Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

“Oδοιπορικό στο Σελινιώτικο γύρο τ’ Ομαλού”

“Αυτόν τον τόπο που πατείς,
άλλοι τον είχαν πρώτα,
κι εκείνοι μαραθήκανε,
σαν του Μαγιού τα χόρτα.”
Κρητική Μαντινάδα

Σαν πάρεις αριστερά το στρατί από τση Πέτρας το σελί (στο τριακοστό όγδοο χιλιόμετρο του επαρχιακού δρόμου: Χανίων – Σούγιας), και το περπατήσεις, ως τα Μοσκοχώραφα και τον βαθύσκιο, τα πρωινά, Πριναρέ, κι απού τ’ Αλωνάκι ως του Βέργερη το σπίτι, έχεις ακόμη λίγη στράτα για να σου βγορίσει, ως θα καμπίσεις στις Κεχρές, ο γέρικος ασφάνταμος, το γνώριμο δεντρό τ’ αϊ-Θόδωρου, στον πόρο του Σελινιώτικου γύρου τ’ Ομαλού!
Περπατείς από σιγά-σιγά και σιμώνεις στον άγιο. Φτάνεις στο μοναστήρι ν’ του. Ανοίγεις την πόρτα του και προσκυνάς. Βγαίνεις όξω, και ξανοίγεις τον Ομαλό, το θρυλικό τούτο οροπέδιο της Δυτ. Κρήτης! Κι απέναντι στην εκκλησιά πιο κάτω το Φυσικολαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο των Λευκών Ορέων, μια θαυμάσια προσπάθεια, όνειρο και έργο του αοιδ. Φωτισμένου Μητροπολίτη μας Ειρηναίου Γαλανάκη, που θαρρώ έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί…
Βρίσκεσαι στον χιλιοτραγουδισμένον Ομαλό, που το ηρωικό ριζίτικο τραγούδι τον θέλει απάτητο και αμόλευτο από εχθρού ποδάρι.
Τούτο το ριζίτικο τραγούδι, το πασίγνωστο τα τελευταία χρόνια, έρχεται στον κόμπο του λαιμού σου, σκοπός πανάρχαιος, άσμα αθάνατο και παίρνεις δύναμη απού τον μυρωδάτο καθάριο της Μαδάρας αέρα, ανοίγουν τα πνευμόνια σου, κι αρχίζεις:

“Ποτές θα κάμει ξεσταριά,
ποτέ θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου,
την όμορφη πατρώνα,
να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα των Μουσούρω,
να κάμω μάνες δίχως γυιούς,
γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν, δίχως μανάδες…”

Είσαι λοιπόν στον Ομαλό, στον τόπο που:

“…Αν είσαι μαραζάρης ξεπετάς,
κι αν εισ’ οκνός θεριεύεις,
κι αν ‘πεσαν συμφορές απάνω σου,
ξεφεγγαρίζει ο νους σου…”
κατά που ψάλλει στην “Οδύσσεια” του, ο μεγάλος Καζαντζάκης!

