(Μέρος 2ο)
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Προσεκτικὴ παρατήρηση μᾶς πείθει πὼς ὁ ὑμνογράφος (βυζαντινὸς ποιητὴς) ἔχει καθολικὴ ἀντίληψη τῆς φύσης, ζεῖ καὶ κινεῖται μέσα σ’ αὐτήν, γνωρίζει τὶς λειτουργίες της, γνωρίζει καὶ τὴν ὑποτάσσει μὲ τρόπο ποὺ αὐτὴ νὰ γίνεται ὄργανό του πειθήνιο καὶ συγχρόνως κατάλληλο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων ποὺ ἐκ προοιμίου ὑπάρχουν. Ἔτσι ὁ ποιητὴς ἀπαγκιστρώνεται, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ἀναγκαστικὰ κινεῖται, ἀφοῦ πρέπει νὰ ὑμνήσει, νὰ δοξολογήσει, νὰ παραινέσει, νὰ δηλώσει τὴ συντριβή του, νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ ἱκετεύσει, νὰ προσευχηθεῖ. Ἡ ἀναφορά του σὲ στοιχεῖα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου παραπέμπει εὐθέως στὸ χοϊκὸ μέρος τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔτσι νιώθει πὼς καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας γενικότερα, ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὸ σύνδεσμό του μὲ τὴν ὑλικὴ φύση. Θὰ ἦταν, ἐνδεχομένως, ὀδυνηρὸ νὰ μεταρσιώνεται γιὰ λίγη ὥρα, νὰ ξεχνᾶ πὼς εἶναι, ἐκτὸς ἀπὸ πνεῦμα, καὶ ὕλη, καὶ στὸ τέλος νὰ ἐπιστρέφει, χοϊκὸς πάλι, στὰ ἐγκόσμια καὶ πεζὰ στοιχεῖα τῆς καθημερινότητας. Αὐτὸ γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὸ ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τὴν ὁμόλογη πίστη, καὶ ἑπομένως γεύονται τὰ ποιητικὰ δημιουργήματα καὶ ὡς ἀναγνῶστες καὶ ὡς πιστοί.
Ἐπὶ πλέον, ἐπιτυγχάνεται καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ θυμίζει τὰ μέσα τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ κοσμικὴ ποίηση. Μὲ τὴν ἀναφορὰ σὲ στοιχεῖα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὁ πιστός, ποὺ ὄχι σπάνια εἶναι περιορισμένης μόρφωσης (ἰδίως παλαιότερα), διευκολύνεται στὴν προσέγγιση θεμάτων ἀφηρημένων καὶ ἴσως σκοτεινῶν, συνδυασμένων πολλὲς φορὲς μὲ τὴ δογματικὴ, μὲ τὴ φιλοσοφία, μὲ τὴ Θεολογία. Ἂν μάλιστα συνέβαινε νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ποιητὴ ἡ γλώσσα ὅπως ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος τὴ γνωρίζει, τότε τὰ πράγματα θὰ ἦταν πιὸ εὔκολα καὶ γιὰ τὸν τελευταῖο πιστό: θὰ μποροῦσε «δι’ ὁρατῶν καὶ δι’ ὁρωμένων» νὰ παρακολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ φτερουγίσματά του πρὸς τὰ βάθη καὶ πρὸς τὰ ὕψη, μέσα στὸ φῶς καὶ μὲς στὸ σκοτάδι, ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη τῆς Κόλασης ὡς τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι καὶ τὸ ὅτι οἱ λεπτομέρειες οἱ ὁποῖες ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴ φύση καλύπτουν εὐρύτατο πεδίο. Μὲ τὰ κύρια δὲ ἢ μὲ δευτερεύοντα γνωρίσματά τους χαρίζουν ἔκτακτη ποικιλία στὸ λόγο.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ποιητῆ μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο πιστοποιεῖται κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν ἀποδοχὴ πλήθους συμβόλων ποὺ ἔχουν εἰσαχθεῖ στὴν ἴδια τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πέτρα ὡς ἔρεισμα οἰκοδομῆς πνευματικῆς, ἡ ἄμπελος καὶ τὰ κλήματά της ὡς σύμβολο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν πιστῶν του, ὁ ἀμνὸς ὡς ὑποτύπωση τοῦ προσφερομένου ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων Ἰησοῦ, τὸ ξύλο – Σταυρός, ὁ ὄφις – διάβολος, τὸ πῦρ (τὸ αἰώνιον) ὡς μέσον καὶ τόπος κολάσεως, τὰ πρόβατα τὰ διαχωριζόμενα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, ὁ Ἥλιος – Ἰησοῦς, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο ὡς τύπος τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ἡ πηγή, πνευματικὴ ὅμως, εἶναι κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ σύμβολα. Κατόπιν ὁ ποιητὴς προχωρεῖ στὴ γνωριμία του μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Δὲ διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει λεξιλόγιο, τὸ ὁποῖο σήμερα θὰ ἀποδοκιμαζόταν. Λέξεις ὅπως κοιλία, μήτρα, γαστήρ, παρθένος, πόρνη, σπορά, σπέρμα (βασταζόμενον ἐν μήτρᾳ) κ. ἄ. εἶναι πολύ συνηθισμένες. Ἐν συνεχείᾳ στρέφει τὸ βλέμμα του στὸν περιέχοντα κόσμο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο συχνὰ ἀποσπᾶ εἰκόνες μὲ αὐθύπαρκτη ὀντότητα καὶ τὶς χρησιμοποιεῖ εἴτε μεταφορικῶς εἴτε κυριολεκτικῶς.
Μικρὸ ἀπάνθισμα ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία κυρίως τῆς περιόδου τὴν ὁποία διανύουμε, δηλαδὴ τοῦ Τριωδίου, θὰ μᾶς παράσχει τὴ δυνατότητα νὰ θαυμάσουμε τὴ δύναμη τῆς φαντασίας τῶν ποιητῶν, καθὼς καὶ τὴν ἱκανότητά τους νὰ παραλλάσσουν ἢ νὰ ἀνανεώνουν τοὺς ἐκφραστικοὺς τρόπους. Ἕνα θέμα γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιστρέφονται τὰ ποιήματα αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ προκάλεσαν ἢ προκαλοῦν τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατὰ τοὺς ποιητὲς αὐτὲς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ «βυθὸς ἀγνοίας» ἢ «πλάνης», ἡ «νὺξ ἁμαρτημάτων», «πελάγη / ἄκανθα / μέθη / ῥεύματα ἁμαρτίας», «καταιγίδες / νέφη / κοπρία / ἄκανθα / τρικυμίαι / μέθη παθῶν», «τρικυμίαι λογισμῶν», «ἡ θάλασσα τοῦ βίου ὑψουμένη τῷ κλύδωνι τῶν πειρασμῶν», «κλύδων καὶ τρικυμία πταισμάτων», «οἱ θῆρες τῶν αἱρέσεων», «ὁ τῆς γαστρὸς δαίμων ὁμοιάζων πρὸς θῆρα», «βόρβορος ἁμαρτίας, ῥύπος ἔργων». Τὸ τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι βαρύ. Ὁ ἄνθρωπος «ποντεῖται σάλῳ βιοτικῶν κυμάτων». Ἐμπλέκεται σὲ «καταιγίδες» ἢ σὲ «νέφη συμφορῶν». «Πλανᾶται ἐπὶ ὄρη δεινῶν παραβάσεων» ἢ «βυθίζεται εἰς πέλαγος ἀπωλείας, εἰς ἄβυσσον κακῶν καὶ εἰς τὸ τοῦ ᾅδου βάραθρον». «Παρομοιάζει κτήνεσιν ἐν τῷ σιτίζεσθαι τὴν μοχθηρὰν κακίαν». «Ζῶν ἀσώτως συμβόσκει τοῖς κτήνεσι». Ἐξ αἰτίας τῆς «ἀλογίας» του «ὡμοιώθη ἀνοήτοις κτήνεσι. Δουλοπρεπῶς χοίροις ἐνδιαιτᾶται». Ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν κατάντησε νὰ βοσκήσει ζῷα «μοχθηρὰ» καὶ νὰ γίνει «κτηνώδης ἐκ τῶν παθῶν».
Τὸν καταφθείρει «σκώληξ κολάζων ἁμαρτωλούς». Ἔχει ἀποδειχθεῖ «ἄκαρπος συκῆ», ἡ ψυχή του χαρακτηρίζεται ἀπὸ «ἀκαρπίαν», καθὼς «λιθώδης πώρωσις» τὴν ἔχει νεκρώσει. Αὐτὴν «τὴν ἀκανθοφορήσασαν καὶ χερσωθεῖσαν ψυχὴν» μόνον ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀνασύρει «ἐκ τοῦ βυθοῦ» ἢ «ἐκ τοῦ βαράθρου» στὸ ὁποῖο «ὑπὸ τῶν παθῶν κατεκρημνίσθη ἐξοστρακισθεὶς τῆς εὐθείας ὁδοῦ». Ὁ Θεὸς ὅμως ἐνεργεῖ καὶ διὰ τῶν Ἁγίων του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν «δρεπάνην τῶν λόγων» τους ξεριζώνουν «ἀκάνθας κακοδοξίας, αἱρέσεις ἀκανθώδεις καὶ ζιζανίων νόθα βλαστήματα», γιὰ νὰ «φυτεύσουν» στὴ θέση τους τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρη οἱ Ἅγιοι, γιατὶ μπόρεσαν νὰ «διέλθουν σκότος βασάνων». Ἔχουν καταστεῖ «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς μυστικῆς Σιών, μυρίπνοα ἄνθη τοῦ παραδείσου». Τώρα καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων τὴν καρδίαν «βέλη τῶν θλίψεων κατατιτρώσκουσι», νὰ πλεύσουν μέσα στὸ «πέλαγος τῆς νηστείας», ὥστε νὰ ἀποφύγουν «τὸ ἀχλυῶδες σκότος τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας τὰ ῥεύματα, τὸν βυθὸν τῆς ματαιότητος καὶ τῆς εἰδωλικῆς μανίας».
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν ἀνόρθωσή του. Δύναμή του εἶναι τὸ «μέλι τῆς μετανοίας» ἢ τὸ «ὕδωρ τῆς νηστείας» ποὺ «ἀπονίπτει τὴν ψυχήν», ὁ «καθαρτικὸς οἶνος τῆς νηστείας». Ὡς «πρόβατον τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ» ἔχει φύλακα ἄγρυπνο τὴν μεσιτείαν τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι «ἀποδιώκουν τὸν αὐχμὸν (ξηρασία) τῆς πολυθεΐας ἐπομβρίαις τοῦ Πνεύματος», ἢ «καθάπερ λίθος μέγιστος διασκορπίζουν ὡς ἱστὸν τῆς ἀράχνης πᾶσαν τὴν δύναμιν αἱρετικῶν», ἢ «ὡς πυρίνη φθογγὴ» ἢ «θεῖοι ἄνθρακες καταφλέγουν πᾶσαν ὕλην πλάνης, πᾶσαν ὕλην πονηρὰν ἀθεΐας». Ἡ προτροπή τους πρὸς τοὺς πιστοὺς εἶναι ἀδιάκοπη: «καταφλέξωμεν τῷ πυρὶ τὰς φρυγανώδεις τῶν παθῶν ἐπαναστάσεις καὶ κατασβέσωμεν ὀχετοῖς δακρύων τὴν φλόγα ἐκείνην τὴν μὴ σβεννυμένην». Οἱ πιστοὶ βλέπουν τοὺς Ἁγίους ὡς «πηγὴν ζῶντος ὕδατος» ἢ «ἀναβλύζοντας πᾶσιν ἰαμάτων ῥεῖθρα», ἢ «πηγὴν φωτισμοῦ», ἢ «κρήνην βρύουσαν ὕδωρ». Συνειδητοποιοῦν τοὺς «ὄμβρους κατανύξεως» ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴ νηστεία, νιώθουν ἀγαλλίαση ποὺ διέβησαν «τὸ πέλαγος τῆς ἐγκρατείας», αἰσθάνονται ὡς «πρόβατα