17 Ιουνίου 1771
Ημέρα μνήμης για όλους τους Κρήτες, για όλους τους Έλληνες. Είναι η μέρα που οι Οθωμανοί κρέμασαν στο Χάνδακα τον Πρώτο Επαναστάτη, τον πρώτο Εθνομάρτυρα, τον Ιωάννη Ανδρέου Βλάχο ή Ανδρουλουδάκη, τον Δασκαλογιάννη όπως έμεινε γνωστός στην ιστορία. Αυτόν που ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς αποκάλεσε «κορυφή της Κρητικής θυσίας».
Πολλά τα αφιερώματα στον πρώτο των πρώτων, τον ήρωα Δασκαλογιάννη από το αρχοντοχώρι της Ανώπολης Σφακίων. Εγώ σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω για έναν άλλο, ξεχασμένο ήρωα, συνοδοιπόρο του Δασκαλογιάννη και στενό συγγενή του. Τον Μιχελιδόπαπα! Τον παπά που η υστεροφημία του έχει ονοματίσει μια οδό του Ηρακλείου και που κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι αυτός ο ιερέας / αγωνιστής.
Ο παπά-Μιχελής ή Μιχελιουδόπαπας καταγόταν από την οικογένεια των Παπαμιχελάκηδων και το 1769, όταν οργανώθηκε η επανάσταση του Δασκαλογιάννη ήταν εφημέριος στην εκκλησιά του Άη Γιάννη, ένα μικρό χωριουδάκι απάτητο στα Σφακιά, που είχε πάρει το όνομα του από την εκκλησιά του. Τον Άη Γιάννη. Το λένε και Θιβέτ των Σφακίων και βρίσκεται 5 χιλιόμετρα μετά την Αράδαινα μέσα σε ένα πανέμορφο πευκοδάσος με θέα στο Νότιο Κρητικό πέλαγος και ως τις ακτές της Βόρειου Αφρικανικής Ηπείρου.
Ο Μιχελιουδόπαπας ήταν γυναικάδελφος, μπιστικός φίλος, σύντεκνος, συνομήλικος και συναγωνιστής του Δασκαλογιάννη κι από τους πρώτους που ασπάστηκε τις ιδέες του για λευτεριά και πως “θα πάει την σημαία των Σφακιών ίσαμε τω Χανιώ την Πόρτα”. Ήταν τα τρία συν του Δάσκαλου Γιαννιού όπως χαρακτηριστικά λέει η παράδοση της οικογένειας.
Είχε νυμφευτεί την μεγαλύτερη θυγατέρα του Ανδρέα Βλάχου ή Ανδρουλουδάκη, και αδελφή του Δασκαλογιάννη την Χρυσάνθη, Ανθή ή Χρυσή όπως την έλεγαν στα Σφακιά την πρεσβυτέρα του Μιχελιδόπαπα.
Μα σαν τον μεγάλο εθνομάρτυρα Δασκαλογιάννη μαρτύρησε κι εκείνος γδαρμένος και με φρικτά βασανιστήρια από τους άνομους Οθωμανούς όταν τον συνέλαβαν με μπαμπεσιά μαζί με άλλους Σφακιανούς άρχοντες και προεστούς και τον έκλεισαν στα μπουντρούμια του Μεγάλου Κάστρου, στον Κουλέ, του σημερινού Ηρακλείου.
80 περίπου προεστοί και ιερείς των Σφακίων συνελήφθησαν μαζί με αυτόν, για ανταρσία και προδοσία κατά του Σουλτάνου και φυλακίστηκαν. Κι όταν έμαθαν πως τον Δάσκαλο Γιαννιό τον χάλασαν οι άτιμοι αλλόθρησκοι, αποφάσισαν να δραπετεύσουν. Ήταν το 1771, τρείς μήνες μετά τον θάνατο του Δασκαλογιάννη όταν στην φυλακή έφτασε το χαμπέρι και το αποφάσισαν!
Μερόνυχτα σπούσαν κομμάτι-κομμάτι τα τείχη της φυλακής κι όταν κατάφεραν να το σκάσουν άλλοι έπεφταν και τσακίζονταν στα βράχια πίσω από τον Κουλέ. Ένας από αυτούς τους δύσμοιρους ήταν κι ο Μιχελιουδόπαπας ο οποίος κατά την πτώση έσπασε και τα δυο του ποδάρια κι έτσι συνελήφθη.
Λέγει το τραγούδι του Παντζελιού:
Όσοι κι αν είσθε Χρισθιανοί και βλέπετε τον Ήλιο
κλάψετε τον Πρωτόπαπα π’ απόθανε ‘ς τον σπήλιο
κλαίτε και τσ’ άλλους Σφακιανούς π’ απόμειναν ‘ς τσοι δρόμους
απού τα χάλια, που ‘χασι ‘ς τα σίντερα, τσοί βρώμους,
και το Μιχελιουδόπαπα πού ‘ς τή φυλακή εκουτσάθη,
κ’ απόμεινεν εις τον Κουλέ, κ’ ετέλειωσεν ‘ς τα πάθη.
Ένας άνδρας θεριό, ψηλός, εύσωμος, καλοαναθρεμένος, ίσαμε 120 κιλά ζύγιζε, όπως οι περισσότεροι απ’ τη ράτσα των Μιχελάκηδων του Άη Γιάννη… Έπεσε από το κάστρο στα βράχια και τσακίστηκε… Το βάρος του δεν άντεξε κι έσπασε τα πόδια του. Δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους συντρόφους του. “Φευγάτε κι αφήστε με ‘μένα, τρέξτε να σωθείτε!..” τους είπε..
Τον συνέλαβαν οι δεσμώτες του και τον έσυραν στα κάτεργα. Τούφες τις τρίχες, του ξερίζωσαν τα γένια και τα μαλλιά, τον τραβούσαν βασανιστικά και τον έσουραν στους κακοτράχαλους δρόμους του μεγάλου Κάστρου ίσαμε τους ‘’Επτά Μπαλτάδες’’, με τα σπασμένα πόδια να κρέμονται και τους αφόρητους πόνους. Η συνοικία «Επτά Μπαλτάδες» ήταν παλαιότερα τείχη με επτά ορτάδες, επτά φυλάκια όπου έδρευαν τρομεροί γενίτσαροι που εντάσσονταν από μικροί με τη βία από τους Τούρκους στα τάγματα αυτά και λέγονταν Ορτάκηδες.
Τους χρησιμοποιούσε η εξουσία για να επιβληθεί στους Κρητικούς. Ο τίτλος του ορτάκη απάλλασσε από κάθε τιμωρία. Ακόμη και ο Πασάς δεν μπορούσε να εναντιωθεί στη δύναμη τους. Τα σημάδια των επτά «ορτάδων» ή ταγμάτων που εξολοθρεύτηκαν στη διάρκεια του Κρητικού πολέμου σε μία από τις εφόδους των Τούρκων ήταν στη συνοικία αυτή, με το όνομα από τα μαχαίρια που έσφαζαν αθώους πολίτες και ονομάζονταν Μπαλτάδες.
Εκεί λοιπόν τον κρέμασαν τον Μιχελιδόπαπα αφού πρώτα τον βασάνισαν, με όλη την αγριότητα, με όλη την επισημότητα που αρμόζει σε έναν συγγενή του Δασκαλογιάννη. Γιατί είχε τον ίδιο μαρτυρικό θάνατο, που έκανε τους μουσουλμάνους να τον κλάψουν κι εκείνον…
Κι έπειτα, εκεί στο Χάνδακα, κοντά στην πλατεία Δασκαλογιάννη, θα δοθεί το όνομα του σε έναν δρόμο. “ΟΔΟΣ ΜΙΧΕΛΙΔΟΠΑΠΑ” Κοντά στην περιοχή Επτά Μπαλτάδες. Για να θυμίζει στους περαστικούς ανά τους αιώνες, τη θυσία κι αυτού του αγωνιστή της λευτεριάς της αιματοβαμένης Κρήτης μας!
Κι ας μην το γνωρίζουν οι Ηρακλείωτες που περνούν καθημερινά απ’ αυτό το σοκάκι…
«Η λευτεριά είναι ένα δεντρό που ποτίζεται με αίμα…» λέει ο απλός λαός μας…
Άφησε πίσω του τρεις γιους και μια θυγατέρα. Η οικογένεια του επέζησε… και συνέχισε τον αγώνα για την λευτεριά της Κρήτης! Οι γιοι του μετονομάστηκαν σε Σφακιανάκια λόγω της καταγωγής τους όταν μετοίκησαν στο Βραχάσι Μεραμπέλλου και η γενιά του έβγαλε μεγάλους αγωνιστές όμοιους του ήρωα Μιχελιδόπαπα!