Είσαι στον Ομαλό και σε τριγυρίζουν άπου τ’ αρμιά κι απου τσι τσούνους, βιγλάτορες του τόπου, οι ηρωικές μορφές των γονιών και των προγόνων σου, η αθάνατη κι αιωνία Κρήτη!
Είσαι στον Ομαλό, που τώρα ήσυχος, ήρεμος κι εύφορος -καθώς ήταν πάντα- σου χαρίζει τα ευλογημένα της γης του γεννήματα και σε θρέφει!
Είσαι στον Ομαλό, που ‘χει φρουρούς ακοίμητους τον άγιο Θόδωρο, στον πόρο του Ρεβατσώ, τον Αγιο Παντελεήμονα, στον Λακκιώτικο γύρο και βαθειά και κατ’ απ’ το Ξυλόσκαλο, τον αϊ Νικόλα! Σ’ αυτούς οι παππούδες μας κι οι πολεμάρχοι μας, αγράμματοι, σοφοί, στηρίζανε τσ’ ολπίδες των, τον τόπο, τη ζωή των!
Στον κορμό του πανύψηλου δεντρού τ’ αγιού – Θοδώρου, έχει κάμει βαθειά χαραγή τση καμπάνας του ή γι’ άλυσσος! Χρόνια και χρόνια, αγόγγυστα, απ’ εκεί κρεμόταν κι εμηνούσε με την αργυρόηχη φωνή της, κάτω στον κάμπο και πάνω στο διάσελο, το κάλεσμα τ’ αγίου, για το σπερνό, κι από ταχιά, για τη λειτουργία του και το πλούσιο πανηγύρι! Κι εμονομέριζε τ’ ανθρωπομάνι στον πέργυρο και στην εκκλησιά μέσα, να λειτουργηθεί και να ευλογηθεί ο κόπος του απού τον Απανηχωρίτη παπά και πότες κι απός πότες, απου τον Δέσποτα τσ’ Επαρχίας μας.
Είμαστε λοιπόν – τούτη την ευλογημένη ώρα, σήμερα (8.6.1985), πιστοί στο κάλεσμα τ’ Αγίου και του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη μας, στον Ομαλό! Στο οροπέδιο που οριοθετείται ανάμεσα στις Επαρχίες: Σελίνου, Κυδωνίας και Σφακίων!
Στον τόπο που υπήρξεν το καταφύγιο των άμαχων και τ’ ορμητήριο των Επαναστατών, ανάμεσα στους αιώνες!
Στην Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770), οι Τούρκοι ανέβηκαν στον Ομαλό κι αποπειράθηκαν να κατεβούν από το Ξυλόσκαλο στα Σφακιά, τους ανάγκασαν όμως, ως είναι σ’ όλους μας γνωστό, οι Επαναστάτες, να υποχωρήσουν όσο πιο γρήγορα μπορέσουν, πριν αποδεκατιστούν!
Στην Επανάσταση του 1821-1830, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν ποτέ να πατήσουν εδώ πάνω το πόδι των!
Στην Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, του 1866-1869, ανέβηκαν προς στιγμής στον Ομαλό:

«…Τον Ομαλό εβάλθηκε, διατάσσει να κινήσει,
κι απού τα δυό ο στρατός, αιφνίδια να πατήσει.
Τον πόλεμο ο Ομαλός, αυτός είχε γεννήσει,
και Τούρκου πόδας βάρβαρος, δεν είχ’ εκεί πατήσει.
Πολλοί πασάδες προ πολλού, έβραζαν κι απειλούσαν,
να τον πατήσουν, σκέφτονται, πολλάκις ομιλούσαν…».
Θα γράψει στην “Κρητικοπούλα”, ο Χ’’Μιχάλης Γιάνναρης.

Μόλις όμως αντιληφθήκανε τα έξυπνα σχέδια των Επαναστατών οι Τούρκοι, πως σχεδιάζουν τον αποκλεισμό των, φύγανε το ταχύτερο και γυρίσανε στα χαμηλότερα ορμητήριά των. Το λέει και το τραγούδι:

«…οι Τούρκοι βλέπουν στον Ομαλό, να μείνουν κινδυνεύουν,
πριν ξημερώσει, βιαστικοί τρέχουν και μισεύγουν.
Οι Χριστιανοί στα πέριξι κάθονται και κοιτάζουν,
με λύσσα πέφτουν, πιάνουτζι και ζωντανούς τσι σφάζουν.
Από τον Άγιο Θόδωρο, άλλοι τσ’ αποζυγώνουν,
στα Ποροσέλια τρέχουνε και τσι περικυκλώνουν…».
(“Κρητικοπούλα”, σ. 136)

Τα δικά μας παλικάρια αναπνέανε και ζωογονούνταν ψηλά στις κορφές των γύρω βουνών, κι εκατεβαίνανε:

«…Απ’ εδώ Σελινιώτες, Λακκιώτες, απ’ εκεί στη φωτιά Σφακιανοί,
να βουήσει παντού μια φωνή, στις σπαθιές μας τις πρώτες…»
κατά τον “Κρητικό μας Ύμνο”, ορμητικότεροι παρά ποτέ, κατά του δυνάστη!