ὧν ἡ μάνδρα λύκοις ἀνεπίβατος». Μαζεύουν «ἄνθη θεῖα» γιὰ τοὺς ἑορταστικοὺς «στεφάνους». Κατὰ τὸν ἀπολογισμὸ ποὺ κάνουν στριφογυρίζουν στὸ νοῦ τους ὁ «σπόρος τῆς πίστεως», ἡ «ἐπομβρία τῶν λόγων», ὁ «ἑκατοστεύων στάχυς», ὁ πρακτικὸς «γεωργός», ὅλα σημάδια τῆς σωτηριώδους πορείας στὴν ὁποία τοὺς ὁδήγησε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκένωτη πηγὴ τροφοδοτεῖται καὶ ἡ δοξαστικὴ ποίηση. Πρόκειται γιὰ δοξολογία πηγαία καὶ εἰλικρινῆ. Δοξολογεῖται ὁ Δεσπότης Κύριος «διὰ τὸ ἀνεξιχνίαστον τῆς ἀγαθότητος πέλαγος» ἀλλὰ καὶ ὡς «δωρίζων πηγὴν θείας κατανύξεως» ἢ «πηγὴν ἀρδομένην τῷ Αἵματι καὶ τῷ ὕδατι αὐτοῦ». Εἶναι «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς ὁ τιθεὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων». Εἶναι «τὸ βαθὺ φρέαρ, ὁ γλυκύτατος ἀνέσπερος Ἥλιος, ὁ ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ βότρυς» τὸν ὁποῖον «ἐβλάστησεν ἡ ἄμπελος Παρθένος». «Τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς» ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ρίζα. Εἶναι «ὁ εὔδιος καὶ ἀσφαλὴς λιμὴν πάντων τῶν χειμαζομένων». Δοξολογοῦνται οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι «ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἡδύνουν τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν». Οἱ ὁποῖοι εἶναι «μέλι πέτρας καὶ δρόσος οὐρανία. Πέλαγος τοῦ λόγου, ποταμοὶ σοφίας, λύχνοι καὶ κήρυκες φωτός, ἀστέρες φαεινοί, ὑμνωδιῶν ἄνθη». Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ γαληνεύουν «τοῦ βίου τὸ ἄστατον ὕδωρ» καὶ ὁδηγοῦν τὸν πιστὸ στὸν «ἀσφαλῆ λιμένα τῆς σωτηρίας». Δοξολογία ἀναπέμπεται πρὸς τὴν Θεοτόκο, τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ὑπὲρ πᾶν ἄλλο, καὶ δικαίως, ὑμνήθηκε. Δικαίως, καθ’ ὅτι ὑπῆρξε «τὸ ἀγλαόκαρπον δένδρον ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί. Ὁ ἀνεξάντλητος τῆς ζωῆς ποταμός, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, ἡ ἀκτὶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, ἡ ἄγκυρα τῆς πίστεως, ἡ ἀστραπὴ ἡ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα καὶ ἡ ὡς βροντὴ καταπλήττουσα τοὺς ἐχθρούς». «Ἰσαρίθμους τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς» ἔχουν γράψει γιὰ τὸ πανάγιο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, καὶ ὅμως δὲν ἔχουν ἀποδώσει τὴν ἁρμόζουσα καὶ ὀφειλόμενη τιμή.
Μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὸν φυσικὸ κόσμο βοηθάει τὸν πιστὸ στὴν προσπάθειά του νὰ φτάσει καὶ νὰ γευθεῖ τὸ «λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας». Ἡ ὕλη γίνεται καὶ πνεῦμα, ὅλα μοιάζουν μὲ ἕνα μίγμα ἀποτελούμενο ἀπὸ ὑλικὰ σώματα καὶ ἀπὸ τὶς ἄυλες σκιές τους. Εἶναι μιὰ προβολὴ τοῦ παραδείσου στὴ γῆ, ἢ καὶ τὸ ἀντίστροφο: προβολὴ τῶν γήινων καὶ προσκαίρων στὶς διαστάσεις καὶ στὴν ποιότητα τοῦ παραδείσου καὶ τῆς αἰωνιότητας.
Πέραν τούτων, ἡ Βυζαντινὴ Ποίηση χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ ἕνα τρόπο μοναδικὸ παρουσία τῆς φύσης. Ὁ ποιητὴς ἐδῶ δὲν ἐπιλέγει τὰ στοιχεῖα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μὲ «ἀντικειμενικὰ» αἰσθητικὰ κριτήρια, ὅπως ἴσως συμβαίνει ἀλλοῦ. Δὲν ἀποδύεται σὲ ἀγώνα ἀνεύρεσης ἀποκλειστικῶς ὡραίων εἰκόνων, ἐκλεκτῶν ἢ αἰσθησιακῶν λεπτομερειῶν. Παίρνει τὰ ζιζάνια καὶ τὸ βόρβορο καὶ τὴν ξηρασία (αὐχμὸν) καὶ τὸ ρύπο καὶ τὴν ἄκανθα, τὸ δράκοντα καὶ τὰ θηρία καὶ τὸν ὄφι καὶ τὰ ἀναδεικνύει σὲ ἀξιοπρόσεκτες ψηφίδες τοῦ μωσαϊκοῦ τῆς Δημιουργίας. Ἡ μανία, ὁ κλύδων, ἡ πώρωσις, ὁ χοῖρος, ὁ θάνατος συνυπάρχουν, καὶ μάλιστα ἁρμονικότατα, μὲ τὴ ζωή, μὲ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὸ κερὶ τῆς κηρήθρας, μὲ τὴν εὐδία, μὲ τὸ κελάδημα. Ὁ προδότης μαθητής, ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ βλάσφημος ληστής, ὁ ἀγνώμων λαός, ἀκόμη καὶ ἡ πόρνη ἔχουν κάτι νὰ ποῦν μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. Τοῦτο γίνεται κατορθωτὸ χάρη στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ποιητὴς χειρίζεται τὰ θέματά του. Τὰ ἀρνητικὰ δὲν τὰ εὐτελίζει – τὰ καυτηριάζει. Τὰ ἀδύναμα δὲν τὰ λοιδορεῖ – τὰ ἐνισχύει. Τὰ ἁμαρτωλὰ δὲν τὰ ἰσοπεδώνει – καλεῖ σὲ μιὰ νέα πορεία. Ἀπὸ χώρους στοὺς ὁποίους ἄλλοι βλέπουν τὸ σκοτάδι καὶ τὸ βοῦρκο ὁ ποιητὴς ἀνασύρει ἥλιους καὶ διαμάντια. Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἡ ἀρχικὴ αἴσθηση τὴν ὁποία δημιουργεῖ στὸν δέκτη τῆς Βυζαντινῆς Ποίησης εἶναι ὅτι προσπαθεῖ νὰ φιλοτεχνήσει πρόσωπα ἀγέλαστα, σκυθρωπὰ καὶ βλοσυρά, στὴν πραγματικότητα τὸ κυριαρχικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὸ ἔργο του εἶναι αὐτὸ τῆς αἰσιοδοξίας γιὰ μιὰ ἀνανεωμένη ζωή, τῆς ὁποίας γνώρισμα εἶναι ἡ πνευματικότητα. Πρόκειται γιὰ ἰδεῶδες πρὸς τὸ ὁποῖο ἀτενίζει ὁ Χριστιανός. Καὶ πρόκειται γιὰ ποίηση ἡ ὁποία μὲ τὸ περιεχόμενό της παρακινεῖ πρὸς πνευματικὴ ἀνάταση καὶ ἀγαλλίαση, συγχρόνως δὲ μὲ τὴν αἰσθητικὴ ἀξία της, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς μορφῆς, δίνει στὸν ἀναγνώστη της τὴ δυνατότητα νὰ δοκιμάσει γεύση ἐκλεπτυσμένη καὶ δυσεύρετη.
Εἶναι δίκαιο νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Ποίηση «τὸν ὡραιότατον βότρυν ἐβλάστησε ἀναπηγάζοντα ἡμῖν τὸν οἶνον τὸν εὐφραίνοντα πάντων τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα».
1. Περικοπὴ ἀπὸ διάλεξη στὴν Κίσαμο (29.3.1995) κατὰ τὴ διάρκεια ἐκδηλώσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κισάμου καὶ Σελίνου καὶ τοῦ Συνδέσμου Φιλολόγων Νομοῦ Χανίων μὲ θέμα τὴ Βυζαντινὴ Ποίηση. Δημοσιεύεται στὸ πλαίσιο τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου.
Το ξαναλέμε για να μην ξεχνιόμαστε: εμείς οι Χανιώτες [κι εγώ Χανιωτάκι είμαι από την λαμπρή σύζυγό μου] είμαστε πολύ τυχεροί άνθρωποι. Δεν φτάνει που αξιωθήκαμε από τον Μεγαλοδύναμο Θεό να συμβιώνουμε και συνυπάρχουμε στον Παραδίσειο και πανέμορφο Κρητικό τόπο – μεγαλόνησο, έχουμε ανάμεσά μας και πολλούς ευλογημένους συνανθρώπους μας που καταξιώνουν με το συμβιωτικό τους ήθος και το πνευματικό – δημιουργικό τους έργο το αληθινό ανθρώπινο μας πρόσωπο. Κι όλα αυτά έρχονται “χιονοστιβάδα” από τα αγαπητά μας “Χ.Ν.” πάντα τις μεγάλες κι άγιες γιορτές της Χριστιανοσύνης, από καταξιωμένους, απλούς, συνεργάτες – αρθρογράφους, που με τις ανεπανάληπτες εργασίες – δοκίμια τους, δίνουν διαφορετικό νόημα και χορταίνουν την πενία της πνευματικής μας ζωής.
Είναι αλήθεια, η πολυσύνθετη, εμβριθής, λιτή αλλά άκρως περιεκτική εργασία – δοκίμιο του εκλεκτού φίλου και καθηγητή Γεωργίου Λουπάση με χαροποίησε αφάνταστα, αλλά και με ξάφνιασε: και δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό. Είπαμε, ότι οι φιλόλογοι συνάνθρωποί μας έχουν την ιδιαίτερη ευλογία και το χάρισμα του Θεανθρώπου Χριστού να γράφουν όμορφα, λιτά, περιεκτικά κι αληθινό ύφος και ήθος γραφής -συγχωρήστε με δεν είμαι λογοτέχνης- που φέρνει την ηθική ικανοποίηση κι απόλαυση στους αναγνώστες των πονημάτων τους. Ας είναι όλοι τους καλά κι ας γράφουν.
