Οι απόκριες των Μικρασιατών Ελλήνων αποτελούσαν περίοδο διασκέδασης και μεγάλου κεφιού, με γλέντια που ξεκινούσαν με τραγούδια, χορούς και τουμπελέκια, ροκάνες και τσαμπούνες από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, έως την Καθαρά Δευτέρα.
Η Αποκριά με την λαϊκή της σοφία και τις ανατροπές της. Τα κάτω έρχονται πάνω, τα πάνω έρχονται κάτω και όλα μπορούν να συμβούν
«Ντούρου ντούρου το χορό, να τον ήξερα κι εγώ
Τώρα που τον έμαθα, τι καλά που έκαμα».
Η Σμύρνη με τον έντονα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της τούτες τις μέρες είχε την τιμητική της και όλοι και όλα περιστρέφονταν γύρω από τα μασκαρέματα, τα πειράγματα, τους χορούς και τους εορτασμούς.
Σημείο αναφοράς αποτελούσε ο αποκριάτικος χορός που διοργάνωνε η Ελληνική Λέσχη της Σμύρνης, ο οποίος γινόταν για να ενισχυθεί οικονομικά το Ελληνικό νοσοκομείο του Αγίου Χαράλαμπου.
Στην πόλη, στις συνοικίες των πλουσίων Ελλήνων γίνονταν παρελάσεις με άμαξες και οι μεταμφιεσμένοι πετούσαν λουλούδια και σοκολατάκια προς τα κορίτσια που τους ενδιέφεραν.
Η παρέλαση και ο λουλουδοπόλεμος συνεχιζόταν μέχρι που σκοτείνιαζε.
Οι μεταμφιέσεις τους γίνονταν με σκοπό να “γίνουν” κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν, έτσι οι άντρες συνήθως ντυνόντουσαν γυναίκες, φορούσαν γούνες και μιμούνταν τα ζώα.
Κάποιοι πιο τολμηροί, μεταμφιέζονταν σαν τους ήρωες την ελληνικής επανάστασης ή τους ευζώνους που τριγυρνούσαν στους δρόμους με το γαρύφαλο ή τον βασιλικό στο αυτί, κάνοντας πατινάδες στις κοπελιές, δείχνοντας ακόμα και με αυτόν τον τρόπο τον διακαή πόθο τους για την ελευθερία.
Τα σκωπτικά τραγούδια, γεμάτα πειράγματα πολλές φορές τολμηρά και αθυρόστομα ,έδιναν κι έπαιρναν.
«…ακούσατε τι θα σας πω,
Ντα έπαθε μια χήρα,
Το φουστανάκι τση έχασε κι λέει πως ‘γω το πήρα.
Κι αν ίσως και το πήρα εγώ, ξεσκούφωτος στην εκκλησιά
Στραβός να μπω στον Άδη…».