Γι’ αυτό αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε τόσο πολύ αυτός ο τόπος!
Γι’ αυτό στα γλέντια, ακούγεται αιώνες τώρα και πάντα, το ριζίτικο τραγούδι που περιπλέκει στο στίχο του, τον αθάνατο και πανέμορφο Ομαλό μας:
«…Που θέ να βγει στον Ομαλό, να ν’ αναγυρισμένος,
Λακκιώτη ας κάμει σύντεκνο και Σφακιανό κουμπάρο,
κι Αγιερηνιώτη αδερφοχτό, Πανηχωρίτη φίλο,
τότες να βγει στον Ομαλό, να ν’ αναγυρισμένος!».
Και στου Γιανναρονικόλα, το παλαιό τραγούδι, που τον σκότωσαν οι Αρχοντομουσούροι, στα Βδελλά, νότια των Λάκκων, αρχές του δέκατου ένατου αιώνα κατά τον ιστορικό Ψιλλάκη (τομ. Γ’, σ. 264), θα συναντήσουμε τούτον τον τόπο, στον στίχο του:
«…Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσα ‘στε των αρμάτω,
πιάστε τα και γλακήσετε στον Ομαλό να πάμε,
κι έκαμαν πάλι φονικό οι γι’ αρχοτνομουσούροι,
το Γιάνναρη σκοτώσανε, τον νιό τον παινεμένο!…».
«…Δεν πάει μπλιό στον Ομαλό, στα ρημοκούραδά ντου,
να βρει τσι συζευτάδες του, να ιδεί και τσι βοσκούς του,
να τωνε δείξει χειμαδιά και τόπους ίδικούς του…».
Αλλά και στο Ιστορικά τραγούδια, πρέπει να σταματήσουμε, έστω και για λίγο.
Από την πρώτη κι όλας στιγμή, διαπιστώσή μας, πως σε κάθε σχεδόν λαϊκό δημιούργημα της ομάδας αυτής, περιπλέκεται ο Ομαλός, στους στίχους των. Έτσι:
Στο τραγούδι του Γιώργιακα τ’ Αντώνη του Αγιερηνιώτη άντρα, με το ηράκλειο ανάστημα, που επειδή δεν έστειλε τσ’ αδερφές του στου Βέργερη το γλέντι, έλαβε από τον τελευταίο, συμβολικό γράμμα, μια σφαίρα, διαταγή, κι ας κάμει, ό,τι θέλει…
Μα κι ο Γιώργιακας (Κριάρη: Ιστορία, τομ. Β’, σ. 161) του στέλνει άφοβα, δυο σφαίρες! Και ξέρομε από την Ιστορία πως: Ο Γιώργιακας, σκοτώνει τον Μεχμέτ, στα Νερατζόπορα τ’ Ομαλού.
«…Στον Ομαλό επήγαινε στο ρημοκούραδό του…»
«…Πάνω στα Νερατζόπορτα τούχουνε τη μπροσκάδα
μια μπαλωτιά του ρίξανε κι έκοψε την καρδιά του…».
(παπγρ. 206)
Αργότερα, οι λοιποί Βεργέρηδες τον εφόνευσαν, ύστερ’ από ασφυκτικό κλοιό, καθώς γύριζε από τον Ομαλό, στην Αγία Ειρήνη:
«…Οι Βέργεροι εφτάξανε το Γιώργακα στο πλάι,
γύρω τον εκυκλώσανε, δεν είχε μπλιό κολάι
εβάστα κι αντροπάλευε ένας, με δέκα σκύλους…».
(Κριάρη, σ. 50).
Στο επίσης πασίγνωστο τραγούδι του Θοδωρομανώλη, απού τ’ Απανηχώρι, που σκότωσε στα 1818, τον άλλο αδελφό του Μεχμέτ Βέργερη, για τον ίδιο λόγο, που κι ο Γιώργιακας σκότωσε δηλ. για την τιμή και την υπόληψη του σπιτιού του, για την τιμή της Κρήτης (δες σχ. Κριάρη, Ιστορία, τομ. Β’, σ. 162 – 163), συναντούμε σαν χώρο δράσης, επίσης τον Ομαλό. Λέει το τραγούδι:
«…Εβγαλ’ όλο το Σέλινο, άντρες και παληκάρια,
που στσι πολέμους ήτανε θηρία και λιοντάρια,
Λάκκος Ζωγράφος τσι βγαλε, ούλους τσ’ αντρειωμένους
