“Κάθε παιδί φέρνει το μήνυμα ότι ο Θεός δεν έχει απομακρυνθεί ακόμα από τον άνθρωπο”
Ταγκόρ
Αφηγούμαι μια ιστορία η οποία δηλώνει ξεκάθαρα την απόσταση της αληθινής θρησκείας με αυτήν την κατασκευασμένη που βλέπουμε γύρω μας.
Κάπου σε ένα χωριό ένα αγοράκι έβαλε ζεστά ρούχα και είπε στον πατέρα του, -Μπαμπά είμαι έτοιμος. Ο πατέρας του που ήταν παππάς το ρώτησε. Γιατι είσαι έτοιμος γιε μου;
Μπαμπά ήρθε η ώρα να βγούμε έξω να μιλήσουμε στο κόσμο για το λόγο του Θεού. Ο παππάς απάντησε. Γιε μου έξω έχει πολύ κρύο και βρέχει! Το παιδί κοίταξε έκπληκτο τον πατέρα του και του είπε. Μα μπαμπά οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν για τον Θεό ακόμα και τις βροχερές και κρύες μέρες. Ο μπαμπάς τότε του απάντησε. Γιε μου εγώ δεν θα βγω αυτή τη φορά. Έχει πολύ κρύο. Σε απελπισία το παιδί του είπε Μπορώ να πάω μόνος μου; Σε παρακαλώ πολύ. Ο πατέρας του περίμενε λίγο και μετά αποκρίθηκε, Γιε μου μπορείς να φύγεις. Ορίστε τα βιβλία και να προσέχεις στο δρόμο. Σε ευχαριστώ μπαμπά, λέει ο μικρός.
Και τότε το αγόρι βγήκε στη βροχή μόνο του. Περπάτησε όλους τους δρόμους του χωριού μοιράζοντας το βιβλίο στους ανθρώπους που συνάντησε. Μετά από 2 περίπου ώρες περπατήμα στη βροχή και το κρύο, με το τελευταίο βιβλίο στο χέρι, σταμάτησε σε μια γωνιά για να δει ποιος άλλος υπήρχε εκεί για να το δώσει. Όμως, οι δρόμοι ήταν εντελώς έρημοι. Γύρισε τότε στο πρώτο σπίτι που είδε, πήγε στην εξώπορτα, χτύπησε αρκετές φορές και περίμενε, αλλά αφού δεν απαντούσε κανείς γύρισε να φύγει. Tότε κάτι τον σταμάτησε. Το αγόρι γύρισε προς την πόρτα κι άρχισε να χτυπά ακόμα πιο δυνατά. Επιτέλους άνοιξε η πόρτα ελαφρώς. Βγήκε μια κυρία με ένα πολύ θλιμμένο βλέμμα και ρώτησε. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε μου; Με φωτεινά μάτια κι ένα όμορφο χαμόγελο το παιδί είπε Κυρία λυπάμαι αν σας αναστάτωσα αλλά θέλω μόνο να σας πω ότι ο Θεός σας αγαπάει πραγματικά και να σας δώσω το τελευταίο βιβλίο που μιλάει για το Θεό και την μεγάλη αγάπη του. Η κυρία πήρε το βιβλίο και είπε ευχαριστώ.
Το επόμενο Σάββατο ο παππάς ήταν στην εκκλησία και όταν ξεκίνησε η λειτουργία ρώτησε όπως πάντα. «Έχει κανείς μία μαρτυρία, κάτι που θέλει να μοιραστεί μαζί μας;». Από την πίσω τελευταία σειρά της εκκλησίας μια ηλικιωμένη στάθηκε στα πόδια της και με λαμπερό βλέμμα άρχισε να μιλά. «Κανείς σε αυτή την εκκλησία δεν με γνωρίζει. Δεν έχω έρθει ποτέ εδώ, ούτε είμαι χριστιανή. Ο σύζυγός μου πέθανε πριν λίγο καιρό αφήνοντάς με εντελώς μόνη σε αυτό τον κόσμο. Το περασμένο Σάββατο ήταν μια ιδιαίτερα κρύα και βροχερή μέρα και μέσα στη καρδιά μου δεν είχα ελπίδα και δεν ήθελα να ζήσω. Άρπαξα μια σκάλα και ένα σκοινί και ανέβηκα στο ταβάνι του σπιτιού μου, έδεσα την άκρη του σκοινιού στα δοκάρια της οροφής, μετά ανέβηκα στην καρέκλα και έβαλα την άλλη άκρη του σκοινιού στο λαιμό μου. Ήμουν τόσο μόνη, απελπισμένη και στεναχωρημένη που το μόνο που ήθελα ήταν να πηδήξω από την καρέκλα και να κρεμαστώ, όταν ξαφνικά άκουσα την πόρτα να χτυπά. Σκέφτηκα να περιμένω λίγο κι όποιος κι αν είναι θα φύγει. Περίμενα, περίμενα αλλά η πόρτα χτυπούσε όλο και πιο δυνατά κάθε φορά. Έγινε τόσο δυνατό που δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Αναρωτιόμουν ποιός θα μπορούσε να είναι αφού κανείς ποτέ δεν έρχεται στην πόρτα μου. Άφησα το σκοινί από το λαιμό μου και πήγα στην πόρτα ενώ ακόμα χτυπούσε. Όταν άνοιξα δεν πίστευα αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Έξω από την πόρτα μου ήταν το πιο λαμπερό και αγγελικό παιδί που είχα δει ποτέ. Το χαμόγελό του δεν μπορώ να το περιγράψω. Η ευγενική φωνή του και τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του έκαναν τη καρδιά μου να ξαναζωντανέψει. Κυρία θέλω μόνο να σας πω ότι ο Θεός σας αγαπάει πραγματικά και να σας δώσω αυτό το βιβλίο, είπε. Όταν ο άγγελος εξαφανίστηκε μέσα στο κρύο και την βροχή έκλεισα την πόρτα μου και διάβασα κάθε λέξη του βιβλίου. Μετά πήγα στο ταβάνι για να βγάλω το σκοινί. Δεν το χρειαζόμουν πια και όπως μπορείτε να δείτε είμαι τώρα μια ευτυχισμένη κόρη του Θεού. Είδα πως το μικρό αγοράκι κατευθύνθηκε σε αυτή την εκκλησία και ήρθα να ευχαριστήσω αυτόν τον άγγελο που ήρθε στην ώρα του για να σώσει τη ζωή μου και να την αντικαταστήσει με την αιωνιότητα και το λόγο του Θεού.»
Όλοι έκλαψαν στην εκκλησία και ο παππάς κατέβηκε και πήγε στην πρώτη σειρά που καθόταν ο άγγελος. Πήρε το γιο του στα χέρια του κι άρχισε να κλαίει ασταμάτητα.
Ο Άγιος Φραγκίσκος έλεγε πάντα να θυμάστε να κηρύσσετε το λόγο του Θεού κι αν χρειάζεται, να χρησιμοποιείτε λόγια. Η επαφή με το Θεό είναι η μεγαλύτερη ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου που βιώνει τη μοναξιά, την θλίψη και την απελπισία στο μέγιστο βαθμό στις μέρες μας και έχει μεγάλη ανάγκη την ασφάλεια, την προστασία και την ελπίδα του Θεού. Υπάρχει τεράστια ανάγκη για καθοδήγηση και στήριξη των συνανθρώπων μας και αυτό αγνοείται προκλητικά. Η θέση των λειτουργών της θρησκείας μας θα έπρεπε να είναι κοντά στον κάθε πιστό, στα σπίτια, στους δρόμους, στις πλατείες, εκεί όπου μπορεί να ακουστεί όσο πιο απλά και δυνατά ο λόγος του Θεού.
« Η θέση των λειτουργών της θρησκείας μας θα έπρεπε να είναι κοντά στον κάθε πιστό, στα σπίτια, στους δρόμους, στις πλατείες, εκεί όπου μπορεί να ακουστεί όσο πιο απλά και δυνατά ο λόγος του Θεού». Δυστυχώς, κυρία Τζιγκουνάκη, φωνές σαν κι αυτήν δεν φτάνουν, φαίνεται, εκεί που θα έπρεπε να φτάσουν. Το γράφω έχοντας πείρα προσωπική: είτε από περιφρόνηση είτε από αδυναμία είτε από περισπασμούς και εμπόδια άλλης κατηγορίας δεν υπάρχει κάποια κίνηση που να δείχνει πως το πρόβλημα έχει γίνει αντιληπτό. Δεν αποκλείεται να έχουν ξεχαστεί και τα λόγια τού Χριστού “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”. Τους έστειλε αυτοί να πάνε στους ανθρώπους – δεν τους είπε να περιμένουν τον κόσμο να πάει κοντά τους.