Το περσινό καλοκαίρι, επισκέφτηκα ξανά το Θέρισο Χανίων, το ξακουστό χωριό των Βενιζέλων και των αγώνων των Κρητών για την ελευθερία. Πήγα εκεί για να ξαναθαυμάσω το γνωστό φαράγγι του που σε κόβει την ανάσα με την ομορφιά του. Πού να φανταζόμουν πως η ανάσα μου θα κοβόταν, αυτή τη φορά, και με κάτι άλλο που αντίκρισα!
Eνα μνημείο για το οποίο ποτέ δεν είχα διαβάσει ούτε είχα ακούσει κάτι. Ένα μνημείο ταπεινό, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όπου, λένε, πως ευλογήθηκαν τα όπλα του αγώνα το 1905, και λίγο πιο κάτω από το μουσείο της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί, δίπλα σε μια αιωνόβια ελιά με καταρρακωμένο σώμα απ’ την οδύνη χρόνων, είδα μια μυλόπετρα και μια άσπρη πλακέτα. Πλησίασα αμέριμνη και ρίγησα σύγκορμη με όσα διάβασα: Η μυλόπετρα αυτή σε χρήση στο ελαιοτριβείο Θερίσου, χρησιμοποιήθηκε από τον Τούρκο κατακτητή το χειμώνα του 1821 για να σκοτώσει αλέθοντας την αγωνίστρια Χρυσή Τσεπέτη, γεμάτη νιάτα και ομορφιά.
Γονάτισα και απέτισα φόρο τιμής στη γενναία, αδούλωτη, στο σώμα και στην ψυχή, Κρητικοπούλα. Κρίμα είπα. Κι αμέσως ντράπηκα για τα βέβηλα λόγια. Όχι, η Χρυσή Τσεπέτη δε θυσιάστηκε άδικα. Το αίμα της, ναι, σταμάτησε να κυλά στις φλέβες της, εκείνο το χειμώνα. Συνέχισε όμως να κυλά στις φλέβες των συγχωριανών της, κι όχι μόνο, και να τρέφει τον πόθο για ελευθερία, σκέφτηκα. Γιατί, έτσι όπως κύλησε στη γη, πότισε το χώμα και ρουφήχτηκε μέχρι τελευταίας σταγόνας απ’ τις ρίζες των ελιών. Πώς να αφήσουν να πάει χαμένο τέτοιο τιμημένο αίμα; Και, αναμεμειγμένο με το λάδι, θέριεψε στις ψυχές των κρητικών τη λαχτάρα για ανεξαρτησία απ’ τον τούρκικο ζυγό.
Η Χρυσή Τσεπέτη έχασε τη ζωή της μ’ ένα τόσο οδυνηρό τρόπο, επειδή όρθωσε το ανάστημά της στον κατακτητή, κι εγώ τόσα χρόνια το αγνοούσα. Γιατί; αναρωτήθηκα. Γιατί στα βιβλία της ιστορίας μας δε γίνεται καμιά αναφορά στην άξια αυτήν Ελληνίδα και όχι μόνο σ΄ αυτήν; Είναι πολλές οι ηρωίδες του ‘21 – εκτός από τις δυο τρεις που γνωρίζουμε όλοι απ’ τα παιδικά μας χρόνια – που πρόσφεραν τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία, ακόμη και τη ζωή τους. Μήπως δεν φτάνουν οι σελίδες της για να γραφτούν σ’ αυτές τα ηρωικά τους κατορθώματα, η αυτοθυσία τους; Ίσως. Σαν τη Χρυσή Τσεπέτη υπήρξαν πολλές. Στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, αρκετές γυναίκες πολέμησαν με αυταπάρνηση και θυσιάστηκαν εξίσου με τον άντρα. Ποιος γνωρίζει όμως γι΄ αυτές και την προσφορά τους, αφού δεν μνημονεύονται ούτε με ψιλά γράμματα σε κάποιο βιβλίο της ιστορίας; Εκτός κι αν τυχαία πέσει στην αντίληψη κάποιου κάτι ή από ενδιαφέρον, ανασκαλέψει τα κιτάπια κι ανακαλύψει την ιστορία τους και την παρουσία τους στον αγώνα.
“Κάτω από τη γνωστή επιλογή των μεθόδων και σκοποθεσιών, όπου ο άνδρας ήταν κύριος πρωταγωνιστής, δεν αρκεί η μνεία κατ’ επιλογήν ορισμένων επώνυμων γυναικών για την έξαρση του ρόλου της γυναίκας στον Αγώνα αυτό.
Επώνυμες και ανώνυμες, γνωστές και άγνωστες, ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της προεπαναστατικής Ελλάδας ήταν το ίδιο έτοιμος να ξεσηκωθεί, να συμπαρασταθεί, να συμπαραταχθεί πλάι στον ανδρικό πληθυσμό, ακόμα να πάρει τα όπλα και να βγει στην πρωτοπορία του Αγώνα, βάζοντας κάποτε πιο πάνω και από το μητρικό φίλτρο, το πατριωτικό συναίσθημα και τον ενθουσιασμό για την ελευθερία, πέρα από τη γυναικεία φυσική αιδημοσύνη και την κατά παράδοση γυναικεία υποτακτικότητα. Δεν πρόκειται μονάχα για μια παρουσία της γυναίκας συγκρίσιμη με την αντίστοιχη παρουσία του άνδρα. Η εμπλοκή της γυναίκας στην ιστορική εκείνη επαναστατική πραγματικότητα έχει τη δική της αυτοδυναμία, που ίσως ακόμα η ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα δεν έχει οριστικά αποκαλύψει”, αναφέρει η Λίτσα Νικολάου-Σμοκοβίτη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας (1).
Μήπως λοιπόν είναι καιρός να βγάλουμε απ’ την αφάνεια την Ελληνίδα της Επανάστασης; Δεν ξέρω αν μπορούν να ξαναγραφτούν τα βιβλία της ιστορίας άμεσα. Μπορούν όμως να γραφτούν βιβλία γι’ αυτήν, αν δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, σε τοπικό επίπεδο, στο πλαίσιο της καταγραφής και γνώσης της τοπικής ιστορίας. Και μετά η ιστορία τους να βρει τη θέση που της αρμόζει και στα άλλα βιβλία και δη τα σχολικά. Όχι, γιατί το ζητούν οι ίδιες. Είναι δικό μας χρέος. Χρέος στην Ελληνίδα αγωνίστρια που, είτε στα μετόπισθεν είτε μπροστάρης, συνέβαλε τα μέγιστα στον αγώνα για την ελευθερία.