Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Οχι δεν θέλω να πάω σχολείο

Η ομπρέλα όπως και πολλά άλλα μικρά είδη πρώτης ανάγκης αποτελούσαν είδη πολυτελείας για την πάμφτωχη οικογένεια, στη μικρή γειτονιά κάποιας επαρχιακής πόλης της δυτικής Κρήτης που έχει εγκατασταθεί εκεί πριν από αρκετά χρόνια.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν έφυγαν από το ορεινό χωριό τους δίχως σοβαρό λόγο. Η ανέχεια και το αβέβαιο μέλλον τους, τους ανάγκασε να πάρουν των ομματιών τους αναζητώντας την τύχη τους αλλού. Το κάπως καλά διατηρημένο σπιτάκι και αυτό οφείλεται στα έμπειρα χέρια του αρχηγού της οικογένειας, αποτελούμενο από δυο μικρά δωμάτια και μια κουζίνα τους το είχε παραχωρήσει μια θεία τους, αρκετά ευκατάστατη, άτεκνη και πριν από λίγους μήνες χήρα για την ανάπαυση της ψυχής του μακαρίτη.
Ο μικρός μπόμπιρας γαντζωμένος στα πόδια της μητέρας του, σαν τον κισσό τυλιγμένο στον κορμό κάποιου δέντρου, μέσα από τ’ αναφιλητά του έλεγε κοιτώντας την με πικρό παράπονο κατάματα, με τα δυο δακρυσμένα γαλάζια ματάκια του “όχι δεν θέλω να πάω σχολείο”.
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα λες κι οι κρουνοί τ’ ουρανού είχαν ανοίξει διάπλατα ρίχνοντας εκατομμύρια τόνους νερό στην διψασμένη γη, κάτι μη φυσιολογικό για την εποχή, μαρτυρώντας περίτρανα ότι η αλόγιστη παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση ταράζοντας την ισορροπία της.
Η μητέρα του παιδιού προσπαθούσε κάτω από το μικρό υπόστεγο που βρισκότανε στην μικρή αυλή του σπιτιού, να τον πείσει χαϊδεύοντάς τον και λέγοντάς του ότι πρέπει να πάει στο σχολείο του “θα σε πάρω αγκαλιά και θα σε πάω εγώ” του έλεγε, “για να μην βραχείς” και συνέχισε “έλα τώρα μην κλαις”, σκουπίζοντας συγχρόνως πότε με την μια παλάμη της και πότε με την άλλη, τα πικρά της δάκρυα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες της βροχής στα μάγουλά της ασταμάτητα.
Ο μικρός όμως, δεν είχε σκοπό να ξεκολλήσει από τα πόδια που ήταν γαντζωμένος της μητέρας του, επαναλαμβάνοντας με όλη τη δύναμη της φωνούλας του “δεν θέλω να πάω σχολείο, δεν ακούς;”.
Λίγο πιο πέρα, ένα αγροτικό αυτοκίνητο ήταν σταματημένο κι ο οδηγός και ιδιοκτήτης του περίμενε τον πατέρα του μικρού να φύγουν μάλλον για την διεκπεραίωση κάποιας αγροτικής εργασίας του πρώτου. Το επάγγελμα του πατέρα του παιδιού ήταν γεωργός, κάνοντας συγχρόνως και κάποια μεροκάματα αν έβρισκε, σε όποιον τον καλούσε στην δική του εργασία.
Ο γονιός και πατέρας του μικρού, πριν δρασκελίσει την πόρτα της αυλής πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό γιο του, κάτι του είπε, κι εφόσον τον φίλησε, τον άφησε κάτω, κι έφυγε βιαστικός δίχως να γυρίσει να δει τι θα επακολουθήσει πίσω του, προς την μεριά που τον καρτερούσε ο ιδιοκτήτης του αγροτικού, μάλλον για να μην το δει ο μικρός ότι ήταν κι αυτός δακρυσμένος.
Εγώ καθισμένος ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου σε μια καρέκλα ενός μικρού καφενείου, απολάμβανα τον πρωινό μου καφέ κάτω από το σιγανό θρόισμα της βροχής και δίχως να το επιδιώξω κατέγραφα με την κάμερα της ψυχής μου  όλες τις εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μου με κάθε λεπτομέρεια.
Η εν λόγω οικογένεια είναι γνωστή μου εδώ κι αρκετά χρόνια και γνωρίζω πολύ καλά την οικονομική της κατάσταση. Δεν άντεξα άλλο και δίχως να το καλοσκεφτώ πλησίασα το μικρό και τη μητέρα του κι εφόσον τους καλημέρισα είπα:
“Έλα μικρέ, θα σε πάω εγώ στο σχολείο σου να μην βραχείς, με το αυτοκίνητό μου”, και συνέχισα δίχως να πάρω καμιά απάντηση – θετική ή αρνητική, “έλα, δεν με πιστεύεις; να, ρώτησε και την μητέρα σου αν σου λέω ψέματα.
Άιντε έλα μην αργήσεις και σε μαλώσει η κυρία σου”. Κι αυτό έγινε.. Όταν κάποια στιγμή έμεινα με τη δύστυχη μητέρα του μικρού, δίχως να τη ρωτήσω για τίποτα, μόνη της άρχισε να μου λέει, διακόπτοντας κάπου – κάπου τη ροή της αφήγησής της αναστενάζοντας. Δεν θέλει να πηγαίνει σχολείο γιατί ντρέπεται, μου έλεγε, και πως να μην ντρέπεται το καμάρι μου;
Απ’ ό,τι φοράει πάνω του, τίποτα δεν είναι δικό του, όλα αποφόρια είναι άλλων παιδιών της γειτονιάς κι όχι μόνο, και συνέχισε, ας είστε καλά όλοι σας που μας στηρίζετε. Μέχρι χθες, είπε δεν είχε μήτε τσάντα να βάλει τα βιβλία του μέσα και τα κρατούσε στα χεράκια του. Ευτυχώς μας έδωσε μια παλιά τσάντα μια γειτόνισσα, ας είναι καλά.
Εγώ την έπλυνα βέβαια, την μπάλωσα κάπως, κι έπειτα του την έδωσα γιατί αν την έβλεπε όπως την παρέλαβα, δεν θα την δεχότανε με τίποτα.
Και συνέχισε, πολλές φορές έρχεται κλαίγοντας, καλέ μου άνθρωπε, στο σπίτι, δηλώνοντας ότι δεν θα ξαναπάει στο σχολείο, γιατί δεν έχω να του δώσω πενήντα λεπτά να πάρει η ψυχούλα μου ένα κουλούρι. Βλέπετε είναι παιδί και ζηλεύει, αφήνοντας αυτή τη φορά λεύτερες τις βρύσες των ματιών της να τρέξουν όσα δάκρυα της είχαν απομείνει. Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι δεν έφταναν η φτώχεια και η ανέχεια που έδερνε την πάμφτωχη οικογένεια, ο μικρός πάσχει κι από ελαφριάς, ευτυχώς, μορφής άσθματος. Γι’ αυτό έλεγε η δύστυχη μάνα του μικρού ότι θα τον πήγαινε αγκαλιά στο σχολείο για να μην της κρυώσει. Τέλος εφόσον τη χαιρέτησα λέγοντάς της ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχή και πριν δρασκελίσω το πεζοδρόμιο να φύγω μια “κυρία” με το αυτοκίνητό της, μάρκας mercedes παρακαλώ, παρά λίγο να με πατήσει, σταματώντας απότομα πλάι μου. Αν και τρόμαξα πάρα πολύ, η εν λόγω κυρία, όχι μόνο δεν μου ζήτησε συγγνώμη αλλά, ανοίγοντας την πόρτα να κατέβει να μπει στο προαύλιο του σχολείου χτύπησε κιόλας την συνομιλούσα μου, ευτυχώς ελαφρά, και με ύφος υπερόπτισσας είπε: “κάνε πιο πέρα Χριστιανή μου, δεν βλέπεις ότι άργησα;”. Δεν είπαμε απολύτως τίποτα και οι δυο. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η σιωπή είναι η καταλληλότερη απάντηση. Τέλος χωρίσαμε παίρνοντας διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας μας. Αν με ρωτήσετε πού πήγαινα, ειλικρινά δεν ήξερα. Έφυγα με τα πόδια, αφήνοντας το αυτοκίνητό μου στην άκρη του δρόμου, ενώ η βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω μου, κι οφείλω να πω ότι το απολάμβανα με μεγάλη μου χαρά. Η σκέψη μου δε, γύρισε πίσω στα παιδικά μου χρόνια, λίγο μετά την απελευθέρωση της πολυπαθούς πατρίδος μας από τους βάρβαρους κατακτητές και τον καταλαγιασμό του εμφυλίου σπαραγμού, τότε που πήγαινα και εγώ στο σχολείο, ξυπόλητος και ποτέ χορτασμένος, με χιλιομπαλωμένα ρούχα, και μύριες άλλες ανέχειες. Έρχονταν στο νου μου οι σκληρές και πολύ αντίξοες συνθήκες κείνης της εποχής, που δυστυχώς κάτω από αυτές ανδρώθηκα, και τα μάτια μου βούρκωναν καθ’ όλη τη διαδρομή μου.
Τότε όμως εμείς κάναμε όνειρα. Η γενιά η δική μας βίωνε τέτοιου είδους καταστάσεις, παρόμοιες με τις σημερινές, αλλά, δουλέψαμε σκληρά, δανείζοντας πολλές φορές ώρες από τη νύχτα γιατί η μέρα δεν ήταν αρκετή, και πάνω στ’ αποκαΐδια του πολέμου δημιουργήσαμε. Δεν πιστεύαμε όμως ότι τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα βιώνανε τις ίδιες καταστάσεις. Και να, σήμερα αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Σήμερα όμως δεν έχουν και πολλά περιθώρια τα νέα ζευγάρια και οι νέοι μας να αισιοδοξούν ότι τα όνειρά τους κάποτε θα πραγματοποιηθούν. Έχουν στενέψει οι ορίζοντες πάρα πολύ.
Και δεν φταίνε τα νέα παιδιά για την κατάντια μας αυτή, μήτε εμείς οι μεγαλύτεροι φταίμε. Εμείς οι πιο μεγάλοι εμπιστευτήκαμε τον ιδρώτα μας στους κυβερνόντες κατά καιρούς τούτη την πολυπαθή χώρα μας που δυστυχώς όπως οι βρικόλακες ρουφούνε το αίμα των θυμάτων τους έτσι τον ρουφήξανε πλουτίζοντας ορισμένοι, εξαθλιώνοντας τους πολλούς, δίχως έλεος. Εδώ θέλω να πω τα εξής: βγείτε κύριοι έξω από το καβούκι σας να δείτε όσοι ακόμα κρύβεστε σ’ αυτό και συνομιλήσετε με τους απλούς ανθρώπους και πείτε όλη την αλήθεια στο λαό και μην διαξιφιζόσαστε μεταξύ σας, εκ του ασφαλούς βέβαια πίσω από το γυαλί της οθόνης. Τέλος, έχω να σας προτείνω την πιο κάτω απλή λύση: Συνταχτείτε όλοι μαζί και οι τριακόσιοι, τώρα μάλιστα που επίσημα πλέον βγήκαμε από τα μνημόνια εφόσον πρώτα στύψετε το μυαλό σας και συμφωνήσετε σε όποιες λύσεις θα προβείτε για το καλό της πολύπαθης χώρας μας. Αυτό υποστηρίζετε όλοι σας ότι επιδιώκετε να κάνετε. Πείστε μας λοιπόν επιτέλους ότι τα λάθη των προηγούμενων ηγετών εσείς όχι μόνο δεν θα τα επαναλάβετε αλλά και από κείνα τα λάθη διδαχτήκατε κι ότι δεν μας λέτε ψέματα. Να βγείτε όμως όλοι μαζί στους δρόμους, με ένα ενιαίο πρόγραμμα, αποδεχτό όμως πρώτα από όλους εσάς κι αφήστε το λαό να επιλέξει τους ικανότερους που σ’ αυτούς θα το εμπιστευτεί να το υλοποιήσουν. Εσείς μην βαδίζετε στα χνάρια των παλιών πολιτικών, εφόσον όλοι γνωρίζετε ότι οι δρόμοι που ακολούθησαν εκείνοι πριν από εσάς οδήγησαν τη χώρα μας στο χείλος του γκρεμού. Μην διαπράξετε και σεις τα ίδια λάθη.
Μονιάστε, βρείτε λύσεις όλοι μαζί κι αφήστε το λαό να κρίνει ποιος είναι ο ικανότερος να τις διεκπεραιώσει. Κάντε μας επιτέλους να πιστέψουμε με τις ενέργειές σας ότι πράγματι στο εγγύς μέλλον δεν θ’ αφήσετε να αισθάνονται παιδιά, ότι είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού όπως αισθανότανε το παιδί του σημερινού μας άρθρου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα