Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ώφου μωρέ κοπέλι μου…

Τούτες τις μέρες που κλείνουν τα σκολειά σκαρφαλώναμε κι εμείς τα μαθητούδια εκεί ψηλά στο οροπέδιο, για τις καλοκαιρινές μας δραστηριότητες.
-Ωφου μωρέ κοπέλι μου κι αδυνάτισες από το πολύ διάβασμα… ήταν οι πρώτες κουβέντες τσι μάνα μου μετά τις αγκαλιές και τα ζεστά φιλιά… μα εγώ θα πάω ίδια δα να σου σφάξω ένα χοχλιδάτο κόκορα να σου το νε κάμω τσιγαριαστό με τσι τηγανιστές πατάτες στα ξύλα ..να τονέ φάεις ολομόναχος σου..
-Ναι σιγά μην αδυνάτισε από το πολύ διάβασμα… άρχισε να γελουρίζει κι ο αφέντης μου, κάτω από τ’ άγρια γένια του… αυτοί μπρε συ Αντριάνα δεν ανοίγουνε βιβλίο εκειά στη πόλη αμοναχά ντονε ,παρά κατσουλεύουνε ούλη την νύχτα, από σπίτι σε σπίτι.
-Μικιό θα πήξεις στην σκοπιά εδά που ήρθες επαέ, πετάχτηκε κι ο μεγάλος μου αδερφός που του άρεσε να με κουρντίζει.
Ήταν κι ο τρίτος μου αδερφός ο λουφαδόρος, αριστούχος σε κάθε τάξη στο γυμνάσιο – λύκειο Βάμου, με βαθμολογίες άνω των 18 σε όλα, και τον είχαν βγάλει ελεύθερο υπηρεσίας για να κάνει λέει επαναλήψεις… εμένα με βαθμολογία 12-13 και ένα κάρο απουσίες, των γενικών καθηκόντων.
-Πήγαινε χαρώτο νάχεις την ευκή μου να μου φέρεις ένα γομάρι ξύλα να ανάψω τον φούρνο… μού ’λεγε συργουλευτά συργουλευτά η μάνα μου η καλή.
-Πάρε μπρε Γιωργιό το συγκλί να πάεις να ποτίσεις τον γάιδαρο μας στο μετόχι, να μη κορακιάσει από την δίψα..με έπαιρνε με το καλό, κι ο γεροντής μου ο αψύς, που ήταν ώρες ώρες καλιά από δάσκαλος.
-Άντε βρε μικιό να πάεις να ξεστραλίξεις τα οζά από τσ’ αζιλάκους, να τα φέρεις στην στέρνα στο Ξηλόδεμα να τα ποτίσουμε… άντε εσύ που έφαες και τον πετεινό… με μασκάρευε κι ο μεγάλος μου αδερφός.
Ήντα να κάνει και το Γιωργιό έπαιρνε τον σκύλο ντου τον Ρόμελ για παρέα, κρεμνούσε στον λαιμό το λάστιχο μπας και πιάσει κάνα ατζόκωλο και με το σύσυλο τσι μέρας ανέβαινε ψηλά στα όρη σαν το λοκατζή.
Είχα και τον μπάρμπα μου τον Γιάννη που δεν είχε κοπέλια και με έστελνε στο μπακάλικο για ψούνια,και πάντα έβαζε τη χέρα ντου στην τσέπη… με έβαζε και του διάβαζα και την εφημερίδα.
Ακόμα νιώθω σαν τον κλέφτη ,όταν μου ζήτησε να του φέρω τσι βαθμούς μου για να με χαρτζιλικώσει… κι εγώ ο αλητάκος για να μη χάσω το εξτρά μπόνους που θα έπαιρνα… τα ενιάρια τα έκανα δέκα εννιά,
Δεν ήξερε γράμματα αλλά μόνο τους αριθμούς, και τον γέλασα. Σαν δεν ντράπηκα.
-ΜΠΡΑΒΟ μπρε ανίψιο εσύ θα φτάσεις ψηλά μια μέρα ,και ντάγκα ντάγκα μια εικοσαρικιά.
Ήταν τα καλύτερα μας καλοκαίρια..!!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα