Μεγάλοι στα μάτια του Θεού, τα μόνα δίκαια μάτια και καθαρά, είναι εκείνοι που, με ταπείνωση και άγια διαθεσιμότητα, αγάπησαν τον συνάνθρωπό τους και στο πρόσωπό του είδαν όχι μόνο τον εαυτό τους (Μαρκ. 12, 31 και Λουκ. 10, 27), αλλά τον ίδιο το Χριστό (Ματθ. 25, 40).
Είναι εκείνοι που, με λόγια και έργα, είναι ειλικρινείς και φιλάνθρωποι προς τον όποιο πλησίον τους. Που κατεβαίνουν από τον εγωιστή, υλόφρονα και εγωπαθή εαυτό τους και αγκαλιάζουν τον πληγωμένο πλησίον τους και “ποιούν το έλεος μετ’ αυτού” (Λουκ. 10, 37).
Θα πρέπει να τονίσουμε τη μεγάλη αλήθεια ότι ο Θεός δεν έπλασε άτομα αυτόνομα και ανεξάρτητα. Έπλασε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτερες αρετές αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρισμα ενώπιον του μεγάλου Κριτού. Γιατί δεν βρήκαν την πραγμάτωσή τους μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αρετές, όπως η εγκράτεια, η ευλάβεια, η νηστεία και αυτή ακόμα η άσκηση, αν γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως έλεος -διακονία- των αδελφών μας, των πλησίον μας, δεν έχουν καμιά αξία και δικαίωση στα μάτια του Θεού, ο οποίος εντέλλεται προς όλους μας, ιδιαιτέρως σ’ αυτούς κάνουν τους “χριστιανούς”: “Έλεον θέλω και ου θυσίαν” (Ματθ. 9, 13). Αγάπη θέλει ο Θεός και όχι τη δαιμονική “αγιοφάνεια” και “θρησκευτικότητα” που αποβλέπουν στην αυτοέξαρση και την αυτοϊκανοποίηση. Που βλέπουν τον Τύπο, που τόσο πλεονάζει σήμερα, ιδίως στον εκκλησιαστικό χώρο, ως το άπαν της ευσεβείας!
Δυστυχώς, ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα κι αυτές τις συνειδήσεις. Στον χώρο όμως της πίστεως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίζει θέση στη Βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα συνανθρώπινη (Ματθ. 25, 31 – 46).
Αν δεν γίνει, και κατά τον Απόστολο Παύλο το “τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω” (Α’ Κορινθ. 9, 22).
Ο Θεός δεν θα μας δικαιώσει κατά πόσο εμείς αυτοδικαιωθήκαμε, αλλά κατά πόσο δικαιωθήκαμε αγαπώντας Τον και διακονώντας Τον στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, που κάθε μέρα πέφτει στα αδίστακτα και αιματοβαμμένα χέρια των ορατών και αοράτων ληστών, που τις περισσότερες φορές, κι αυτό είναι επικίνδυνο και τραγικό, παρουσιάζονται ως φίλοι και “αδελφοί” και μάλιστα “Εν Χριστώ”! και ως άνθρωποι του Θεού και “φιλάνθρωποι”!
Ο Θεός θα μας δικαιώσει όχι κατά πόσο κάναμε χρυσά ή ασημένια ταξίματα και ιερά σκεύη σ’ Αυτόν και τους αγίους, αλλά κατά πόσον φανήκαμε Ελεήμονες και φιλάνθρωποι στους ποικίλως πάσχοντες συνανθρώπους μας.
Λέγει χαρακτηριστικά ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Μάθωμεν τιμάν τον Χριστόν, ως Αυτός βούλεται, εις πένητας αναλίσκοντες τον πλούτον. Ουδέ γαρ σκευών χρείαν έχει χρυσών ο Θεός, αλλά ψυχών χρυσών” (Ε.Π.Ε. 11, 64).
Ο Χριστός είναι ξεκάθαρος: Θέλει ταπείνωση και αγάπη. Θέλει “πίστιν δι’ αγάπης ενεργουμένην” (Γαλάτ. 5, 6). Και στη συνέχεια, στίχος 14, ο ίδιος Απόστολος (Παύλος) θα προτρέψει: “διά της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις. Ο γαρ πας νόμος. Εν ενί λόγω πληρούται, εν τω αγαπήσεις τον πλησίον ου ως σε αυτόν”.
Ο νόμος της αγάπης, με τις κατά συνέπειαν εφαρμογές της, ειδικότερα προς τον πλησίον μας, είναι παγκόσμιος. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς είναι ο χώρος στον οποίο συναντιόμαστε όλοι, χριστιανοί και μη. Και εκείνοι που γνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι’ αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στον νόμο αυτό δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύμνια, η αρρώστια, η φυλακή, η καταδυνάστευση και η προσφυγιά βοούν. Δεν μπορούν να μένουν κρυφά ή να τα προσπερνάμε για να έχει κανείς το δικαίωμα να ισχυριστεί πως δεν τα πρόσεξε! Πώς κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του. Μα η σωτηρία δεν υπάρχει χωρίς αγάπη προς τον πλησίον.
Δεν μπορεί να αγνοήσει τα δεινοπαθήματα του πλησίον μας, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως “αχρειώσει”, εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.
Εκεί που δαπανάμε τη ζωή μας, κι αυτή είναι η τραγικότητά μας, σε έργα ματαιότητας, και που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητας, ας κάνουμε έργα αγάπης και αγαθοεργίας. Αγάπης, που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη μας.
Το αντίθετο σημαίνει την από του Θεού κατάκρισή μας. Το είπε, άλλωστε, ξεκάθαρα ο Χριστός: “Ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομά του μονογενούς Yιού του Θεού” (Ιωάν. 3, 18).
Πίστις δι’ έργων φιλανθρωπίας και όχι φαντασιοπληξίας. Όχι χρυσάφια κι ασήμια, ακόμα και μέσα στους ναούς, που θα έπρεπε να δεσπόζει η απλότης του στάβλου της Βηθλεέμ και όχι ο χρυσός και το ασήμι από τα άγια δισκοπότηρα, τα θυμιατά, τα καντήλια, τους πολυελαίους, τις εικόνες. Με ψυχοκτόνο συνέπεια, αντί να προσκυνούμε τον Χριστό να προσκυνούμε τον χρυσό!! Κρίμα!
Και μη ξεχνάμε, κληρικοί και λαϊκοί, αυτό που προαναφέραμε του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: “Ουδέ γαρ σκευών χρείαν έχει χρυσών ο Θεός, αλλά ψυχών χρυσών”.
Άντε να βρεις χρυσές ψυχές μέσα στον χρυσό!
*θεολόγος – τ. λυκειάρχης