ΩΣΤΟΣΟ, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και για τούτες τις μεγάλες μέρες των Παθών του Κυρίου μας αλλά και των πολυπαθών συνανθρώπων μας όπου γης, το ανωτέρω απόσπασμα-Περικοπή από παλαιότερη διάλεξη – ομιλία του αρθρογράφου στο Καστέλι, αποτελεί μοναδικό σχεδόν μνημείο λόγου, εμβρίθειας γνώσεων όλων των Κοινωνικών Επιστημών, που παρόμοιο του δεν είχα την τύχη να διαβάσω και σπουδάσω. Δεν μπορώ, αδυνατώ να εκφράσω τα συναισθήματά μου ύστερα από την ενδελεχή ανάγνωση αυτού του [μισού έστω] πονήματος που είναι μια συμπυκνωμένη Φιλοσοφία, Θεολογία και Κοινωνική πραγματεία με αφορμή την ακριβοδίκαιη απόδοση κι ερμηνεία [μην λογαριάζεται την δική μου άποψη, μπορεί ν’ αδικώ κιόλας] για την “Βυζαντινή Ποίηση”. Είναι απίστευτο το ήθος του λιτού λόγου – γραφής, η αφηγηματική ροή ενός τόσο δύσκολου κειμένου που με αριστουργηματικό τρόπο ο πανάξιος αρθρογράφος ενώνει το παρελθόν με το παρόν κι αυτό βέβαια είναι το υψηλό δείγμα της αξιοσύνης του λαμπρού επιστήμονα κι αληθινού ανθρώπου. ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, εκεί που συγκλονίζεται ο αναγνώστης αυτού του σπάνιου πονήματος είναι η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ της ομιλίας – γραφής: ό,τι γράφεται εδώ στις λίγες αράδες του κειμένου είναι το απαύγασμα της ατελείωτης εμβρίθειας του άξιου καθηγητή – αρθρογράφου, των ξεκάθαρων κι απλών σκέψεων, αλλά κυρίως του αληθινού και πραγματικού ανθρώπινου προσώπου του. Έχω γνώση αυτών που γράφω, κι ας χαρακτηρίζομαι εκδηλωτικός, ενθουσιαστικός και κάπως υπερβολικός στην κοινωνική μου ζωή. Μήπως η έμπονη ή αυτοθυσιαστική αγάπη δεν είναι υπερβολική; Το λιγότερο που έχω να κάνω είναι να εκφράσω τις πολλές ευχαριστίες μου στον εκλεκτό φίλο μου Γεώργιο Λουπάση και να τον συγχαρώ για το ανωτέρω πόνημά του κι ελπίζω να βρω [ήμουν στη Αμερική όταν δόθηκε η διάλεξη] ένα απλό αντίγραφο της διάλεξης από τα Γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Κισσάμου και Σελίνου ή από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Ν. Χανίων. Τέτοια σπάνια πνευματικά έργα δεν πρέπει να λείπουν από Ελληνικά σπίτια. Διερωτώμαι, αν τα εκάστοτε Υπουργεία Παιδείας ενδιαφέρθηκαν, ώστε αυτή η σπάνια εργασία – επιστημονικό δοκίμιο ανεκτίμητης πνευματικής αξίας να συμπεριληφθεί στις βιβλικές σχολικές εκδόσεις για μαθητές – σπουδαστές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής μας… Με τις καλύτερες ευχές για υγεία και καλό Πάσχα στην οικογένεια του αρθρογράφου και σ’ όλον τον κόσμο. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος Χανιά.
Σας ευχαριστώ, κύριε Καραγεωργίου για τα τιμητικά σχόλιά σας.
Η προσπάθεια να αναδειχθεί η συμβολή (και) του Βυζαντίου στην προαγωγή του πολιτισμού έχει συχνά απέναντί της προκαταλήψεις, οι οποίες επηρεάζουν, όπως είναι φυσικό, την αντικειμενική κρίση. Το πιο γνωστό, ίσως, πεδίο στο οποίο παρατηρούνται οι μεγάλες αντιπαραθέσεις είναι ο θρησκευτικός προσανατολισμός της Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να βάλλεται χωρίς έλεος, εκτός από το κράτος,και η θρησκεία – τούτο σημαίνει η Ορθοδοξία. Στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ζωής καλλιεργήθηκε η θρησκευτική ποίηση, μεγάλο μέρος της οποίας ικανοποίησε λατρευτικές ανάγκες της Εκκλησίας.
Δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι αυτό το τμήμα της βυζαντινής γραμματείας είτε απλώς υποβαθμίζεται από τους πολέμιους του Βυζαντίου συνολικά είτε και λοιδορείται για το λόγο ότι συνδέεται με την θρησκεία των Βυζαντινών. Ασκείται κριτική με κριτήρια τα οποία πολύ απέχουν από το να είναι δίκαια, καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα της εποχής εκείνης· αντίθετα, με σημερινά κριτήρια επιχειρείται να ισοπεδωθεί (και) η ποιητική παραγωγή, σημαντικά γνωρίσματα της οποίας προσπάθησα να αναδείξω με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία. Είναι φανερό ότι ο σημερινός άνθρωπος και ο κόσμος στον οποίο ζει απέχει σε πάμπολλους τομείς -και όχι μόνο χρονικά – από την εποχή του Βυζαντίου. Όσοι, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι τα έργα εκείνης της περιόδου πρέπει να αξιολογούνται με κριτήρια σημερινά οδηγούνται σε άδικη κρίση. Είναι, μάλιστα, καλό να θυμόμαστε ότι θρησκευτική ποίηση, με λαμπρά έργα, έχει να επιδείξει και της αρχαιότητας ο Ελληνισμός, ήδη από τον Όμηρο και τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο και την Σαπφώ και μέχρι την όψιμη αρχαιότητα. Με τι κριτήρια άραγε πρέπει να αξιολογούνται αυτά τα έργα;
Ασφαλώς, στη θρησκευτική βυζαντινή ποίηση δεν θα συναντήσουμε λόγια «γλυκερά», λόγια που απευθύνονται στο χοϊκό μέρος τους ανθρώπου. Αν θέλουμε να βρούμε τέτοια στοιχεία, πρέπει να στραφούμε σε άλλους χώρους και σε άλλες εποχές.
Αγαπητέ Γεώργιε, [είμαι πολύ μεγαλύτερος σου] ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ και όλα να έλθουν κατ’ ευχήν Θεού.
Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να σ’ ευχαριστήσω, που μάς έδωσες την σπάνια ευκαιρία να μοιραστούμε την μεγάλη χαρά της υψηλής πνευματικής σου δημιουργίας. ΩΣΤΟΣΟ, και ακριβώς αυτήν την άδικη – αυθαίρετη κρίση [αξιολόγηση της Βυζ. Ποίησης με σημερινά κριτήρια] το μοναδικό κείμενό σου [σπάνιο επιστημονικό δοκίμιο] και με κατακλείδα την τελευταία ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ του [απίστευτη σύνθεση και συμπύκνωση αληθών και βάσιμων απόψεων] αποκαλύπτει το άδικο και τη γύμνια των αντίθετων ισχυρισμών και καταδεικνύει το αληθινό πνευματικό ύψος της Βυζ. Ποίησης και, βέβαια, την ακρίβεια και το δίκαιο των απόψεών σου. Μα, αγαπητέ Γεώργιε, γράφεις τόσο όμορφα! Γι’ αυτό και χαιρόμαστε και σ’ ευχαριστούμε όλοι μας. ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, η τελευταία ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ του δοκιμίου – άρθρου σου θα μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στο νου και την ψυχή μου, όσο θα υπάρχω και θα δοξάζω τον Θεάνθρωπο Χριστό μας. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου. ΧΑΝΙΑ