε την προσφάτως εµφανισθείσα στο προσκήνιο της επικαιρότητας, δυναµική πραγµατικότητα της τεχνητής νοηµοσύνης (Α.Ι.) δεν συνειδητοποιήσουµε µε έκπληκτους και εξογκωµένους, µε φοβισµένους, σίγουρα οφθαλµούς, πως βρισκόµαστε µπροστά σε ένα χαοτικό, απρόσιτο γκρεµνό, µε το ρεύµα της όντως ζωής, πιεστικότερο από ποτέ. Ποιος το ξέρει…
Ναι, σίγουρα τίποτα άλλο δεν ήταν εκείνο το παλιό τάµα των ηρωικών αγωνιστών µας, παρά ένα υπερσοβαρό τάµα βαθιάς πίστης και ευγνωµοσύνης στον Ιησού Χριστού, τον ελευθερωτή επί της ουσίας της φυλής µας. Κι όµως, παρότι είµαστε ένα ορθόδοξο έθνος, όλοι εµείς οι Νεοέλληνες, οι περισσότεροι δηλαδή, ουδένα πόθο εκδηλώνουµε για την υλοποίηση του. Ενώ τιµούµε συχνά πυκνά τον Πλάστη µας, µε λειτουργίες, µε πανηγυρικούς εορτασµούς αγίων κ.λπ., πόρρω ίσως απέχουν, ουσιαστικά, οι καρδιές µας από τον Λυτρωτή µας.
Αλλά ας αφήσουµε αυτές τις κρίσεις πριν γίνουν κατακρίσεις, σκεφτήκαµε όµως ποτέ πώς οι σύγχρονες παιδαγωγικές του Σκότους επιθυµούν διακαώς οι νέες γενιές των Ελλήνων, τα παιδιά µας δηλαδή, τα βλαστάρια µας, πώς επιδιώκουν να ξεχάσουν εκείνες τις ηρωικές στη νιοστή γενιές των ηρώων του 21, του Κολοκοτρώνη και κοντολογίς και όλων των άλλων, εκείνων των ευσεβέστατων ηρώων µας;
Πως κάποιοι άκρως σκοτεινοί κύκλοι επιθυµούν διακαώς να ξεχάσουµε όλοι µας πως τελικά ο Χριστός έδωσε το τελικό οκέι για την απελευθέρωση µας, διδάσκοντας µας παράλληλα και την αγόγγυστη κοινοκτηµοσύνη και την εκούσια πτώχεια, αυτές τις µεγάλες αρετές που ΄χε ο Νικηταράς και ο Καποδίστριας και ο Πλαστήρας έπειτα, µα τόσοι άλλοι, αρκετοί µεγάλοι Έλληνες πατριώτες. Αλήθεια, σκεφτήκαµε ποτέ, σκεφτόµαστε πώς το σαδιστικό σκοτάδι εµµονικά θέλει να µας κάνει να λησµονήσουµε και όλοι οι άνθρωποι της γης ίσως, πως σαν δεχτούµε να µας φορέσουν ένα αόρατο χαλινάρι, έπειτα εκ των πραγµάτων, µην µπορώντας να σηκώσουµε κεφάλι ποτέ, θα ΄χουµε στις ράχες µας τον ένα καβαλάρη πίσω από τον άλλον. Ή όχι;
Ανακεφαλαιώνουµε, τελειώνοντας το επαναλαµβάνουµε πως το πληρεξούσιο ζεύγος Αναγνωστόπουλου, βρίσκει συνέχεια τις σχετικές πόρτες για το τάµα κλειστές. Γιατί; Ένα µεγάλο γιατί πλανιέται στον ορίζοντα, ένα γιατί που του αρµόζει σαφώς το πιο υπεύθυνο διότι. Και τελειώνοντας πρέπει να θυµίσουµε, αυτό νοµίζω πως είναι το πιο σωστό, δίκαιο και καλό για το θέµα µας, να θυµίσουµε δύο λόγια, πρώτα τι είχε πει ενώπιον των παντελώς άδικων κατηγόρων του ο λεβέντης µας Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και έπειτα, δυο λόγια µονάχα είναι αυτά, τι είχε πει στους νέους, εκεί, στην αρχαία Πνύκα. Λοιπόν, το θυµίζουµε, υπάρχει στα αποµνηµονεύµατα του, όταν ο ατρόµητος επαναστάτης ερωτάται από το προεδρείο του δικαστηρίου τι επαγγέλλεται, τι δουλειά κάνει, εκείνος απαντά ως εξής:
Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα. Πολεµούσα νύχτα µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα, µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τα αδέλφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω. Και τέλος τα χαριτωµένα, ορθοδόξως, λόγια στην Πνύκα (δύο αράδες από εκείνα).
Πρέπει παιδιά µου να φυλάξετε την πίστη σας και να µη στερεώσετε, διότι εµείς, όταν επιάσαµε τα άρµατα, είπαµε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.
*Ο ∆ηµήτριος Α. Ανδρικίδης
είναι συγγραφέας, µέλος της Ένωσης
Πνευµατικών ∆ηµιουργών Νοµού Χανίων
Απαραίτητη διευκρίνιση:
Όλες οι πληροφορίες, οι σχετικές µε το θέµα του παρόντος άρθρου, έχουν αντληθεί από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια του ∆ιαδικτύου.