και στσι πολέμους τσ’ είδαμε τσι αξιοπαινεμένους…».
Πολέμους και επαναστάσεις, που συχνά είχαν ορμητήριο τούτον τον τόπο, τον Ομαλό, τον απροσκύνητο κι ανυπόταχτο αιώνια!
Σ’ ενός άλλου πολέμαρχου, που απ’ αυτήν εδώ τη θέση, μας βγορίζει το κάστρο, κι η αιώνια κατοικία του, Χ’’Μιχάλη Γιάνναρη, την “Κρητικοπούλα”, έργο ποιητικό του, θα σεργιανίσουμε για λίγο. Όλες οι σελίδες, ύμνος της Κρητικής Ιστορίας, κι οι στίχοι της, αποσταγμα πατριωτισμού, με συχνά πυκνά, στον κόρφο τους την όμορφη λέξη: Ομαλός! Σαν τούτους:
«…Καθίζουν γράφουν γράμματα τα μπέμπουν των μεγάλω,
στον Ομαλό να συναχτούν μια μέρα δίχως άλλο.
Σ’ ένα λιβάδι στρογγυλό, μακρύ, πλατύ, μεγάλο
βουνά το τριγυρίζουνε και μοιάζει το ‘να τ’ άλλο.
Τον τριγυρίζουν τον Μαλόν, οι πέντε Επαρχίες,
το μέρος το Χανιώτικο, που κάνουν τσ’ ανταρσίες…».
(σ. 40)
«…Ηρθαν εκεί μια Κυριακή, μια εορτή, μια σκόλη,
οι πρώτοι των Επαρχιών και ορκιστήκαν όλοι…».
(σ. 41)
«…Μπέμπουσι προσκλητήρια σ’ ούλας τας επαρχίας,
κι οι αρχηγοί των στ’ Ομαλόν κάνουσιν ομιλίας…».
(σ. 106)
*****
Στα τελευταία χρόνια τα δίσεκτα, τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, τούτος ο αγιασμένος τόπος φιλοξένησε την Αντίσταση σύσσωμου του Λαού μας, κατά του Γερμανού, κι ας ήταν δίπλα του, στον αϊ – Παντελεήμονα, το στρατηγείο του εχθρού.
Όλοι μας, τα θυμούμασστε, τ’ αεροπλάνα που τους έφερναν ό,τι είχαν ανάγκη μεσημέρι, βράδυ και που κατέβαιναν και κάθιζαν εκεί πιο ‘δω απού του Δρακουλέ το μαγαζί, στο ύψωμα.
Όλοι μας, εδώ, πιστεύω, πρωτοείδαμε γερμανικά τρακτέρ, να οργώνουν τη γης μας, κι εκείνη η άμοιρη “η βιασμένη”, να γεννοβολά σίκαλες και στάρια, καλαμπόκια βαροφορτωμένα καρπό και πατάτες!
Όλοι μας, θυμούμαστε την ατσαλένια διμοιρία των “πεταλάδω”, που βάδιζε με το ανατριχιαστικό κοφτό βήμα, από τον άγιο Θόδωρο ως τον άγιο Παντελεήμονα, κι εσκόρπιζε φοβέρα κι εδραίωνε σκλαβιά, στον απροσκύνητο τούτο τόπο!
Και τα θυμούμαστε όλοι με πίκρα πολλή!
Κι όλοι μας -τέλος- θυμούμαστε, τσ’ άντρες μας, π’ απάνω στα ψηλώματα συγκεντρωμένοι, παρακολουθούσαν τον εχθρό, τον κατασκόπευαν, του κάνανε δολιοφθορές, τον χτυπούσαν και συχνά τον εξουδετέρωναν, ώσπου ήρθεν η ώρα του ξεβγαρμού των, από τον τόπο μας!
Όμως, ας σταματήσουμε εδώ τούτο το ατέλειωτο θέμα… κι ας ρίξομε μια ματιά σ’ ένα άλλο κεφάλαιο.
Στου Ομαλού μας, του χαρισματικού και παραμελημένου την παλιότερη και σύγχρονη ζωή.
Εδώ, που τα μικράτα τα δικά μας, ζήσαμε την ακμή του.
Τότε, π’ ανηφορίζαν οι φαμίλιες “όσων έχουνε Ομαλό”, από τ’ αϊ – Γιωργιού ως τ’ αϊ – Δημητριού, με τα σύνεργα και τα κοπέλια των, με τα ζωντανά και το χτήμα βαροφορτωμένο με το νοικοκυριό του. Κατάκοποι εφτάνανε κι ανοίγανε τούτα τα ζευγόσπιτα κι έδιναν ζωή και πνοή σε τούτα τα χώματα.