Η λαϊκή μούσα τραγούδησε τον Μιχελιουδόπαπα:
Ωδή στο Μιχελιδόπαπα
Λένε πολλοί την λεβεντιά δεν την γεννά η ράτσα
κι ο καθαείς μας την κρατά με τα δικά του μπράτσα
μα έχουνε εξαίρεση οι νόμοι κι οι κανόνες
κι αυτό ποτέ δεν άλλαξε στα χρόνια και στσ’ αιώνες.
Στων γενιτσάρων τον καιρό, στσι περασμένους χρόνους,
τότες που εβαστήξανε οι Σφακιανοί στσι ώμους
του σηκωμού τα βάρητα, κι ούλοι μιτσοί μεγάλοι
ματώσανε στση λευτεριάς το μετερίζι πάλι…
Εις τον Άι Γιάννη τω Σφακιώ, αναμεσώς στσι άλλες
μια φάρα ήτο ξακουστή απ’ τσι καλά μεγάλες.
Γενιά καλόσειροι, τρανοί, οι Παπαμιχελάκοι
είχαν φουσάτο αρματωσιά, δικό ντως μπαϊράκι.
Απ’ το Μιχελιουδόπαπα ανέτειλε το Άστρο,
που τον εβάλαν φυλακή μέσ’ το Μεγάλο Κάστρο
μ’ άλλους ογδόντα προεστούς, προύχοντες και παπάδες
στα σίδερα τσι ρίξανε οι γιανιτσαραγάδες.
Από κοπέλι εμίσησε το Τούρκικο μιλιέτι
τσι ‘βλεπε και φουρφούριζε η καρδιά του μέσ’ το μπέτη
στα πλείσα ντως τα βάσανα συργούλιο είχε στη χέρα
τον Άγιο ντου Αϊστράτηγο και μια σκουρομαχαίρα.
Τούρκους και διαολόπιστους, όσους ο νους σου βάνει,
ούλους θαρρώ τσι πέρασε στου τουφεκιού την κάνη.
Ετούτος ο ‘’σεϊτάν παπάς’’, ο μαυροκουκλωμένος
από κοπέλι στ’ άρματα ήταν αρμηνεμένος.
Φίλος και γυναικάδελφος με το Δασκαλογιάννη,
κι η χέρα ντου η δεξιά, σ’ ό,τι ’θελε να κάνει.
κεροδοσιά ’χε το σπαθί, ‘βαγγέλιο το μαχαίρι,
κι εμίλιε, κι επολέμανε, σ’ εκειόνα το σεφέρι.
Τρεις μήνες τσ’ είχεν ο Πασάς στα κάτεργα βαρμένους
ετσά εθάρριε πως νικά κιανείς τσ’ ανδρειωμένους
και είχανε τ’ αμέντε ντως ούλους να τσι χαλάσουν
ένας μη μείνει αζωντανός μη τύχει κι’ αποδράσουν
Μα τσ’ ανεμίζοντο κι αυτοί, πως δε τσι κάναν χάζι,
γιατί ‘τρωε τα σκώθια ντως άλλο πρικύ μαράζι,
ο Θιός απού ’ναι στα ψηλά, κι ούλα, τα πάντα ορίζει
εκειός εκάτεχε καλά γιάιντα η καρδιά ραΐζει.
Δεν άργησε στη φυλακή να φτάσει το μαντάτο
το Δάσκαλο εκρεμάσανε στο Μεϊντάνι κάτω.
Μαργώσανε οι προεστοί στου Κάστρου τα καστέλια
μοιργιολογούνται, δέρνουνται, κλαίν’ τον και τα κερκέλια:
«Χριστέ να σπούσαν οι φλακές να σκόρπιζεν το χώμα
Να εγερθούμε οι άζουδοι απ’ το ανήλιο στρώμα…
Άχι και να τσ’ αντάμωνα τσι Σφακιανές μαδάρες
πριχού συντάχαλο βρεθώ στου ν’ Άδη τσι αμπάρες!»
Κι απής ο παπα-Μιχελής σύρνει φωνή μεγάλη
που ‘τον λιοντάρι στην καρδιά και γνωστικό κεφάλι:
«Σταθείτε! Δεν του πρέπουνε του Βλάχου μοιρολόγια
Μόνο τραγούδια τσ’ αρχοντιάς, της αντρειοσύνης ξόδια…
»κι αν κουρφευτούν, γη σκοτωθούν οι ήρωες εντάμα
στεφάνια μόνο δάφνινα τους πρέπουν κι όχι κλάμα.
Καλιά ‘ναι ωρέ στη μαύρη γης αζωντανοί να μπούμε
παρά ραγιάδες του πασά και σκλάβοι εδά να ζούμε!
Ώστε να στέκουν τα βουνά η Κρήτη δα γροικάται
κ’ η μάχη για τη λευτεριά, χάσιμο δε λογάται,
κι αν ήφταξαν τα ξέτελα, κι ήρθενε μαύρη ημέρα
γδυμνή δα την ε πιάσωμε στη χέρα τη μαχαίρα.»
Και ξάνοιξε ανατολικά και το σταυρό ντου κάνει:
«..Φτερουγιαστέ μου λογισμέ, βόηθα μας Άι Γιάννη,
γιατί οι πασάδες το ’χουνε αμέτη – μουχαμέτη
να κάνουνε την Κρήτη μας, δικό ντως βιλαέτι..
Η φλόγα του αντάρτικου στο αίμα ρέει τση Κρήτης
ως ν’ αποσώσει η θάλασσα κι ο γέρο Ψηλορείτης
Για δε τση πρέπει η συβασιά, να κάνει καερέτι
να ‘ναι ζεμένη στο ζυγό, ‘πό ’να κακό Ντοβλέτι..».
Κι απόφαση το πήρανε οι Σφακιανοί αμάδι,
να σπούν χωστά τση φυλακής τα τείχη κάθε βράδυ,
απ’ τα κελιά να δώσουνε, για να ξεμιστευτούνε
γη ‘λεύτεροι να ζήσουνε, γη να ξεκληριστούνε.
Ετσά το ‘κάμαν και ταχιά τη φυλακή γκρεμίζουν
κι απ’ του Κουλέ τα ριζιμιά αρχίζου(ν) να πορίζουν
Δεν λογαριάζει ο άθρωπος πράμα όντε ποθαίνει
κι όλη η αλήθεια τση ζωής στα χείλη ντου σωπαίνει…
Ντελόγο όσοι γλυτώσανε, ούλοι ξ’αμπαρωθήκαν
μα το Μιχελιουδόπαπα εκειά τον ε αφήκαν,
γιατί βαρύς κι αμάλαχτος κι ολοξετρουμισμένος
στα βράχια ετσακίστηκε κι απόμεινε ο καημένος.
Όσο κι αν αντιστάθηκε, ήταν των αδυνάτω
δυο τρεις του σφεντουρίξανε κι ήρθαν τα πάνω – κάτω
εις το ορντού που εγίνηκε, με λύσσα πέσαν χίλιοι
κι εβγάλανε ντου το Σταυρό και τ’ Άγιο Πετραχήλι
«Δε προσκυνώ μωρέ σκυλιά, μα εδά θα πολεμήσω»
τως ήλεγε, «..εγώ την Τουρκιά δα την ε διαγουμίσω,
σταλαμαθιά – σταλαμαθιά το αίμα μου, να τρέξει
δε μετανιώνω δίμουροι, δεν έχω άλλη λέξη!!
Το αίμα και τα δάκρυα απού ‘χουμε χυμένα
θα γίνουν θάλασσα πλατιά να πνίξουν ένα – ένα
και θα ‘ρθει μέρα που κιανείς γιανίτσαρος στην πλάση
δε θα μπορεί δεντρό να ‘βρει μουδέ να ξαποστάσει!»
