Την ιστορία συνήθως φροντίζουν να την γράψουν για τους εαυτούς τους, στρατηγοί και στρατάρχες, υπουργοί και πρωθυπουργοί, οι ισχυροί και “ευυπόληπτοι” της κάθε πλευράς.
Τι συμβαίνει όμως με τους αληθινούς πρωταγωνιστές των γεγονότων; Τους εκατομμύρια που στήνονται στην πρώτη γραμμή αντιμέτωποι με τον αντίπαλο και τα στοιχεία της φύσης;
Τους ακόμα περισσότερους που μένουν πίσω και που υφίστανται και αυτοί τις συνέπειες του πολέμου ή της κατοχής; Ζητήσαμε από 4 Ιστορικούς, να μας περιγράψουν μερικούς από αυτούς τους αφανείς σε πολλές περιπτώσεις ήρωες. Για τον “Μιχάλη” τον Αποκορωνιώτη μαχητή στα βουνά της Αλβανίας που συνέχισε τον αγώνα του στο αντάρτικο βρίσκοντας τον θάνατο, μας γράφει ο Ι. Χανδρινός, ο Γ. Σκαλιδάκης μας μιλάει για τον αγώνα της 5ης Μεραρχίας Κρητών, για τον γιατρό του πολέμου ο Β. Μανουσάκης, ενώ στην απλή, γυναίκα της υπαίθρου αφιερώνει το γραπτό του ο Γ. Ψαρουδάκης.
Γιατί οι ιστορίες των απλών ανθρώπων είναι ίσως αυτές που έχουν και τη μεγαλύτερη αξία…
Ο Μιχάλης, ο Αποκορωνιώτης της Αγιάς Θυμιάς
Αν κάτι ανέκαθεν έλκυε το ενδιαφέρον μου για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο είναι οι πολλές “δεύτερες ζωές” του, οι αμέτρητοι τρόποι με τους οποίους επηρέασε καθοριστικά τις διαδρομές των ανθρώπων που τον έζησαν. Εστιάζοντας στο έπος των μαχών, τείνουμε να ξεχνάμε την «ταπεινή» συνέχεια. Κοιτάζοντας από πιο κοντά τις διαδρομές των ανθρώπων, ο πόλεμος μοιάζει με μια τεράστια αλατιέρα που σκόρπισε τους ανθρώπους σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορα σημεία του χάρτη. Με τη συνθηκολόγηση του Απριλίου του 1941, ξεκίνησε η Οδύσσεια της επιστροφής των πολεμιστών στις εστίες τους, οι περισσότεροι έπρεπε να καλύψουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, χωρίς μεταφορικά ή άλλα μέσα.
Πιθανόν τα χειρότερα περίμεναν τους αξιωματικούς και οπλίτες από την Κρήτη, τους κληρωτούς από τα τρία συντάγματα της V Μεραρχίας Πεζικού, το 14ο Χανίων, το 43ο Ηρακλείου και το 44ο Ρεθύμνου, που είχαν διακριθεί στις μάχες της Κλεισούρας και της Τρεμπεσίνας και είχαν υποφέρει τρομερά σε απώλειες από τις συγκρούσεις και τις κακουχίες. Μη μπορώντας να γυρίσουν στο νησί, χιλιάδες παγιδεύτηκαν στις πόλεις, γνωρίζοντας τη φοβερή πείνα του ’41, τη βία των κατοχικών δυνάμεων και, αρκετοί, τον εγκλεισμό στο ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας όπου αποδεκατίστηκαν από την πείνα και τις ασθένειες.
Οι ατομικές διαδρομές των φαντάρων της Κρητικής Μεραρχίας είναι ένα συναρπαστικό θέμα. Πολλοί προσπάθησαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Ένας από αυτούς ήταν ο Μιχάλης Κλαπάκης από τον Στύλο Αποκορώνου Χανίων. Γυρίζοντας με τα πόδια από τον κεντρικό τομέα του μετώπου κατέληξε στο χωριό Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας -το χωριό του συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα- όπου εγκαταστάθηκε και παντρεύτηκε. Πράγμα όχι σπάνιο για Κρητικό σε πολεμική περίοδο, δεν κάθισε ήσυχος όταν ξανακούστηκαν τα όπλα και το 1943 ακολούθησε το Αντάρτικο που εμφανίστηκε στην περιοχή.
