Ήθελα να διαβάσω ένα νουάρ μυθιστόρημα, κάπως παλιακό στη φόρμα και στην αφήγηση, που θα μου άφηνε εκείνη την αίσθηση ασπρόμαυρης κινηματογραφικής ταινίας που πάντα ακολουθεί αυτά τα βιβλία, και Ο ξυλοκόπος έμοιαζε η κατάλληλη επιλογή ανάμεσα στα υπόλοιπα αδιάβαστα βιβλία της γνωστής αναπτυσσόμενης στοίβας.
Τελικά, και μετά από μια αναζήτηση στο ίντερνετ, διαπίστωσα ότι το αίσθημα κατά την ανάγνωση των πρώτων σελίδων, πως δεν επρόκειτο για ένα παλιό βιβλίο, κάτι το οποίο πίστευα αρχικά εξαιτίας της έκδοσης και του υπότιτλου Κλασική Νουάρ Λογοτεχνία στο εξώφυλλο, επιβεβαιώθηκε. Το βιβλίο, γραμμένο το 2010, είναι νουάρ αλλά σε καμία περίπτωση ακόμα κλασικό.
Ο ορίζοντας προσδοκιών, αυθαίρετα και διαισθητικά δομημένος, κατέρρευσε. Ωστόσο η απογοήτευση κράτησε ελάχιστα, και υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο Χιλ.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσατε εσείς καλά κι εγώ καλύτερα.
Ακριβώς. Όπως στα παραμύθια.
Πώς αλλιώς να περιγράψω τη ζωή μου μέχρι εκείνο το λαμπερό φθινοπωριάτικο πρωινό του 2008.
Ήμουν ο ταπεινός ξυλοκόπος που ερωτεύτηκε την πεντάμορφη πριγκίπισσα όταν την είδε να χορεύει στα ολάνθιστα παρτέρια του κάστρου, ξέροντας ωστόσο ότι ήταν ανώτερή μου, που θα μου έπαιρναν το κεφάλι ακόμη κι αν τολμούσα να τη φαντασιωθώ. Παρ’ όλα αυτά, όταν ορίστηκαν τρεις φαινομενικά ακατόρθωτοι άθλοι με αντάλλαγμα το χέρι της σε γάμο, αποδέχτηκα την πρόκληση και μετά από πολλές επικίνδυνες περιπέτειες επέστρεψα θριαμβευτής για να διεκδικήσω αυτήν που ποθούσε η καρδιά μου.
Ο Ξυλοκόπος βρέθηκε να έχει όλα όσα επιθυμούσε, ίσως και παραπάνω απ’ αυτά, όταν ξαφνικά, μέσα σε μία μέρα, θα βρεθεί στη φυλακή εξαιτίας της κατηγορίας για παιδεραστία σε συνδυασμό με οικονομικές ατασθαλίες. Εκείνος δηλώνει αθώος. Φίλοι και συνέταιροι του γυρίζουν την πλάτη. Η γυναίκα του τον χωρίζει και παντρεύεται τον καλύτερό του φίλο και πρώην δικηγόρο του. Στο κελί ονειρεύεται ένα και μόνο πράγμα, την εκδίκηση.
Μην αφήσετε κανέναν να σας πει κάτι παραπάνω για την υπόθεση.
Με μια γραμμική και απλή αφήγηση η ιστορία δεν θα ήταν ικανή να στηρίξει ένα βιβλίο επτακοσίων σελίδων, εκεί όμως έρχεται η ικανότητα του συγγραφέα, η μαστοριά του καλού αφηγητή, που ξέρει πώς να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, να εκμεταλλευτεί την έκταση της ιστορίας του ώστε να χτίσει τους χαρακτήρες του, να δικαιολογήσει την επιθυμία του πρωταγωνιστή για εκδίκηση, να ενσωματώσει τις απαραίτητες ανατροπές με έναν τρόπο λειτουργικό. Σκοτεινό και συναρπαστικό, το μυθιστόρημα του Χιλ σε αρπάζει και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις μέχρι το τέλος της ανάγνωσης, καθώς νιώθεις μια ολοένα αυξανόμενη ταύτιση με τον Ξυλοκόπο. Εγκεφαλική δράση ανάμεσα στους ήρωες, με προεκτάσεις στην ψυχολογία και την θεολογία, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να μοιάζει ανίκητο.
Τελικά Ο ξυλοκόπος ήταν μία τεράστια και απροσδόκητη αναγνωστική απόλαυση, βιβλίο που ενδείκνυται για τους λάτρεις του είδους αλλά και για εκείνους που πεισματικά αρνούνται να διαβάσουν “αστυνομικά”.