Τόπο που ελέγαν οι παλιοί ‘’εις τους Εφτά Μπαλτάδες’’,
εκειά τον εκρεμάσανε σύναυγα οι μπουρμάδες
μα πρώτα τον ξεσύρανε σα να ‘τονε σφαχτάρι
στσι πέτρες και στα χάρχαλα για τ’ Αρχηγού τη χάρη…
Ήτονε βλέπεις του Γιαννιού του Δάσκαλου συγγένεια
γι’ αυτό του ξεπατώσανε τούφες μαλλιά και γένια
και το κορμάκι του παπά, ορθά το πετσοκόψαν
λουρίδες βγάζαν τα πετσιά και τω σκυλιώ τα δώσαν
Στην τελευταία ντως σπαθιά, ζερβά – δεξά τσι ώμους,
ήπεσε κι ελιγώθηκε, κι ήπερνε χίλιους πόνους,
γλάκι το γλάκι η σκέψη ντου, γλέντια και ραβαΐσια,
και ο στεναγμός του ήκαψε δεντρά και κυπαρίσσια.
Ετσά λοής του το ’γραφε πως τέλειωσεν τη ζήση,
ντρέτα ο Μιχελιδόπαπας, ν’ αδικοθανατίσει
Για τση πατρίδας την τιμή και την υπόληψιν ντου
χαρώ τονε το σταυραητό που δίνει τη ζωή ντου.
Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογάται
στέκει φρουρός αθάνατος και αιώνια αφρουγκάται
αναστοράται τη φωθιά τση μάχης την αντάρα
κι αρματωμένος ρίχνεται μέσα στην κατσιφάρα.
Δάκρυα δεν αρμόζουνε στον άντρα που τ’ αξίζει
στο χώμα μέσα κι αν θα ‘μπεί τη γης θα τη στολίζει
Ετσά κι ο παπα-Μιχελής στον κόσμο δίχως άλλο
άφησε αποτύπωμα τση νιότης του το ζάλο!
Οι υπόλοιποι εμισέψανε, τον βρήκανε τον τρόπο
ντελόγο ετραβήξανε στση Γέργερης τον τόπο
στου Βαγιανού ξωμείνανε κι ύστερις στο Κουδούνι
κι εχώστηκαν στο σπήλαιο του χρισθιανο-Κουρμούλη.
Εκειά ‘το κι ο Πρωτόπαπας που απόθανε στον σπήλιο
γεράκι στση Ανώπολης το ώριο το βασίλειο
Που το σεντάτι του ποτές δε’ εκούστηκε ως τα τώρα
κι ας ήτο ο πρώτος τω Σφακιώ Δέσποτας μεσ’ τη Χώρα.
Τα σύμβολα τση λευτεριάς, τα λάβαρα στσ’ αγώνες
οι Κρητικοί τα πλέρωσαν με αίμα στους αιώνες.
Αχ! το παντέρμο μας νησί με δάκρυα και πόνους
επότισε το κι ο σεβντάς, αγιάερτος στσι χρόνους.
Δασκαλογιάννη τω Σφακιώ και Παπαμιχελάκη
Μαζί τ’ αναντρανίσατε τση Κρήτης το σαντζάκι.
Μπουνατογιάννη, Κούτσουπα και Αντρουλιό Μωράκη
Μανούσακα και Βουρδουμπά, και Πατερογιωργάκη,
Γιωργακομάρκο, Δαίμονοι, Σκορδύληδες μεγάλοι
Χούρδηδες και Δασκαλιανοί, Βολουδιανοί κι γι’ άλλοι
Αυτοί ‘ναι οι γιάντρες των Σφακιών οι αναγυρισμένοι
ξαθέρι του παλιού καιρού, λιάπηδες παινεμένοι
Με μάνιτα πολέμησαν τ’ αγάδικα φουσάτα
στα στοιχειωμένα σόπατα, στσι κούρτες, στα μιτάτα
στσι τόπους που τα νιάτα τους εκάμανε λημέρι
μπροσκάδα όντε εστένανε στο τούρκικο τ’ ασκέρι
Δα κάμω προσκλητήριο όλοι να μαζωχτούνε
να διαρμενίσουν τσι κορφές στα διάσελα να βγούνε
των αντρειωμένων τ’ άρματα να γλυκοκελαϊδήσουν
και μεσ’ τα λυχνανάμματα ραέτι να σκορπίσουν
το αίμα που χαλάλισαν να πνίξουν το ντουγάνι,
το μπουνταλά που εθάρριε πως σκλάβους θε να κάνει
τσι κουζουλούς τσι Σφακιανούς, τσ’ αετομαδαρίτες
που πολεμούσαν σαν θεριά, σαν τσι παλιούς Ακρίτες!
Θεέ μου κι αν είναι μπορετό στη χάρη Σου λιβάνι
να κάψω για το Δέσποτα, για το Δασκαλογιάννη,
για τσι ψυχές που πότισαν το χώμα μας μ’ ελπίδα
κι εγλέντιζαν το Χάροντα για τη γλυκιά πατρίδα….
Κρητικό λεξικό:
μετερίζι= προφυλαγμένη θέση μάχης, ιδίως ατομική
καλόσειροι= μεγάλες και γνωστές οικογένειες των Σφακίων, αρχοντοοικογένειες
φουσάτο= έπαρση εγωισμός ή και ασκέρι
μπαϊράκι= σημαία
προεστοί / προύχοντες= πολιτικοί / τοπικοί άρχοντες
μιλιέτι= σύνολο θρησκείας (Ισλάμ)
φουρφούριζε= πετάριζε, φτεροκοπούσε
μπέτης= στήθος
συργούλιο= παρηγοριά
Αϊστράτηγος= Αρχάγγελος Μιχαήλ
σκουρομαχαίρα= μαχαίρι τύπου σαΐτας, φτιαγμένη για αγκέμαχο αγώνα, μάχη σώμα με σώμα.
σεϊτάν= δαίμονας,διάβολος
μαυροκουκλωμένος= μαυροφορεμένος
σεφέρι= μια περίοδος/εποχή ή στράτευμα
αρμηνεμένος-(ο/αρμηνιά)= συμβουλή
κεροδοσιά= είδος φόρου σε κερί που κατέβαλε μια μονή, τάματα
εθάρριε-(Θαρρώ)= πιστεύω, νομίζω
τ’ αμέντε= έχω υπόψιν, βάζω στο νου μου
ανεμίζοντο-ονται= οσμίζονται υποψιάζονται
κάνω χάζι= το απολαμβάνω, με ευχαριστεί να βλέπω κάτι/κάποιον
σκώθια= συκώτια
πρικύ= πικρό
εκάτεχε-(κατέχω)= γνωρίζω
Μεϊντάνι= πλατεία, αλάνα, υπαίθρια ανοιχτή έκταση σε κατοικημένη περιοχή ή κοντά σε αυτή.
Μαργώσανε-(μαργώνω)= ξεπαγιάζω, μουδιάζω από το κρύο
Καστέλια-ι= πύργος στα τείχη του κάστρου
Κερκέλια-ι= κρίκος στο πόμολο της πόρτας, κρίκοι που δέναν τους κατάδικους με τις αλυσίδες
άζουδοι= άμοιροι, άτυχοι
μαδάρες= τα ψηλά αποψιλωμένα όρη, τα θερινά βοσκοτόπια των κρητικών βουνών (ιδιαίτερα των Λευκών Ορέων)
πριχού= πρωτού
συντάχαλο= θόρυβος, ταραχή, θορυβώδης αναστάτωση
αμπάρες= ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός, χοντρός σύρτης που τοποθετείται εγκάρσια στο εσωτερικό της εξώπορτας ή αυλόπορτας
ξόδια-ον= η εξώδιος ακολουθία, η κηδεία
κουρφευτούν- φευω= λεηλατώ
εντάμα-(εν τω άμα)= πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή/παρομοιώδης φράση: «εν τω άμα» και «έν τω άμα και το θάμα»
γροικάται-γροικώ= ακούω, καταλαβαίνω
λογάται= λογαριάζεται
ξέτελα= τέλειωμα, έκβαση μιας υπόθεσης
ξάνοιξε-ξανοίγω= κοιτώ, θωρρώ
αμέτη – μουχαμέτη= οπωσδήποτε, πεισματικά, ντε και καλά,
βιλαέτι= επαρχία, διοικητική ενότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
συβασιά= συμβιβασμός, συμφωνία, συμφιλίωση
καερέτι= καρτερία, θάρρος, βοήθεια
Ντοβλέτι= η Οθωμανική κυβέρνηση, το κράτος, η κρατική εξουσία
χωστά= στα κρυφά
ξεμιστευτούνε- ξεμιστεύομαι= ελευθερώνομαι, σώζομαι, λυτρώνομαι, απαλλάσσομαι
ριζιμιά= ριζωμένα στη γη, ακλόνητα
πορίζουν -ίζω= ανοίγω δρόμο, διαβαίνω
ντελόγο= αμέσως, επιτόπου
αμάλαχτος= ανέγγιχτος, άθικτος, ανέπαφος, απείραχτος, αγνός, καθάριος
ολοξετρουμισμένος= κατατρομαριασμένος, πανικόβλητος
σφεντουρίξανε-ίζω= πετώ μακρυά, τον κοπανάω
ορντού= επίθεση, αγέλη, πλήθος, ορδή
διαγουμίσω-ίζω= λεηλατώ, αρπάζω
δίμουροι= διπρόσωποι
γιανίτσαρος= γενίτσαρος
μουδέ= μείτε, ούτε
σύναυγα= αχάραγα, αξημέρωτα
μπουρμάδες-άς= ο άξεστος, ο εξωμότης ο αλαξοπιστήσας
χάρχαλα= κακοτράχαλα
το γλάκι= το τρέξιμο
ραβαΐσια= γλέντια, ξεφαντώματα
Ετσά λοής= με αυτό τον τρόπο
ντρέτα= ίσια
αναστοράται= θυμάται, φέρνει στο μυαλό
αντάρα= θολούρα, σκοτείνιασμα που προμηνύει καταιγίδα
κατσιφάρα= ομίχλη, καταχνιά
ζάλο= βήμα
εμισέψανε-μισεύγω= αναχωρώ, απομακρύνομαι από κάπου
εχώστηκαν= εκρύφτηκαν
ώριο-ς= πανέμορφος, ωραίος
το σεντάτι= ο απόηχος
αγιάερτος= αγύριστος
αναντρανίσατε-ίζω= σηκώνω, εξυψώνω
σαντζάκι= αυτόνομο μπεηλίκι υπό την ηγεσία μπέηδων, διοικητική Οθωμανική διοίκηση, επαρχία
αναγυρισμένοι= δεν γύρισαν ποτέ
ξαθέρι= η αφρόκρεμα, ό,τι πιο εκλεκτό, το άριστον
λιάπηδες= τρομεροί ζωοκλέφτες που έδειχναν εξαιρετική ανδρεία στον πόλεμο
μάνιτα= μανία, θυμός, οργή
φουσάτο= στρατειά, ασκέρι
σόπατα= επίπεδες επιφάνειες εδάφους
κούρτες= σπήλαια που χρησιμοποιούσαν οι ποιμένες
μιτάτα= ποιμενικά χειμαδιά / καταλύματα
μπροσκάδα= ενέδρα
ασκέρι= πολυμελής ομάδα ανθρώπων /στρατιωτών
διάσελο= ο αυχένας του βουνού
λυχνανάμματα= το σούρουπο που άναβαν οι λύχνοι σε κάθε σπίτι
ραέτι= φιλοδώρημα, κέρασμα
ντουγάνι= αμαθής και ξεροκέφαλος, άξεστος
μπουνταλάς= βλάκας, χαζός
κουζουλός= από την τουρκική λέξη “kuzu” που σημαίνει αρνί. Ο αγαθός τρελός, ο τροζός
*Η Ιωάννα Σφακιανάκη είναι Διαχειρίστρια της ομάδος “ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ”
Από πού είναι το τραγούδι; Είναι δημοσιευμένο; πού; Το να λέμε ότι οφείλεται στη λαϊκή μούσα δεν είναι αρκετό.
Το λεξιλόγιο σε αρκετά σημεία είναι προβληματικό. Από ποια πηγή έχουν αντληθεί οι σημασίες των λέξεων;
Σεβαστέ κ. , το λεξιλόγιο είναι από τα Λεξικά: ΚΡΗΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ Ιωάννου Κονδυλάκη- ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Βασίλη Ορφανού – ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ Μιχάλη Κασσωτάκη. Το τραγούδι είναι οικογενειακή παράδοση η οποία εμπλουτίστηκε στα κατοπινά χρόνια από μέλη της οικογένειας. Όσο για το προβληματικό λεξιλόγιον στο οποίο αναφέρεστε, είναι αυτό που χρησιμοποιείται στην ανατολική Κρήτη και εν γένει στο Λασίθι. Με εκτίμηση Ιωάννα Σφακιανάκη-Δημητριάδου.