Ο Μιχάλης έγινε μέλος της ένοπλης ομάδας του χωριού του, το πρόπλασμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών. Στις 5 Αυγούστου 1944 το πρωί, η V Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ “επιστράτευσε” όλες τις εφεδρικές δυνάμεις από τα χωριά της Παρνασσίδας και της Δωρίδας για να αντιμετωπίσει ένα επίλεκτο γερμανικό τάγμα Ορεινών Κυνηγών που πραγμα- τοποιούσε εκκαθαριστική επιχείρηση. Οι αντάρτες περικύκλωσαν και εξόντωσαν το τάγμα μέσα στο χωριό Καρούτες, σε μια από τις πιο φονικές και θριαμβευτικές μάχες της ελληνικής Αντίστασης. Ο Μιχάλης ήταν ένας από τους τουλάχιστον 30 νεκρούς της ελληνικής πλευράς. Το όνομά του στο ταπεινό μνημείο των πεσόντων της μάχης είναι η καλύτερη υπόμνηση πως για τους νεκρούς των πολέμων κάθε κομμάτι γης είναι πατρίδα και μνημείο.
Δρ Ιάσονας Χανδρινός,
καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Regensburg
Η πορεία της 5ης Μεραρχίας
Η Κρήτη μπήκε στον πόλεμο με τραυματικό τρόπο πριν τη γερμανική επίθεση και κατάκτηση. Η 5η Μεραρχία Κρήτης στάλθηκε στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου πολύ μετά την έναρξη των επιχειρήσεων· στη χειρότερη στιγμή του πολέμου καθώς πήρε αμέσως μέρος σε σκληρές μάχες στην περιοχή του Τεπελενίου και είχε μεγάλες απώλειες.
Καθηλωμένη στην περιοχή της Τρεμπεσίνας, η Μεραρχία φαίνεται να στασίασε μαζικά στα μέσα Απριλίου με αίτημα τη μεταφορά της στην Κρήτη. Ούτε η αλλαγή διοικητή ούτε διαταγές για βίαιη συγκράτηση των στρατιωτών, μπόρεσαν να ανακόψουν αυτό το κύμα καθόδου, που άλλωστε συγχωνεύτηκε με την ευρύτερη κατάρρευση του μετώπου.
Τυπικά, η Μεραρχία διαλύθηκε στις 18 Μαΐου, δύο μέρες πριν τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη. Περίπου 18.000 Κρήτες στρατιώτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι, χωρίς τρόπο επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αμέτρητοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια του λιμού στην Αθήνα τον χειμώνα του 1941-1942. Χίλιοι εκατό φαντάροι της 5ης Μεραρχίας φυλακίστηκαν από τους Ιταλούς στο στρατόπεδο της Λάρισας τον Αύγουστο του 1941 κάτω από άθλιες συνθήκες. Έως το 1942 τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς είχαν πεθάνει από τις κακουχίες.
Μετά την κατάκτηση του νησιού, για την επιστροφή των Κρητών φαντάρων, η γερμανική στρατιωτική διοίκηση εκβίαζε τον κρητικό πληθυσμό να παραδώσει τον οπλισμό του και να καταδώσει μέλη των συμμαχικών στρατευμάτων που κρύβονταν μετά τη Μάχη και όσους ντόπιους πήραν μέρος σε αυτήν. Εν τέλει ούτε οι κατακτητές ούτε οι ελληνικές αρχές, είτε στην Αθήνα είτε στην Κρήτη, έκαναν ουσιαστικές κινήσεις για την επιστροφή των φαντάρων. Η απουσία τους ήταν ιδιαίτερα βαριά για το νησί καθώς ήταν το 1/5 του ανδρικού πληθυσμού των ηλικιών από 18 έως 40 χρονών και το 3,5% του συνολικού πληθυσμού που δεν ξεπερνούσε, όπως είδαμε, τις 440.000. Η οργή και απελπισία για την τύχη τους συγκλόνιζε το νησί που θα υποδεχόταν τα υπολείμματα του ελληνικού κράτους.
Γιάννης Σκαλιδάκης,
διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης,
το κείμενο αποτελεί κομμάτι από το υπό έκδοση βιβλίο του με θέμα την Κατοχή στην Κρήτη.
Ο πόλεμος ενός ένστολου γιατρού
Όλοι μας γνωρίζουμε κάποιες αφηγήσεις για τον πόλεμο στην Αλβανία (1940-41) είτε από παππούδες και άλλους συγγενείς που έλαβαν μέρος στις μάχες, είτε από τις σχολικές εορτές και τα βιβλία που διαβάσαμε κατά καιρούς. Οι περισσότερες από τις αφηγήσεις αυτές έχουν μια ένδοξη νότα και συνήθως τονίζουν τη γενναιότητα των Ελλήνων και τις νίκες του ελληνικού στρατού. Σίγουρα η απόκρουση της Ιταλικής εισβολής και η προέλαση στο εσωτερικό της ιταλοκρατούμενης Αλβανίας, ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα. Προσωπικά όμως περισσότερο έλκομαι από τις λιγότερο ένδοξες σελίδες της ιστορίας: από τις μικρές καθημερινές στιγμές, τις κακουχίες, τις σχέσεις των φαντάρων με τον τοπικό πληθυσμό, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίον άνθρωποι από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα
-συχνά χωρίς πλαίσιο αναφοράς που θα τους επέτρεπε να κατανοήσουν όλες τις πτυχές ενός σύγχρονου ολοκληρωτικού πολέμου- έζησαν τη σύγκρουση.
Αρκετά ημερολόγια και απομνημονεύματα της εποχής περιέχουν ιστορίες που φωτίζουν ορισμένες από τις πτυχές αυτές. Ένα έργο που επιλέγω για την ιδιαίτερη εντύπωση που μου έκανε όταν το διάβασα πριν από λίγα χρόνια είναι το “Ημερολόγιο Πολέμου (1940-1941)” του έφεδρου στρατιωτικού γιατρού Γρηγόρη Αγγελόπουλου (εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011).
Το 1940 βρήκε τον 26χρονο Αγγελόπουλο στη Σχολή Εφέδρων στην Κέρκυρα, απ’ όπου αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπιάτρου, με τον οποίον και υπηρέτησε κατά τον πόλεμο. Συστηματικός και σχετικά λεπτομερής στην καταγραφή των γεγονότων, ο Αγγελόπουλος περιγράφει μικρά περιστατικά που συχνά παραλείπονται από παρόμοια έργα αν και θα αποτελούσαν τμήμα της καθημερινής εμπειρίας του πολέμου. Ανάμεσά τους στιγμές διασκέδασης αλλά και περιστασιακοί αυτοτραυματισμοί ή λιποταξίες, αποτέλεσμα της πτώσης του ηθικού ορισμένων μονάδων (ειδικά κατά την κατάρρευση). Πλήθος αναφορών στο κρύο, τις αρρώστιες και την πείνα αποτυπώνουν το πώς συχνά οι δυσκολίες αυτές ταλαιπωρούσαν τους στρατιώτες όσο και τα εχθρικά πυρά.
Αν και γιατρός, ο Αγγελόπουλος σημαδεύεται από την καθημερινή του επαφή με τον θάνατο και τα φρικτά τραύματα των στρατιωτών (αλλά και των στρατιωτικών υποζυγίων) και κατά καιρούς ταλανίζεται από εφιάλτες – αλλά και από αρρώστιες. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές στις κόντρες που είχε με το ταγματάρχη του, τον οποίο στολίζει με επίθετα όπως «τρελός», «τέρας», «ανάπηρος» και «σχιζοφρενής».
Ο άνθρωπος αυτός περιγράφεται σαν ένας ιδιαίτερα επιρρεπής στο πλιάτσικο, φιλόδοξος και θρασύδειλος αξιωματικός που έφτασε στο σημείο να εκτελέσει εν ψυχρώ έναν αποθηκάριο που δεν τον ακολούθησε. Αν και ο Αγγελόπουλος δεν το αναφέρει ρητά, μάλλον δεν θα λυπήθηκε όταν έμαθε για τον θάνατό του ταγματάρχη τον Ιανουάριο του 1941.
Κατά την Κατοχή ο Αγγελόπουλος εντάθηκε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, για να γνωρίσει διώξεις και εξορίες μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Εργάστηκε ως γιατρός και πέθανε το 1989.
Βασίλης Γ. Μανουσάκης
Ιστορικός – πολιτικός επιστήμονας, διδάκτορας ΑΠΘ
Οι αναμνήσεις μιας Σφακιανής
Για την πλειονότητα των πολιτών στη χώρα μας, τα ιστορικά γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 είναι λίγο πολύ γνωστά. Μέσα από σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, από βιβλία, ταινίες, τραγούδια, μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις οι ιστορικές αυτές στιγμές έχουν αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη τους. Φυσικά, η ιστορική αυτή περίοδος κεντρίζει το ενδιαφέρον του κοινού, καθώς περιγράφει μία περίοδο άμετρης βίας, φόβου, αβεβαιότητας αλλά και ηρωισμού.
Ωστόσο, σπάνιες είναι οι φορές που η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση εστιάζει στα βιώματα όλων εκείνων των ανθρώπων που δεν συμμετείχαν στα πολεμικά γεγονότα. Οι μνήμες αυτών των ανθρώπων, ειδικά των αμάχων, σημαδεύτηκαν από εκείνα τα μελανά για την ανθρωπότητα χρόνια. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι και η Κρυσταλλία Κιαγιά, από τον Βουβά των Σφακίων, με την οποία ο γράφων συνδέεται συγγενικά και αποτελεί για αυτόν πρότυπο ανθρώπου. Το φθινόπωρο του 1940, η Κρυσταλλία μπήκε στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της σχολικής της ζωής, η Κρυσταλλία βίωσε τον μιλιταρισμό, καθώς το καθεστώς της “4ης Αυγούστου” τον είχε εντάξει στο σχολικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα αντί προσευχής οι μαθητές να τραγουδούν τον ύμνο του Μεταξά… Ακόμα, η Κρυσταλλία θυμάται ότι οι μαθητές, ανάλογα με την ηλικία τους, χωρίζονταν σε φαλαγγίτες και σε σκαπανείς και φορώντας τα αντίστοιχα διακριτικά τους, παρέλαυναν καθημερινά.
Την 28η Οκτωβρίου η Κρυσταλλία είχε πάει κανονικά στο σχολείο της. Ο δάσκαλος, όμως, τους έδιωξε από το σχολείο, προκειμένου οι μαθητές να χαιρετήσουν τους δικούς τους που έφευγαν για το αλβανικό μέτωπο. Δέκα περίπου άντρες αναχώρησαν από την πλατεία του χωριού, τραγουδώντας δυνατά, αλλά οι μισοί από αυτούς γύρισαν ζωντανοί. Ακολούθησαν οι νίκες του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, για τις οποίες ειδοποιούνταν οι χωριανοί από τις καμπάνες των εκκλησιών. Λίγους μήνες αργότερα, την Ανοιξη του 1941 το μέτωπο κατέρρευσε με την αναίτια εισβολή του ναζιστικού στρατού και οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες δεν άργησαν να φανούν στον Βουβά τον Ιούνιο του 1941 μετά την αιματηρή μάχη της Κρήτης. Η αποστροφή των κατοίκων προς τους ναζιστές κατακτητές κατά την περίοδο της κατοχής ήταν ενδεικτική από το παρακάτω περιστατικό: όταν ένας Γερμανός στρατιώτης χάρισε στη μικρή Κρυσταλλία μία σοκολάτα, η μητέρα της την πέταξε μακριά, καθώς ήταν σίγουρη ότι ήταν δηλητηριασμένη… Μετά από 20 περίπου χρόνια, και ενώ τα σημάδια του πολέμου ήταν ακόμα νωπά, η Κρυσταλλία μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου έζησε και εργάστηκε με τους πρώην κατακτητές της χώρας της, μεταφέροντας έτσι έμπρακτα το μήνυμα της συμφιλίωσης των λαών.
Γιώργος Ψαρουδάκης,
πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας, μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρωπαϊκή Ιστορία, ζει και εργάζεται στα Χανιά
Η προπαγάνδα των Ιταλών κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου μέσα από τον ιταλικό τύπο της εποχής στο 9ο podcast ”Στο Αρχείο” με τον Νεκτάριο Κακατσάκη και την Βασιλική Τωμαδάκη