Οι βοσκοί είχαν ήδη ανεβεί απού πρωτύτερα, κι είχανε στέσει τα μιτάτα των, για το πλούσιο μαξούλι της χρονιάς.
Τα σταροσίκαλα ξεκόρφιζαν στον κάμπο, οι μαλίτικες πατάτες πρασινολογούσαν, το κυνήγι συμπλήρωνε το τσικάλι και το τραπέζι ύστερα!
Οι γι’ αβάρετοι, βρίστανε ροδίκιο και βλαστάκια, το θέρος, ασκολίμπρους, και βροβιούς χειμωνιάτικα. Τότες που σπέρνανε από νωρίς και βιαστικά τη γης, και φεύγανε να μην αποκλειστούνε εδώ από τα πρώτα κιόλας χιόνια!…
Δεν τα ξεχνώ τα νεροποτίσματα εδώ στα Ρεβατσά. Πηγαίναμε γή στο Κρομμυδιανό πηγάδι, γή στο Παπαδονικολιανό, κι όσοι μέναν όθεν τα Χάλαρα, απού των Πρωτοπαπάδω…
Τ’ απόβραδα, ήσαν χαρά Θεού και ψυχής αναγάλια. Τα καμπανέλια και τα μεσόλερα, μελωδία απόκοσμη, που ξεκινούσεν απού το λαιμό των αιγοπροβάτων και των προσταρότραων, που βοσκούσαν στα ψηλώματα, και κάτω στο λιβάδι, τα τραγούδια των βατράχων στα χείλια των πηγαδιώ και στσι Κολύμπους με τα δροσόβρουλα, συμπληρώνουν την ποιμενική συμφωνία!
Κι ένα φεγγάρι ιλαρό, π’ άπλωνε τη μελιχράδα του, σ’ όλου του κάμπου το άπλωμα, και διασκορπούσε τους ίσκιους του ριμάδαρου!…
…Σήμερα, που φτάνω ως τα Ρεβατσά, στα χαλάσματα του πατρικού σπιθιού μας, αναζητώ των Γιωργιάκω των Καλατζήδω, Καλαντζαντώνηδων, Κάτηδων των Φιώτηδων και των Πεντάρω τσι κούρτες και τα φιλόξενα μιτάτα, με τις μυζήθρες και τα τυρομαλάματα, τα γιαούρτια και τ’ αφρόγαλα, που θυμούμαι καλά πως τα πίναμε με ξύλινα κουτάλια απού τ’ άρμεγάρια, μικρά παιδιά, ενώ οι μεγάλοι μας έκαναν… χάζι!
Και σκέφτομαι, με πίκρα, τώρα:
– Που ‘ναι τ’ αντρολάσι απού τσι μπάντες μας, π’ αναζητώ;
– Που ‘ναι οι πόρτες κι οι γι’ αυλές οι φιλόξενες;…
– Εγίνηκεν αναδασμός, λέει στη γη μας, και κατέμε καθείς μαζωμένο το κομμάτι της γής του, μα ‘γω θωρώ τον Ομαλό άσπαρτο κι ακαλούργηστο, αφύτευτο και μόνο!
Εχτίσαμε νέα σπίτια, σύγχρονα, δεν λέω. Μα το φοβούμαι πως κι από τούτη την πλούσια γης, μας τράβηξεν η Πολιτεία με τα μάγια της και μας έριξεν λαχειοπώλες και σερβιτόρους, ενώ αφήκαμε τούτον τον ευλογημένο τόπο, να δασώσει και ν’ αποξενωθεί στην μοναξιά του!
Η Κουντούρα, στην άλλη άκρα του Σελίνου, ξαναμάζωξεν τον κόσμο της, και του χάρισε πλούτος απού το χώμα της.
Άραγες, ο Ομαλός μας, θ’ απομείνει στην εποχή μας, μόνο το πέρασμα του τουρίστα για το φαράγγι τη Σαμαριάς, όπως τραγικά διαπιστώνεται, γή θα ξανασκύψουμε, να μας φανερώσει το θησαυρό της, τούτη η πλούσια γης τ’ Ομαλού μας και να ξαναδώσουμε ζωή σ’ αυτόν τον τόπο, τον προσοδοφόρο, και τον όμορφο!… Όμως, εδώ τελειώνουμε.
Περιοριστήκαμε να θυμήσουμε και να θυμηθούμε, μ’ αυτές τις αδρές γραμμές, τούτα τα ιερά χώματα.
Να θυμήσουμε στα παιδιά μας πως:
“Σ’ αυτόν τον τόπο που παθιούν, όπου κι ανεν τον σκάψουν,
αίμα παληκαριών θα βρουν, κόκκαλα θα ξεθάψουν”.
και πως:
“Σ’ αυτόν τον τόπο που θωρείς, ανέβα πέτρα, πέτρα, σε κάθε πέτρα που πατάς, κι έναν αγώνα μέτρα”.
Και τότε μόνο θα νιώσουμε, τι σημαίνουν οι τοποθεσίες: “Μοσκοχώραφα”, “Ρεβατσά”, “Όξω Μαδάρα”, “Νερατζόπορτα”, κι άλλα αμέτρητα. Αγιερηνιώτικο φαράγγι, Μαύρη Κοιμητέ…
Τότες μόνο θα ξεδιανερίσουμε, σαν τους Σφακιανούς τσι Δροσουλίτες π’ ανηφορίζουν τη Μαδάρα, τους Μάρτυρες και τους Ήρωες αυτού του τόπου.
Θ’ αναντρανίζουμε τα μάθια μας, όθεν τ’ Αγιερηνιώτικο αρματολίκι και στου φυγού και θα θωρούμε τον Μαραγκογιάννη και τον Πενταρομαθιό μ’ ούλο το Λάκκο Σγουράφο, να μάχουνται γενναία!
Θα θωρούμε Πρωτοπαπάδες και Μπασιάδες, Κορκίδηδες, Κουμήδες, Ντιτριντήδες, Ξανήγηδες και Μαρκουλήδες, να πρωτοπορούν στ’ αντροπαλέματα, κι αντιπέρα: Τσούνους και Τσούκους, Φεϋζήδες και Βεργέρηδες, “τέρατα ανθρωπόμορφα”, να φεύγουνε κυνηγημένοι ανελέητα, από τον τόπο μας!
Θα στηλώνουμε τα μάθια μας, στο στρατί απού τ’ Αλωνάκι ως τις Κεχρές και θα διανερίζουμε άντρες και γενιές, αθάνατα καντούνια του τόπου, ν’ αναρριζώνουν για τον Ομαλό.
Γιωργιάκους και Κουλουρίδες, Παπαδονικολέδες και Κρομμύδηδες, Φιώτηδες και Μπογιατζήδες, Καλατζήδες και Παπαγιαννάκηδες, Σηφάκηδες και Αποστολιανούς, Παπαγληγοριανούς και Μανωλάρηδες.
Κι από την αντίπερα πλευρά του κάμπου να ξεχωρίζει του Κρηταγενή Δία η μορφή, του Χ’’Μιχάλη Γιάνναρη, μ’ ούλη την ηρωική ακολουθία του, ν’ αναριζώνει τη στράτα τω Μουσούρω, να φτάνει στο Χώνο και στον αϊ-Παντελεήμονα, γιατ’ ώρα είναι να γενεί το προσκλητήριο της τιμής και της μνήμης! Κι εμείς: ώρα είναι να ψιθυρίσουμε το ριζίτικο:
“… Χριστέ κι είντα γινήκασι του κόσμου οι γι’ αντρειωμένοι
μούδε στσί μέσες φαίνονται μουδέ στσ’ άναμεσάδες
κάτω στην άκρη τ’ ουρανού, στην τέλειωση του κόσμου,
σιδερόπυργο χτίζουνε…”
και να πούμε την μαντινάδα:
“Στση Κρήτης τα ψηλά βουνά, μνημόσυνο θα κάμω,
ν’ αναστηθούν οι Ήρωες, που πέσαν εδώ πάνω”.
αλλά και να κλείσουμε με τούτο το δανεικό στιχάκι, απού ταιριάζει και στην περίπτωση μας. Λέει λοιπόν:
«…Ολα μπορούν οι ρήτορες, κι οι ποιητές να ειπούνε,
στον κόσμο όσα γίνηκαν και μέλλον να γενούνε!
Μα πάλι κι όλα αν τα πουν, ο κόσμος να τα μάθει,
των Κρητικών θα μένουνε, αστόρητα τα πάθη…
…Και κάθε Κρητικού γενιά και κάθε μια φαμίλια,
μπορεί να καμ’ ένα χαρτί, που να ‘χει φύλλα χίλια…”
Ας ευχηθούμε, να βρεθεί ο σύγχρονος ιστορικός της ηρωικής επαρχίας μας, της αθάνατης Κρήτης, για να γράψει την Ιστορία της την ένδοξη και μαρτυρική!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα