Δύο εβδομάδες πριν την έναρξη των Πανελλαδικών εξετάσεων η καρδιά και η σκέψη μας βρίσκονται πλάι στους μαθητές που περνούν τούτη την ώρα το τελευταίο γεφύρι οδεύοντας προς τη δύσκολη μάχη που τους περιμένει.
Μια μάχη στην οποία βαδίζουν με έντονο ψυχολογικό φορτίο κουβαλώντας το βάρος των δυσκολιών που αντιμετώπισαν στην τρίχρονη διάρκεια της Λυκειακής τους ζωής. Τα δύο πρώτα χρόνια ήλθαν αντιμέτωποι με τις δυσκολίες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης μακριά από το δάσκαλο εμψυχωτή, τις αρνητικές επιπτώσεις της κοινωνικής απομόνωσης εξαιτίας της πανδημίας αλλά και τα γνωστικά κενά που προέκυψαν από αυτού του είδους την εκπαιδευτική διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διαζώσης διδασκαλία. Η τρίτη Λυκείου τους περίμενε με μία ογκώδη ύλη, η οποία δεν μειώθηκε παρά τις εκκλήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας, ενώ δεν υπήρξε μέριμνα και δεν δόθηκε ουσιαστικός χρόνος στο δημόσιο σχολείο για την κάλυψη των γνωστικών κενών των προηγουμένων ετών.
ΤΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Ακολούθησαν τα τεχνητά εμπόδια, όπως αυτό της διατήρησης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής(ΕΒΕ) παρά το γεγονός ότι με την εφαρμογή της την προηγούμενη σχολική χρονιά, χιλιάδες μαθητές είδαν το όνειρό τους για την εισαγωγή στα δημόσια πανεπιστήμια να ναυαγεί με την έκδοση των αποτελεσμάτων. Συνακόλουθα πολλοί από αυτούς όδευσαν στα κολέγια τα πτυχία των οποίων είναι πλέον ισάξια με αυτά των Δημοσίων Πανεπιστημίων και στα οποία δεν απαιτείται καμία βάση εισαγωγής.
Ακολούθησαν αλλαγές στους συντελεστές βαρύτητας των μαθημάτων που έκαναν το σύστημα δαιδαλώδες και απρόβλεπτο, καθώς κάθε ένα από τα 461 τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης όρισε ξεχωριστά συντελεστές βαρύτητας σε κάθε επιστημονικό πεδίο για κάθε ένα από τα τέσσερα μαθήματα, στα οποία πρέπει να εξετασθούν οι υποψήφιοι για να εισαχθούν σε αυτό, ενώ διαφορετικοί είναι και οι συντελεστές βαρύτητας των ειδικών μαθημάτων, όπου αυτοί απαιτούνται. Είναι χαρακτηριστικό ότι για να υπολογιστούν οι μονάδες των υποψηφίων Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων στα διαφορετικά τμήματα χρειάζονται 5.611 συντελεστές βαρύτητας, χωρίς αυτούς των ειδικών μαθημάτων. Ακόμα αυτή η πληθώρα και η διαφορετικότητα των συντελεστών έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται έντονες διαφοροποιήσεις στη βαθμολογία σε σχολές με το ίδιο αντικείμενο σε διαφορετικά πανεπιστήμια, ενώ η συμπλήρωση του μηχανογραφικού, όπως έχομε τονίσει από αυτή τη στήλη και σε προηγούμενο άρθρο μας είναι γρίφος για γερούς λύτες.
Στο μεταξύ ορίστηκε από την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως το μεσημέρι της προηγούμενης Κυριακής 15/5/2022 και ο αριθμός των φετινών εισακτέων ανά σχολή και τμήμα, όπως και ο συνολικός αριθμός αυτών που ανέρχεται σε 68.394, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός πέρυσι ήταν 77.415. Οι θέσεις , δηλαδή φέτος είναι 9.021 λιγότερες από πέρυσι, ενώ το ζήτημα είναι επίσης πόσες από αυτές θα καλυφθούν, αφού λόγω της ΕΒΕ κάποιες θα μείνουν κενές. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι εισήχθηκαν 60.070 υποψήφιοι.(στους αριθμούς αυτούς και για πέρυσι και για φέτος δεν συμπεριλαμβάνονται οι εισακτέοι στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές σχολές, στο Λιμενικό σώμα, στην Πυροσβεστική και στην Ακαδημία του Εμπορικού Ναυτικού)
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο με λευκή κόλλα και άσσο-πραγματικότητα που εύλογα, κατά τη γνώμη μου έχει επικριθεί στο παρελθόν, φτάσαμε σε ένα εξαιρετικά δύσκολο σύστημα με απρόβλεπτους αποκλεισμούς υποψηφίων και εξεταστικές αδικίες.
Η ΨΥΧΟΦΘΟΡΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Περισσότερο, λοιπόν από ποτέ οι φετινές Πανελλήνιες είναι μια ψυχοφθόρος διαδικασία για τα παιδιά που δοκιμάζει τις ψυχικές και σωματικές τους αντοχές καθώς καλούνται να σηκώσουν στους ώμους τους όχι μόνο το βάρος των δικών τους ονείρων και προσδοκιών αλλά και εκείνων των γονιών τους και του κοινωνικού τους περίγυρου. Αυτό το βάρος είναι ιδιαίτερα δυσβάστακτο σε μια κοινωνία που έχει εδώ και χρόνια υπερτιμήσει το θεσμό των Πανελλαδικών εξετάσεων ταυτίζοντας τον σε πολλές περιπτώσεις απόλυτα με την επιτυχία του νέου ανθρώπου στη ζωή. Είναι υπερβολικό επίσης, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, τόσο οι γονείς, όσο και τα παιδιά να θεωρούν ότι το μέλλον τους και η ζωή τους ολόκληρη κρίνεται από τις Πανελλήνιες.
Έτσι η διαδικασία αυτή υπάρχει κίνδυνος να αποβεί επικίνδυνη για την ψυχική υγεία των νέων ανθρώπων που αδυνατούν να σηκώσουν στους ώμους τους το στίγμα του αποτυχημένου, αν κάτι δεν πάει καλά.
Είναι χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό ότι κατά την πολύχρονη παρουσία μου στην εκπαίδευση συνάντησα γονείς μαθητών, τους οποίους έχει στιγματίσει το πέρασμά τους από τις Πανελλήνιες σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαταράσσει ακόμα και σήμερα το ύπνο τους καθώς ονειρεύονται οι ίδιοι ότι συμμετέχουν σε αυτές.
Από την άλλη μπορεί ο θεσμός αυτός να είναι αντικειμενικός και αδιάβλητος, ωστόσο ενέχει μεγάλο ή μικρό βαθμό τυχαιότητας και δεν είναι πάντοτε το αποτέλεσμα του δείγμα της αληθινής αξίας του μαθητή, αφού δεν τον κρίνει συνολικά για τις γνώσεις του αλλά ούτε και για την προσωπικότητα του. Επίσης είναι σαν να διαγράφεται η δωδεκαετής πορεία του μαθητή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού δεν συνεκτιμάται καθόλου για την εισαγωγή του στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Αντίθετα το παν καθορίζει η επίδοση του σε 4 ή 5 μαθήματα σε χρονικό διάστημα 12 ή 15 ωρών κατά το οποίο μπορεί να του συμβεί ο,τιδήποτε ή να τον καταβάλλει το άγχος.
Το άγχος αυτό πολλές φορές αποσυντονίζει και καθηλώνει τα παιδιά με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποδώσουν στη διάρκεια της εξέτασης που δεν αξιολογεί μόνο τις γνώσεις τους αλλά και την ψυχραιμία τους.
Ακόμα είναι χαρακτηριστικό ότι ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων και τα γνωστικά ζητούμενα από τα παιδιά προωθούν τη μηχανική μελέτη και την αποστήθιση και όχι την αληθινή γνώση και την ουσιαστική μάθηση. Επιπλέον ο θεσμός αυτός αποτελεί εμπόδιο στην ουσιαστική εκπαίδευση, αφού οι μαθητές από την Α’ Λυκείου ασχολούνται αποκλειστικά με τα 4 μαθήματα που θα δώσουν Πανελλήνιες αγνοώντας και περιφρονώντας ο,τιδήποτε άλλο αναγράφεται στο ωρολόγιο πρόγραμμα τους.
Χώρια, βέβαια, που ο θεσμός αυτός με το άκρως ανταγωνιστικό πλαίσιο που τον περιβάλλει, ωθεί τους μαθητές στα φροντιστήρια εντείνοντας έτσι τις υπάρχουσες ανισότητες στην Εκπαίδευση και υποβαθμίζοντας το ρόλο του Δημοσίου σχολείου. Αποβαίνει, λοιπόν η διαδικασία αυτή εξουθενωτική και δαπανηρή για τους γονείς οι οποίοι αισθάνονται πολλές φορές άγχος και αβεβαιότητα, αν θα μπορέσουν με τις υπάρχουσες ρευστές οικονομικές συνθήκες να στηρίξουν τα παιδιά τους την περίοδο αυτή αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια των Ακαδημαϊκών τους σπουδών.
ΤΑ ΛΑΘΗ
Είναι λοιπόν καιρός η πολιτεία να αναζητήσει ένα άλλο τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια περισσότερο ορθολογικό και δίκαιο για τα παιδιά. Χρόνια τώρα γίνονται χωρίς αποτέλεσμα συζητήσεις για τη χρησιμότητα του θεσμού, αλλά και για την ανάγκη αλλαγής του συστήματος εισαγωγής. Αντί αυτών τη φετινή σχολική χρονιά παρατηρούμε το Υπουργείο Παιδείας να αντιμετωπίζει με σκληρότητα τους ευάλωτους και ανυπεράσπιστους εξαιτίας των συνθηκών που βίωσαν νέους μας. Αναπόδραστα και τα ερωτήματα: Τελικά δεν μας ενδιαφέρει η ψυχική υγεία των παιδιών που κινδυνεύει να διαταραχθεί από αυτή τη διαδικασία; Τι πολυτιμότερο έχομε από αυτήν; Μέχρι πότε επίσης θα διαιωνίζονται οι κοινωνικές ανισότητες στην Εκπαίδευση; Γιατί κάποιοι που έχουν χρήματα βγαίνουν ατσαλάκωτοι από αυτό το σύστημα οδεύοντας προς τα κολλέγια; Πόσοι νέοι μας που πραγματικά αξίζουν νιώθουν την προσωπικότητα τους να τσαλακώνεται σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο της ζωής τους;
Είναι επίσης λάθος η εκπαιδευτική επιτυχία με βάση την κοινωνική νοοτροπία να ταυτίζεται με την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που θεωρείται αυτοσκοπός από τους γονείς και τους μαθητές.
Καιρός επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι η διαδικασία αυτή είναι υπερτιμημένη, αν σκεφτούμε πόσοι πέτυχαν στη ζωή τους, αν και «απέτυχαν» στις Πανελλήνιες. Αν σκεφτούμε πόσες πραγματικές και αληθινές δυσκολίες θα αντιμετωπίσουν οι νέοι αυτοί στη συνέχεια για τις οποίες πρέπει να είναι θωρακισμένοι με ψυχική ανθεκτικότητα και ελπίδα ότι μπορούν να κατακτήσουν τον κόσμο, όπως ταιριάζει στα νιάτα τους.
*Η Μαρία Μαράκη, είναι φιλόλογος, πρώην λυκειάρχης, ΜΔΕ στην Εκπαίδευση Ενηλίκων*