Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Οι ατέλειωτες ελληνοτουρκικές κρίσεις

16 Αυγούστου 1960. Η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Κύπρος: Ενα κράτος γεννιέται
Στις 16 Αυγούστου 1960, στις δύο τα ξημερώματα, σε μια υποβλητική τελετή στη Λευκωσία, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Αντιπρόεδρο τον Τουρκοκύπριο Κιουτσούκ. Στις 24 Αυγούστου η Κύπρος έγινε μέλος του Ο.Η.Ε. Προηγουμένως, τον Δεκέμβριο του 1959, ο Μακάριος, απέναντι στον συνασπισμό όλων των κομμάτων από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, κέρδισε με την πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων τις προεδρικές εκλογές. Στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν, τον Ιούλιο του 1960, οι μακαριακοί σε συνεργασία με το ΑΚΕΛ κέρδισαν όλες τις έδρες στη Βουλή, έναντι καμίας της Δεξιάς και των γριβικών.
Οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου με βάση τις οποίες ιδρύθηκε το κυπριακό κράτος ήταν πολύπλοκες, δυσλειτουργικές και επενεργούσαν σαν τροχοπέδη στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Κάποιοι από τους αντιπάλους του κατηγορούσαν τον Μακάριο ότι είχε αποδεχθεί απαράδεκτους περιορισμούς στα δικαιώματα της πλειοψηφίας και είχε εκχωρήσει υπερβολικές εξουσίες στη μειοψηφία, γεγονός που έτρεφε τις διχοτομικές επιδιώξεις των Τουρκοκυπρίων. Από την άλλη πλευρά πολλοί μελετητές του Κυπριακού, χωρίς να παραγνωρίζουν τις σοβαρές ατέλειες των συνθηκών, τονίζουν τις ευεργετικές επιδράσεις που είχαν για ολόκληρο τον ελληνισμό την πρώτη ειρηνική περίοδο του νέου κυπριακού κράτους. Οι πιο σημαντικές από αυτές ήταν η αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η ραγδαία βελτίωση των συνθηκών ζωής της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, η άρση του ασφυκτικού κλοιού που είχαν επιβάλλει οι Τούρκοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η λήξη της «αιχμαλωσίας» του Πατριάρχη και η έξοδός του εκτός της τουρκικής επικράτειας μετά από πολλά χρόνια.
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, αν και διαφώνησε με το περιεχόμενο των συμφωνιών, μίλησε για μία δεύτερη Ελλάδα με βαρυσήμαντη πολιτιστική αποστολή στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η μονομερής καταγγελία των συμφωνιών
Από το 1960 μέχρι το 1963 η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργούσε σχεδόν απρόσκοπτα. Σταδιακά όμως άρχισαν να πυκνώνουν τα σύννεφα, που σε λίγο θα έφερναν την καταιγίδα. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αρνήθηκε να εφαρμόσει τις διατάξεις του Συντάγματος που προέβλεπαν την αναλογία 70/30 στις δημόσιες υπηρεσίες και τη δημιουργία χωριστών δήμων στις πέντε μεγάλες πόλεις, παρά το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος είχε επιμείνει στη δημιουργία τους. Σε αντίποινα οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να μην ψηφίζουν τα φορολογικά νομοσχέδια, θέτοντας σε κίνδυνο τα οικονομικά του κράτους και ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ έθεσε βέτο για τη συμμετοχή του Μακαρίου στο κίνημα των Αδέσμευτων χωρών.
Στο μεταξύ οι εκλογές που διεξήχθησαν στην Ελλάδα, στις 3 Νοεμβρίου 1963, ανέδειξαν νικήτρια την Ένωση Κέντρου με 42,1%. Ο αρχηγός του Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου ορκίστηκε Πρωθυπουργός, με αντιπρόεδρο και υπουργό των Εξωτερικών τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Λίγες μέρες μετά την άνοδο στην εξουσία της νέας κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς να την ενημερώσει, προχώρησε σε μονομερή διαβήματα για τροποποίηση του κυπριακού συντάγματος. Οι περισσότερες από τις 13 αλλαγές, τις οποίες πρότεινε τότε ο Μακάριος, ήταν βάσιμες και αναγκαίες για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Πλην όμως υποβλήθηκαν σε ακατάλληλο χρόνο και με τρόπο που προκάλεσαν τη σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας και των Τουρκοκυπρίων. Ο πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα Νικόλαος Κρανιδιώτης, στενός φίλος του Μακάριου, θα γράψει αργότερα για το σοβαρό αυτό σφάλμα ότι η αλλαγή του συντάγματος έπρεπε να είχε επιδιωχθεί βαθμιαία και σε στενή συνεργασία με την Αθήνα και την Άγκυρα. Τόσο ο Σοφοκλής Βενιζέλος όσο και ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πίστευαν στη σταδιακή ανατροπή των συνθηκών, αλλά έθεταν ως προϋπόθεση την αποφυγή μονομερών ενεργειών και την επικράτηση κλίματος νηφαλιότητας μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου.
Στις 21 Δεκεμβρίου ένα επεισόδιο, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε δύο Τουρκοκύπριους, θα οδηγήσει σε μια από τις αιματηρότερες συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η τουρκοκυπριακή πλευρά απάντησε αμέσως, εξαπολύοντας κύμα δολοφονικής τρομοκρατίας για να ανταπαντήσει η ελληνική με σφοδρή επίθεση κατά των τουρκοκυπριακών θέσεων στην Ομορφίτα. Αργά το βράδυ των Χριστουγέννων ο Μακάριος απηύθυνε τηλεφωνική έκκληση στον Βενιζέλο για στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδος. Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν έντονος και ο Έλληνας αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών έκλεισε απότομα το τηλέφωνο, λέγοντας: «Σεις που υπογράψατε τις συνθήκες της Ζυρίχης, Σεις έχετε την ευθύνην. Δεν θα μπλέξω την Ελλάδα σε πόλεμο».
Η αντίδραση του Βενιζέλου υπήρξε ακαριαία. Κάλεσε, στις 28 Δεκεμβρίου στις δύο το πρωί, τον πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Αθήνα Χένρι Λαμπουίς και του ζήτησε την επέμβαση του Έκτου Στόλου, ώστε να αποτραπεί η τουρκική απόβαση· σε διαφορετική περίπτωση, τον προειδοποίησε, ότι η Ελλάδα θα εμπλεκόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Λαμπουίς ζήτησε την επέμβαση της κυβέρνησής του, ώστε να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η προσωπική παρέμβαση του Προέδρου Λίντον Τζόνσον στην τουρκική ηγεσία, υποχρέωσε τους Τούρκους να ματαιώσουν την απόβαση.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Κύπρο χειροτέρευε. Οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν τις θέσεις μάχης και οι Τουρκοκύπριοι εγκαθιστούσαν πολυβολεία, διακόπτοντας την επικοινωνία Λευκωσίας και Κερύνειας, και δημιουργούσαν απειλητικούς θύλακες. Οι νεκροί και οι ακρότητες, που είχαν διαπραχθεί και από τις δύο πλευρές υπονόμευσαν τις σχέσεις τους και κατέστρεψαν κάθε προοπτική για ειρηνική συμβίωση. Την επιτήρηση της κατάπαυσης του πυρός ανέλαβαν βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες χάραξαν την περίφημη Πράσινη Γραμμή, μια γραμμή ουδετερότητας μεταξύ των αντιμαχομένων μερών. Όσο και να μην το ήθελε η ελληνική πλευρά, η Πράσινη Γραμμή αποτελούσε ένα πρώτο βήμα διχοτόμησης της Κύπρου.

Η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Στις 31 Δεκεμβρίου 1963 η κυβέρνηση Παπανδρέου, μη διαθέτοντας κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, παραιτείται και προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 16 Φεβρουαρίου. Το αποτέλεσμα υπήρξε θριαμβευτικό για τον Γεώργιο Παπανδρέου: η Ένωση Κέντρου έλαβε ποσοστό 52,7% του εκλογικού σώματος, η Ε.Ρ.Ε. υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο 35,3% και η Ε.Δ.Α. 11,8%.
Ατυχώς, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Φεβρουαρίου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Όπως προφητικά έγραφε στη νεκρολογία του ο Χρήστος Λαμπράκης, όσο ζούσε ο Κρητικός πολιτικός ήταν «μία εγγύησις σταθερότητος εις τον τόπον μας και ένας παράγων μετριοπαθείας και ισορροπίας». Πράγματι ο θάνατός του στέρησε τη χώρα από έναν ικανό και έμπειρο πολιτικό στον χειρισμό της εξωτερικής πολιτικής, ενώ η απουσία του από την πολιτική ζωή της χώρας επρόκειτο να δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο δεν θα κατάφερνε τελικά να καλύψει η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου.
Στις αρχές Μαρτίου, έπειτα από επιτυχείς χειρισμούς της κυπριακής και της ελληνικής αντιπροσωπείας, ο Ο.Η.Ε. αποφασίζει την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο. Μολονότι το συμβούλιο ασφαλείας εκδίδει απόφαση ευνοϊκή για την Κύπρο, η κρίση δεν εκτονώνεται και η τουρκική Βουλή δίνει ανοικτή εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση Ινονού να επέμβει στην Κύπρο. Και ακόμα χειρότερα, η Τουρκία καταγγέλλει τη συμφωνία Βενιζέλου-Ατατούρκ για την προστασία των χιλιάδων Ελλήνων υπηκόων που διαμένουν στην επικράτειά της. Στα μέσα Απριλίου αποφασίζεται η έναρξη της μυστικής αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Έπειτα από λίγες ημέρες εκδηλώνεται εκτεταμένη επιχείρηση της κυπριακής Εθνικής Φρουράς και ενόπλων της οργάνωσης του Βάσου Λυσσαρίδη κατά των Τουρκοκυπρίων που είναι οχυρωμένοι στο φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα. Οι ελληνικές δυνάμεις υφίστανται σοβαρή ήττα, ο Παπανδρέου έκπληκτος πληροφορείται τα γεγονότα από το ραδιόφωνο και εξοργισμένος κατηγορεί τον Μακάριο ότι πήρε τόσο κρίσιμες πρωτοβουλίες εν αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως και του γενικού επιτελείου.
Στο μεταξύ οι εξελίξεις στην Κύπρο συν τω χρόνω λάμβαναν εκρηκτικές διαστάσεις και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος θεωρείτο αναπόφευκτος εξαιτίας της σχεδιαζόμενης από τους Τούρκους απόβασης στις αρχές Ιουνίου 1964. Ο κίνδυνος της διάλυσης του ΝΑΤΟ και της εμπλοκής της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησαν τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον να στείλει μια ασυνήθιστα σκληρή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού. Η επέμβαση των Αμερικανών φαίνεται ότι υποχρέωσε τους Τούρκους να αναδιπλωθούν και να μην προχωρήσουν στα σχέδια τους για απόβαση στην Κύπρο. Το επόμενο βήμα των Αμερικανών ήταν η πρόσκληση των Πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας στην Ουάσινγκτον για αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό. Ο Τζόνσον πίεσε αφόρητα τον Παπανδρέου να συναντηθεί με τον Ινονού· Μολονότι ο Παπανδρέου δεν υπέκυψε στις πιέσεις για ελληνοτουρκική συνάντηση, δέχθηκε τη διεξαγωγή συνομιλιών στη Γενεύη υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., με μεσολαβητή όμως τον Αμερικανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον.
Πριν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε τη μετάβαση του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα στην Κύπρο, πιστεύοντας ότι με την παρουσία του θα επενεργούσε ως αντίπαλο δέος απέναντι στον Μακάριο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, που επιβεβαιώνει απολύτως αυτή την εκδοχή, γράφει:
«Ο Γρίβας εγκρίθηκε από τον Γ. Παπανδρέου για να υπάρξει από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο. Ο Μακάριος ήταν παντοδύναμος. Με τον Γρίβα θα υπήρχε μια πιο ισορροπημένη κατάσταση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης».
Δεν θα αργήσει να αποδειχθεί ότι η αποστολή Γρίβα ήταν από τα πιο σοβαρά λάθη της περιόδου εκείνης. Με δεδομένη την εχθρότητα που τον χώριζε από τον Μακάριο, η κυβέρνηση Παπανδρέου, εξαπολύοντας τον αρχηγό της ΕΟΚΑ στο νησί, προσέφερε κάκιστες υπηρεσίες στην ενότητα του κυπριακού λαού. Ο Γρίβας έφθασε στην Κύπρο στις 12 Ιουνίου και λίγες ημέρες αργότερα η ελληνική κυβέρνηση τον διόρισε Αρχιστράτηγο των ελληνικών και ελληνοκυπριακών δυνάμεων που στάθμευαν στο νησί.

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ
Οι Τούρκοι εκπρόσωποι εμφανίσθηκαν στη Γενεύη απαιτώντας διχοτόμηση, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των Ελλήνων που είχαν απελάσει από την Κωνσταντινούπολη αύξανε συνεχώς. Ο Άτσεσον δεν δέχθηκε τις απαιτήσεις των Τούρκων για διχοτόμηση και αντ’ αυτής πρότεινε την παραχώρηση της χερσονήσου της Καρπασίας με καθεστώς πλήρους κυριαρχίας για να γίνει στρατιωτική βάση των Τούρκων. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση Άτσεσον, αλλά άρχισε να συζητά μια άλλη φόρμουλα, που πρότεινε ο μεσολαβητής του Ο.Η.Ε. Τουομιόγια και την οποία είχε δεχθεί ο Άτσεσον, η Καρπασία να εκμισθωθεί στην Τουρκία για 50 χρόνια. Αυτό ήταν το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον, το οποίο ήταν σαφώς λιγότερο διχοτομικό από το πρώτο, αφού περιόρισε την έκταση που θα παρεχωρείτο στους Τούρκους στο 11% περίπου του κυπριακού εδάφους. Προέβλεπε επίσης μόνιμη διοίκηση από Τουρκοκυπρίους στις δύο επαρχίες όπου πλειοψηφούσαν. Αυτά ήταν τα ανταλλάγματα που έπρεπε να δώσει η ελληνική πλευρά για να κερδίσει την ένωση.
Στις 27 Ιουλίου 1964 ο Μακάριος βρίσκεται στην Αθήνα, συναντά τον Πρωθυπουργό και έπειτα στις δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους χαρακτηρίζει τον Άτσεσον «αυτόκλητο μεσολαβητή» και εκφράζει τη χαρά του που η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε ως απαράδεκτα τα σχέδιά του. Στην πραγματικότητα όμως οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη όχι μόνον δεν είχαν τελειώσει αλλά βρίσκονταν στην πιο λεπτή φάση τους. Στις 6 Αυγούστου με έγκριση του Αρχιεπισκόπου ο Γρίβας εξαπολύει μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στη Μανσούρα, καταλαμβάνει το ύψωμα Λωρόβουνου και προχωρεί προς τα Κόκκινα. Ακάλυπτη από τον αέρα η Κύπρος δέχεται σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς από τουρκικά αεροσκάφη που χρησιμοποιούν βόμβες ναπάλμ και θρηνεί πολλούς νεκρούς και παραμορφωμένους τραυματίες. Και ο Έλληνας Πρωθυπουργός που πληροφορείται και πάλι τα γεγονότα από το ραδιόφωνο κατηγορεί τον Αρχιεπίσκοπο ότι «άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε». Ταυτόχρονα διαμαρτύρεται στον πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα: «Ηπατήθην. Η επίθεσις ανελήφθη εν πλήρει αγνοία της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Είμαι βαθύτατα αγανακτισμένος».
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός αρχίζει πλέον να υποπτεύεται ότι η επιχείρηση στη Μανσούρα ήταν μια προβοκάτσια για να τιναχθούν στον αέρα οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης. Στις 21 Αυγούστου οι Έλληνες εκπρόσωποι στη Γενεύη πληροφορούσαν τον Άτσεσον ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το σχέδιό του. Μεσολάβησαν ελάχιστες ώρες, αρκετές όμως για να αλλάξει γνώμη ο Παπανδρέου. Με νέο μήνυμά του ειδοποιούσε τη Γενεύη ότι το απέρριπτε διότι δεν το δεχόταν ο Μακάριος και ο ίδιος δεν μπορούσε να επιβάλει στην ελληνοκυπριακή πλευρά ένα σχέδιο «περιορισμένης διχοτόμησης». Είχαν προηγηθεί οι Τούρκοι που επίσης είχαν προηγουμένως απορρίψει το νέο σχέδιο Άτσεσον. Προφανώς ήταν ένα σοβαρό διπλωματικό λάθος. Από τη στιγμή που η Άγκυρα ήταν απορριπτική, η ελληνική πλευρά όφειλε να τηρήσει στοιχειώδη διπλωματική ευελιξία και να παραμείνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (Ριζάς, ό.π., σελ. 123-158, Σπύρος Παπαγεωργίου, Από τη Ζυρίχη στον Αττίλα, σελ. 103-118).
Ο τότε υφυπουργός Αμύνης Μιχάλης Παπακωνσταντίνου αναρωτιέται αν ήταν μια από τις χαμένες ευκαιρίες. Η επικράτηση της Χούντας, γράφει, η απόσυρση της Μεραρχίας, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η τουρκική εισβολή, η κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου ήταν εξελίξεις απρόβλεπτες. Υπό το φως αυτών των γεγονότων, ο Παπακωνσταντίνου συμπληρώνει ότι «εκ των υστέρων τουλάχιστον, αποδεικνύεται ότι η λύση Άτσεσον υπήρξε μια από τις χαμένες ευκαιρίες».
Ανεξάρτητα πάντως από τις απόψεις για τον Άτσεσον και το σχέδιό του εκείνες τις ημέρες του Αυγούστου του 1964, η Ελλάδα είχε υποστεί ένα βαρύ πλήγμα στη διεθνή της αξιοπιστία. Οι δύο διαφορετικές πολιτικές γραμμές που αναπτύσσονταν σε Αθήνα και Λευκωσία ερμηνεύονταν από την αμερικανική διπλωματία ως αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιβληθεί στην κυπριακή ηγεσία. Ο Σπύρος Παπαγεωργίου, ασκώντας κριτική στις μεταπτώσεις της ελληνικής πολιτικής, έγραψε: «Επί του θέματος του Σχεδίου Άτσεσον η στάσις του Γ. Παπανδρέου υπήρξε περίεργος. Το απεδέχθη, το απέρριψεν αμέσως εν συνεχεία και μετά την οριστικήν ματαιωσίν του κατηράτο τον Μακάριον ότι το ετορπίλισεν».
Η πρώτη συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν ότι οι Αμερικανοί άρχισαν να αποστασιοποιούνται από μεσολαβητικές πρωτοβουλίες. Για το κλίμα που άρχισε να επικρατεί σε Λονδίνο και Ουάσινγκτον ένας Άγγλος διπλωμάτης είπε τότε: «Δεν είχε μεγάλη χρησιμότητα να σώσεις την Κύπρο, αν επρόκειτο να χάσεις την Τουρκία» (Ριζάς, ό.π., σελ. 160). Ήδη οι Αμερικανοί, δέκτες των αντιδράσεων των Τούρκων, προειδοποιούσαν την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν επρόκειτο επ’ άπειρον να στέκονται εμπόδιο σε μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Αδιέξοδο στο Κυπριακό – πολιτική κρίση στην Ελλάδα
Η τελευταία πράξη της κυβέρνησης του Κέντρου, μόλις δύο μήνες πριν από την πτώση της, ήταν να προσέλθει σε απευθείας διαπραγματεύσεις, με την Τουρκία για τη λύση του Κυπριακού. Όταν στις 11 Μαΐου, οι υπουργοί Εξωτερικών Κωστόπουλος και Ισίκ ξεκινούσαν τις συνομιλίες, οι όροι είχαν εντελώς αντιστραφεί. Οι Αμερικανοί, μετά την προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας, άρχισαν πλέον να πιέζουν την Ελλάδα και όχι την Τουρκία· και οι Τούρκοι, για να δεχθούν την Ένωση, ζήτησαν το 18% του κυπριακού εδάφους. Από την άλλη πλευρά, ο Μακάριος, σε σύσκεψη υπό τον Βασιλιά, ξεκαθάρισε στον Έλληνα Πρωθυπουργό ότι έναντι της ένωσης δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει οποιοδήποτε εδαφικό αντάλλαγμα, ακόμη και με τη μορφή της εκμίσθωσης.
Στις 15 Ιουλίου 1965 η χώρα κατρακύλησε στη δίνη μιας από τις μεγαλύτερες πολιτικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας της. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου μετά από συνάντησή του με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Επήλθε διαφωνία. Αύριο θα υποβάλω παραίτηση και θα προβώ εις ανακοινώσεις». Ελάχιστη ώρα μετά την αναχώρηση του Παπανδρέου από τα Ανάκτορα, ο Βασιλιάς όρκιζε ως νέο Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα. Η απάντηση τού υπό παραίτηση Πρωθυπουργού ήταν ιδιαίτερα καυστική: «Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του πολιτεύματος. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου […] Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της δημοκρατίας».
Μετά την αποτυχία του Νόβα να συγκεντρώσει πλειοψηφία στη Βουλή, ο Βασιλιάς ανέθεσε την εντολή στον Ηλία Τσιριμώκο, κορυφαίο επίσης στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου, που και αυτός καταψηφίστηκε. Ακολούθησε τον Σεπτέμβριο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπανδρέου, Στέφανος Στεφανόπουλος, που, όπως καταγγέλθηκε από τις εφημερίδες και τον ίδιο τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, κατάφερε υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες να συγκεντρώσει οριακή πλειοψηφία και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Η εκτράχυνση της πολιτικής ζωής και η διαφθορά στα πολιτικά ήθη είχαν δημιουργήσει ένα νοσηρό κλίμα, με αφορμή το οποίο άρχισαν να προπαγανδίζονται λύσεις που οδηγούσαν σε κατάλυση του πολιτεύματος. Ακροδεξιοί κύκλοι και ορισμένες εφημερίδες της Δεξιάς τάσσονταν, σχεδόν ανοιχτά, υπέρ της κήρυξης δικτατορίας. Από τη δική τους πλευρά, τα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου, που είχαν αποσπασθεί από το κόμμα και είχαν σχηματίσει την κυβέρνηση των «αποστατών», υποστήριζαν ότι χωρίς τις δικές τους πρωτοβουλίες η χώρα θα έμενε ακυβέρνητη και θα οδηγείτο σε βασιλική δικτατορία.

Το Κυπριακό στις παραμονές της Δικτατορίας
Στο μεταξύ, στα μέσα Μαρτίου 1966, έπειτα από συνάντηση στις Βρυξέλλες του υπουργού Συντονισμού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με το νέο υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ, τέθηκαν οι βάσεις επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Ιωάννης Τούμπας καταγράφει στις αναμνήσεις του τις δύσκολες συνομιλίες που είχε με τον Τούρκο ομόλογό του. Οι Τούρκοι για να δεχθούν την ένωση ζητούσαν πολύ περισσότερα ανταλλάγματα από αυτά που τους έδινε το σχέδιο Άτσεσον. Στα μέσα Δεκεμβρίου οι Τούρκοι, απαλλαγμένοι από τις αμερικανικές πιέσεις, έγιναν πιο απαιτητικοί. Δεν δέχονταν πλέον την ένωση και ζητούσαν καθεστώς ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας. Στο πρακτικό που υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών αναφέρεται ότι τα δύο μέρη διατήρησαν τις θέσεις τους. Η αισιοδοξία, την οποία εκφράζει στις αναμνήσεις του ο Τούμπας, για επικείμενες ευνοϊκές εξελίξεις δεν επιβεβαιώθηκε, διότι, στο μεταξύ η κυβέρνηση Στεφανόπουλου ανατράπηκε.
Έτσι στις αρχές του 1967 η κατάσταση είχε αποκρυσταλλωθεί. Ο Μακάριος είχε επιβάλλει την πολιτική του και είχε υποχρεώσει, θέλοντας και μη, την πολιτική ηγεσία της Ελλάδος να τον παρακολουθεί ή να τον ακολουθεί στη σχοινοβατική του πορεία για την εξασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας. Στις απώλειες της εποχής εκείνης πρέπει να αθροισθεί και η καταστροφή της ανθούσας ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Μετά τις απελάσεις των Τούρκων ελάχιστοι από τους 12.000 ομογενείς παρέμειναν στη γη των πατέρων τους. Ήταν τα αντίποινα της Τουρκίας για το Κυπριακό, στα οποία η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει να απαντήσει με ανάλογη πολιτική στη Θράκη.
Τελικά η βαθιά πολιτική κρίση, που ταλάνιζε τη χώρα οδήγησε στην αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος και τη δικτατορία. Έτσι το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 άρχιζε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που θα κατέληγε στην κυπριακή τραγωδία, τη μεγαλύτερη δηλαδή καταστροφή μετά τη Μικρασιατική. Στο εξής, για μια ολόκληρη επταετία οι συνταγματάρχες με τα τεθωρακισμένα θα καθόριζαν τη μοίρα του ελληνικού λαού. Άνθρωποι μισαλλόδοξοι, οπισθοδρομικοί και θρησκόληπτοι, εχθροί του κοινοβουλευτισμού, ιδεολογικά προσκολλημένοι στο φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, θα βρουν την ευκαιρία να αποτελειώσουν τη σοβαρά τραυματισμένη Δημοκρατία.

Η Χούντα αποσύρει τη Μεραρχία από την Κύπρο
Τα εμπόδια τα οποία έγιναν αξεπέραστα μετά τη μη αποδοχή του σχεδίου Άτσεσον, η Χούντα με απίστευτη ελαφρότητα τα περιφρόνησε και αποφάσισε να διαπραγματευθεί απευθείας με την τουρκική ηγεσία. Στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967, με επιμονή της χουντικής κυβέρνησης, έγινε συνάντηση κορυφής στον Έβρο. Ο Πρωθυπουργός – ανδρείκελο της χούντας Κ. Κόλλιας, αναπτύσσοντας τις θέσεις της ελληνικής πλευράς, ζήτησε από τους Τούρκους να δεχθούν την ένωση προσφέροντάς τους μια βάση στη Δεκέλεια με μίσθωση ή κατά κυριαρχία. Επίσης, προσέφερε ακόμη μία βάση για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ, ενδεχομένως την παραχώρηση μιας στρατηγικής σημασίας περιοχής στη Θράκη και αυξημένα δικαιώματα στους Τουρκοκυπρίους.
Οι Τούρκοι απέρριψαν κατηγορηματικά τις προτάσεις και απείλησαν με πόλεμο σε περίπτωση μονομερούς ένωσης. Η συνάντηση κατέληξε σε φιάσκο διότι δεν είχε προηγηθεί στοιχειώδης προετοιμασία, αλλά και διότι, όπως εκτιμούσαν οι Αμερικανοί, οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τη διεθνή απομόνωση της χώρας εξαιτίας της δικτατορίας, επεδίωκαν περισσότερα από αυτά που τους προσέφερε η χουντική κυβέρνηση.
Το επόμενο βήμα της Χούντας θα αποδειχθεί θανάσιμο για το μέλλον της Κύπρου. Μία στρατιωτική επιχείρηση της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων, τον Νοέμβριο του 1967, που είχε την έγκριση της κυπριακής Κυβέρνησης και του ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, εκτελέστηκε με ιδιαίτερη βιαιότητα από τον Γρίβα και κατέληξε στον φόνο τουλάχιστον είκοσι Τουρκοκυπρίων.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές, όχι μόνον από την Άγκυρα, αλλά και από τον Ο.Η.Ε.∙ και η Χούντα, κάτω από την απειλή της τουρκικής απόβασης και ελληνοτουρκικού πολέμου, πανικόβλητη δέχθηκε όλους τους όρους της Τουρκίας: ανακάλεσε τον Γρίβα στην Αθήνα και απέσυρε την ελληνική μεραρχία, αφήνοντας ανοχύρωτη την Κύπρο. Το μοιραίο έτος 1967 έκλεισε με το οπερετικό αντικίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου κατά της Χούντας, που εκδηλώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου και απέτυχε παταγωδώς.
Μετά το φιάσκο του Έβρου το στρατιωτικό καθεστώς, υπό την καθοδήγηση του νέου υπουργού Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον ελληνοτουρκικό διάλογο και να υποστηρίξει το διάλογο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στην ουσία εγκαταλειπόταν η επιδίωξη της ένωσης και στη θέση της πρόβαλλε πλέον η διεκδίκηση της αδέσμευτης ανεξαρτησίας. Έτσι το 1968 ξεκίνησαν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες, αλλά και οι έντονες διαφωνίες μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Ο Παπαδόπουλος πίεζε ασφυκτικά να τελειώσουν οι συνομιλίες νωρίτερα, έστω και με σοβαρές παραχωρήσεις στους Τουρκοκυπρίους. Ο Μακάριος, με βάση την απόλυτη κυριαρχία που είχαν οι Ελληνοκύπριοι στο έδαφος του νησιού, ακολουθούσε μια παρελκυστική τακτική εξάντλησης της άλλης πλευράς, ώστε να την υποχρεώσει να ενδώσει στους στόχους των Ελληνοκυπρίων.
Στις αρχές του 1972 η Κύπρος έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Ο Παπαδόπουλος απειλούσε με «πικρά μέτρα» τον Μακάριο διότι αρνιόταν να κλείσει τις συνομιλίες με τους Τουρκοκυπρίους. Ταυτόχρονα ο Γρίβας ίδρυε την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ και εξαπέλυε την τρομοκρατική του δράση. για να υποχρεώσει τον Μακάριο να διακόψει τις συνομιλίες με τους Τουρκοκυπρίους.

Ανατροπή Μακαρίου και εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, έπειτα από νέο στρατιωτικό πραξικόπημα, ο αρχιβασανιστής της Χούντας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ανατρέπει τον Παπαδόπουλο και γίνεται ο νέος δικτάτορας. Ζώντας μέσα σε ένα σύννεφο απόλυτης ιδεολογικής σύγχυσης, διακατεχόταν από έναν στείρο αντικομμουνισμό και από ένα τυφλό μίσος κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τον οποίο θεωρούσε εμπόδιο στα τυχοδιωκτικά του σχέδια για την Κύπρο.
Τώρα πια απροκάλυπτα ενίσχυε με χρήματα και όπλα την ΕΟΚΑ Β’ για να εξακολουθήσει το διχαστικό της έργο και την τρομοκρατική της δραστηριότητα. Στις 27 Ιανουαρίου πέθανε ξαφνικά ο Γρίβας. Ο Μακάριος, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ενώσει το λαό, κήρυξε τριήμερο πένθος, ανεγνώρισε δημόσια την προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα και έδωσε αμνηστία στους φυλακισμένους τρομοκράτες της ΕΟΚΑ Β’ και στους καταζητούμενους ομοϊδεάτες τους. Το συμφιλιωτικό άνοιγμα του Αρχιεπισκόπου και η μετριοπαθής στάση του απέναντι στους εχθρούς του δεν βρήκαν ανταπόκριση.
Ταυτόχρονα, μετά από μία σύντομη διακοπή, συνεχίζονταν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες και η συμφωνία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν πολύ κοντά. Έμενε μόνο το οριστικό κείμενο της συμφωνίας για την αυτοδιοίκηση των πέντε μεγάλων δήμων, το οποίο ήταν έτοιμο και επρόκειτο να συζητηθεί στις 16 Ιουλίου, δηλαδή μόλις μία ημέρα μετά το παρανοϊκό πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακαρίου.
Οι παραπάνω ευνοϊκές εξελίξεις, που οδηγούσαν σε σύντομη λύση το Κυπριακό, δεν άσκησαν καμία επίδραση στο στρατοκρατικό καθεστώς των Αθηνών και στους πράκτορές του στη Λευκωσία. Αντίθετα η τρομοκρατία εντάθηκε, η ατμόσφαιρα γινόταν εκρηκτική και η Κύπρος ολίσθαινε προς βίαιες λύσεις. Στις 2 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος, σε ανοικτή επιστολή του προς το ανδρείκελο του Ιωαννίδη, «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, κατήγγελλε τον σκοτεινό ρόλο της Εθνοφρουράς, αποκάλυπτε ότι είχε μεταβληθεί σε εκτροφείο παρανόμων, κέντρο συνωμοσιών και πηγή τροφοδοσίας των τρομοκρατών της ΕΟΚΑ Β’. Και η επιστολή κατέληγε με την παράκληση να ανακληθούν στην Ελλάδα οι αξιωματικοί που στελέχωναν της Εθνική Φρουρά.
Η απόφαση του Μακαρίου να εκδιώξει από την Κύπρο τους μηχανορράφους, άκριτους και φανατικούς Έλληνες αξιωματικούς είχε έλθει δυστυχώς αργά. Πολιτικά ο Αρχιεπίσκοπος ήταν πανίσχυρος· στρατιωτικά όμως ήταν εξαιρετικά ανίσχυρος για να αντιταχθεί στα τεθωρακισμένα.Στις 15 Ιουλίου στις 8.30 το πρωί εκδηλώθηκε το παρανοϊκό πραξικόπημα της Χούντας. Μέσα σε λίγη ώρα το προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία, βομβαρδισμένο με ρουκέτες και όλμους, άρχισε να φλέγεται. Αμέσως μετά Έλληνες αξιωματικοί εισήλθαν στο κτήριο και με προτεταμένα τα όπλα αναζητούσαν τον Μακάριο για να τον εκτελέσουν. Ευτυχώς είχε καταφέρει να διαφύγει στο μετόχι της Μονής Κύκκου και εν συνεχεία από το όρος Τρόοδος στην Πάφο. Ο αγώνας ήταν άνισος και ο Αρχιεπίσκοπος, για να μην πέσει στα χέρια της Χούντας, κατέφυγε στις βρετανικές βάσεις και από εκεί φυγαδεύτηκε στη Μάλτα για να καταλήξει στο Λονδίνο.
Μπροστά στην άρνηση διαφόρων προσωπικοτήτων να αναλάβουν την Προεδρία, η Χούντα διόρισε τον Νίκο Σαμψών, γνωστό για το τρομοκρατικό του παρελθόν. Στο μεταξύ η εμφύλια σύρραξη απλωνόταν σε όλη την Κύπρο. Οι τρομοκράτες της ΕΟΚΑ Β’ ανεξέλεγκτοι πλέον βασάνιζαν και σκορπούσαν τον θάνατο σε ολόκληρο το νησί.
Στις 20 Ιουλίου αρχίζει η τουρκική εισβολή. Η απόβαση ξεκίνησε στις 5:15 π.μ. στις βόρειες ακτές της μεγαλονήσου, στην περιοχή της Κερύνειας και πραγματοποιήθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία. «Τα τανκς και οι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις ήταν συγκεντρωμένες στην περιοχή της Λευκωσίας και σ’ άλλες καίριες για την προστασία της Χούντας περιοχές λόγω της συνεχόμενης δραστηριότητας εναντίον των οπαδών του Μακαρίου και των συνεχιζόμενων συλλήψεων, κρατήσεων και κακοποιήσεων Ελλήνων Κυπρίων. Τα παράκτια φυλάκια και πυροβολεία ήταν εγκαταλελειμμένα, κενά, ανοχύρωτα και χωρίς επάνδρωση και άφηναν έτσι ελεύθερη την είσοδο στον εισβολέα. Η αντίσταση που πρόβαλλαν ορισμένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛ.ΔΥ.Κ. που βρέθηκαν στην περιοχή, ηρωική και με αυτοθυσία, ήταν πρωτοβουλιακή και ανοργάνωτη» (Χριστοδούλου, ό.π.).
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Ιουλίου, επιβλήθηκε εκεχειρία, η οποία δεν τηρήθηκε από τον τουρκικό στρατό, ενώ υπό την πίεση της εθνικής τραγωδίας η Χούντα παρέδωσε την εξουσία στον Κ. Καραμανλή. Στις 14 Αυγούστου ύστερα από την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης, αρχίζει η δεύτερη επιχείρηση του Αττίλα. Χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες και τεθωρακισμένα εξορμούν κατά της Λευκωσίας, της Λεύκης και της Αμμοχώστου. Η αντίσταση των ελληνοκυπριακών δυνάμεων ηρωική, αλλά ανίσχυρη να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που ήταν πολλαπλάσιες, καλύτερα εξοπλισμένες και διέθεταν αεροπορική κάλυψη. Στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η κατάπαυση του πυρός. Η Τουρκία κατέλαβε το 36,4% του κυπριακού εδάφους, το οποίο είναι και το πλουσιότερο τμήμα του. Ο απολογισμός ήταν περίπου 1.700 αγνοούμενοι, 3.000 νεκροί και 200.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες.

Τα πέτρινα χρόνια
Τον Δεκέμβριο του 1974 επέστρεψε στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που ηγήθηκε της δύσκολης προσπάθειας ανασυγκρότησης και στέγασης των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων. Ακολούθησαν οι δύο συναντήσεις του Μακαρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς που κατέληξαν σε συμφωνία, τον Φεβρουάριο του 1977. Σε αυτή τέθηκαν οι βασικοί άξονες επίλυσης του Κυπριακού, με πιο σημαντικό την αποδοχή από την ελληνοκυπριακή πλευρά του ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης. Στη συνέχεια μια δεύτερη συμφωνία υπογράφτηκε τον Μάιο του 1979 από τους Σπύρο Κυπριανού (διάδοχο του Μακαρίου στην προεδρία της Κύπρου, ύστερα από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου, τον Αύγουστο του 1977) και Ντενκτάς, όπου επιβεβαιώθηκε η συμφωνία του Φεβρουαρίου 1977. Στο μεταξύ έγινε δεκτή η απαίτηση της τουρκικής πλευράς για την αποδοχή της «διζωνικότητας» του ομόσπονδου κράτους, μια νέα οδυνηρή παραχώρηση της ελληνικής πλευράς. Επιβεβαιώνοντας τα τουρκικά διχοτομικά σχέδια ο Ντενκτάς προχώρησε, τον Νοέμβριο του 1983, στην ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», ενέργεια που έσπευσε να επιβραβεύσει η Τουρκία με την άμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Μια νέα φάση διαπραγματεύσεων ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2002 με απευθείας συνομιλίες μεταξύ του τότε προέδρου Γλαύκου Κληρίδη και του Ντενκτάς, με την ενεργή ανάμειξη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και συνέπεσε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ΟΗΕ υπέβαλε τελικά, τον Νοέμβριο του 2002, σχέδιο συνολικής λύσης του Κυπριακού («σχέδιο Ανάν»), το οποίο αναθεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 2003 και συζητήθηκε σε νέες διαπραγματεύσεις. Παρά τις ποικίλες διεθνείς πιέσεις δεν κατέστη δυνατή η συμφωνία, και έτσι οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας οδηγήθηκαν στις 24 Απριλίου 2004 σε Δημοψήφισμα για την αποδοχή ή όχι του σχεδίου λύσης που κατέθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, στον οποίο τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν αναγνωρίσει ρόλο επιδιαιτητή. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο ο πολιτικός κόσμος διχάστηκε. Πρωτεργάτης της απόρριψης του σχεδίου στάθηκε ο Κύπριος πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, που υποστήριξε ότι το σχέδιο δεν ήταν λειτουργικό και δεν οδηγούσε στην επανένωση του νησιού. Υπέρ του «όχι» ψήφισε το 75,8% των Ελλήνων Κυπρίων και υπέρ της αποδοχής του σχεδίου 24,2%. Στα κατεχόμενα, υπέρ του «ναι» ψήφισε το 64,9% και υπέρ του «όχι» το 35,1%.
Ασφαλώς η ένταξη, από την 1η Μαΐου 2004, της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον σημαντικότερο σταθμό στη νεότερη ιστορία του νησιού. Έκτοτε, οι συζητήσεις για την επίλυση του Κυπριακού συνεχίζονται και οι περίοδοι αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας εναλλάσσονται. Μόνη σταθερά, σε ένα μεταβαλλόμενο διαρκώς διεθνές περιβάλλον, η αδιαλλαξία της Τουρκίας, η οποία εποικίζει συνεχώς την κατεχόμενη περιοχή και συνεχίζει να διατηρεί στην Κύπρο στρατό κατοχής δύναμης 40.000 ανδρών. (Π. Παπαπολυβίου: Κύπρος 1945-2004)

Απογοητευτικές διαπιστώσεις
Παρόλα τα αναπάντητα ερωτήματα, σήμερα διαθέτουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πορεία του Κυπριακού προς τη χρεοκοπία. Και η εικόνα αυτή φωτίζεται ακόμα περισσότερο εάν εξετάσουμε την πολιτική που ακολούθησε, η Τουρκία, η οποία έχοντας χαράξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, εκμεταλλευόμενη τα λάθη της ελληνικής πλευράς, βήμα-βήμα αξιοποίησε κάθε ευκαιρία για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της στην Κύπρο. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη με τους Έλληνες, Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους, οι οποίοι έδωσαν εξαρχής μεγαλύτερο βάρος σε τακτικισμούς, που οδήγησαν τελικά σε ανυπέρβλητα στρατηγικά αδιέξοδα. Χωρίς συνοχή, με διασπασμένο το εσωτερικό μέτωπο, άσκησαν μια πολιτική που ικανοποιούσε περισσότερο τις εκάστοτε κομματικές ισορροπίες και μικροσυμφέροντα και υποτιμούσε παντελώς τη σημασία του αντιπάλου και του διεθνούς παράγοντα. Έτσι, τη συντεταγμένη εξωτερική πολιτική αντικατέστησαν ο ανορθολογισμός, η διγλωσσία, ο παραληρηματικός λόγος, η δημαγωγία και ο διχασμός, που τελικά εκμηδένισαν και τα ελάχιστα αποθέματα αξιοπιστίας στον διεθνή χώρο.
Τα αδιέξοδα των προηγούμενων δεκαετιών, αρχής γενομένης από την ολέθρια προσφυγή στον Ο.Η.Ε. το 1954 που έβαλε την Τουρκία στο παιχνίδι, ήταν γεμάτα από κινδύνους και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν ένα «ατύχημα». Και το «ατύχημα» αυτό επήλθε με το παρανοϊκό πραξικόπημα του Ιωαννίδη, που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της Κύπρου στους Τούρκους. Ανεξάρτητα από το αν ο Κίσινγκερ, ανώτερα ή μεσαία στελέχη της CIA, είχαν δώσει το πράσινο φως ή ανέχθηκαν τη στρατιωτική επιχείρηση του Ιωαννίδη κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο υπαρκτός αυτός κίνδυνος έπρεπε να προβλεφθεί και να αντιμετωπισθεί, πολιτικά ή διπλωματικά, εγκαίρως.

ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Η πρώτη κρίση του 1976
Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 1976, το τουρκικό ωκεανογραφικό «MTA SISMIK I», περισσότερο γνωστό στο ελληνικό κοινό ως «Χόρα», επιχειρούσε έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου στις επίμαχες περιοχές της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η τουρκική αυτή πρωτοβουλία αποτελούσε ευθεία και άμεση αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και προκάλεσε μείζονα κρίση μεταξύ των δύο χωρών, που έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου. Οι ελληνικές αεροναυτικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο, ενώ ο Α. Παπανδρέου, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ζήτησε την καταβύθιση του τουρκικού πλοίου. Η πιθανή επέμβαση σε μία τέτοια κρίση του ανατολικού συνασπισμού, όπως διαμήνυσε στους Αμερικανούς ο Καραμανλής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αμερικανική στάση και το 1976, αλλά και το 1987. Η κρίση ώθησε τελικά την Ελλάδα να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο. Η πρωτοβουλία αυτή εκτόνωσε την ένταση, αλλά και πάλι όμως η Τουρκία αρνήθηκε να υπογράψει το απαραίτητο συνυποσχετικό για την παραπομπή της διαφοράς στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα αυτό να δηλώσει την αδυναμία του να εκδικάσει τη μονομερή ελληνική προσφυγή.

Η δεύτερη απόπειρα των Τούρκων να αμφισβητήσουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα
Μετά το 1980, η οξύτητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκδηλώθηκε σε διάφορους τομείς: στον επίμαχο αεροδιάδρομο J-60 στον χώρο του Αιγαίου, στις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά, σε επεισόδια με αλιευτικά σκάφη, αλλά και σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού και τέλος στο θέμα της Λήμνου.
Η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα και οι εξωφρενικές τουρκικές θέσεις οδήγησαν, τον Μάρτιο του 1987, τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Η κρίση του 1987 άρχισε με την πρόθεση της Τουρκίας να πραγματοποιήσει έρευνες (με το σκάφος «Πίρι Ρέις»)» για υδρογονάνθρακες σε υποθαλάσσια περιοχή του Αιγαίου, η οποία θεωρείται ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ένταση σύντομα κλιμακώθηκε, και οι δύο χώρες οδηγούνταν σε πολεμική σύγκρουση. Η απειλή του πολέμου μεταξύ των δύο χωρών του ΝΑΤΟ θορύβησε τον αμερικανικό παράγοντα, που, υπό τον φόβο ανάμιξης της Σοβιετικής Ένωσης έσπευσε να εκτονώσει την ένταση. Η Ελλάδα κατάφερε να εμποδίσει την τουρκική έρευνα, όμως η Τουρκία πέτυχε να διακόψουν και οι δύο χώρες τις έρευνες εκτός των χωρικών υδάτων.
Η απόπειρα του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Ανδρέα Παπανδρέου για επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν είχε αποτέλεσμα. Η συνάντησή του με τον Τούρκο Πρωθυπουργό Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός το 1988 απέβη άκαρπη. Ούτε οι όροι συνυποσχετικού για την υφαλοκρηπίδα, ούτε η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο συζητήθηκαν. Στο μόνο που συμφώνησαν ήταν να αναθέσουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε δύο επιτροπές.

Η κρίση στα Ίμια – Τηλεοπτική εξωτερική πολιτική
Τα Ίμια είναι δύο βραχονησίδες που βρίσκονται σε απόσταση έξι ναυτικών μιλίων ανατολικά των Δωδεκανήσων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα στα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονται σε απόσταση τριών μιλίων από τις ακτές της. Τα Ίμια, που έχουν απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλίων, δεν μπορούν να ανήκουν στην Τουρκία. Επιπλέον στη Λωζάννη η Τουρκία παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας για τα Δωδεκάνησα, τα οποία με τη Συνθήκη του Παρισιού το 1947 μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα, μαζί με τα Ίμια.
Η κρίση που ξέσπασε εκεί τον Ιανουάριο του 1996 στην ουσία ήταν ευθεία αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδος. Μέχρι τότε η Άγκυρα είχε εγείρει αξιώσεις στον θαλάσσιο και στον εναέριο χώρο. Η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Ιμίων ξεκίνησε μάλλον από ένα τυχαίο γεγονός. Στις 25 Δεκεμβρίου 1995 ένα τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε, σε μια από τις δύο βραχονησίδες των Ιμίων. Ο καπετάνιος αρνήθηκε τη βοήθεια του Λιμενικού, δηλώνοντας ότι βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Τελικά ελληνικό ρυμουλκό αποκόλλησε το τουρκικό σκάφος και το οδήγησε σε τουρκικό λιμάνι.
Τη σκυτάλη πήρε το τουρκικό Υπουργείο των Εξωτερικών που με διακοίνωσή του υποστήριξε ότι τα Ίμια ανήκουν στην Τουρκία. Ακολούθησε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο απέρριψε την τουρκική διακοίνωση. Η ανταλλαγή των διακοινώσεων μεταξύ των δύο χωρών δεν προοιωνίζονταν μεγάλη κρίση, μέχρις ότου ο δήμαρχος Καλύμνου ύψωσε την ελληνική σημαία σε ένα από τα δύο νησιά, συνοδευόμενος από έναν ιερέα, τον αστυνομικό διευθυντή και τηλεοπτικά συνεργεία. Την επόμενη ημέρα Τούρκοι δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Χουριέτ» κατευθύνονται με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια, υποστέλλουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική. Η επιχείρηση πήρε μεγάλη δημοσιότητα μετά που προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι της «Χουριέτ».
Αμέσως μετά, με εντολή του νέου πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, μοίρα του ελληνικού ναυτικού κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική. Η απάντηση της άλλης πλευράς ήταν η κατάληψη της Μικρής Ίμιας από Τούρκους κομάντος. Στο μεταξύ ελληνικά και τουρκικά πολεμικά είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τα Ίμια και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Τελικά, η πρώτη πράξη του πολέμου, η ναυμαχία δηλαδή μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών σκαφών, αποτράπηκε έπειτα από επέμβαση των Αμερικανών. Η εκτόνωση της κρίσης βασίσθηκε στο ότι στο εξής καμιά σημαία ούτε ελληνική ούτε τουρκική δεν θα υψωνόταν στις δύο βραχονησίδες. Και ότι οι δύο χώρες θα επέλυαν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις.
Η κρίση των Ιμίων είχε μια τραγική συνέπεια: την πτώση ελληνικού ελικοπτέρου και τον θάνατο τριών αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού. Επιπλέον, έδωσε αφορμή στην Τουρκία να θέσει ζήτημα «Γκρίζων Ζωνών» στο Αιγαίο, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε πολλά νησιά τα οποία άλλοτε τα αναβιβάζει σε 3.000 ή σε 200 και με… έκπτωση στα 18.

Ο κίνδυνος στρατηγικής περικύκλωσης
Σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον, η Τουρκία επιχειρεί να αναδειχθεί σήμερα σε μια περιφερειακή υπερδύναμη. Η παρουσία της στη Συρία με την ανοχή της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών τείνει να παγιωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Στο μεταξύ απέναντι στην Ελλάδα αυξάνει την ψυχολογική πίεση σε συνδυασμό με πρωτοφανείς προκλήσεις που έχουν έναν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα. Όπως συμβαίνει στον Έβρο, όπου κατά παράβαση κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου με μεθόδους βίας και απάτης εξωθεί χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στην Ελλάδα.
Με μια πολιτική αυξανόμενων αξιώσεων προσθέτει καινούργια χαρτιά στο τραπέζι. Από τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο μέχρι τις υπερπτήσεις επάνω από τα μεγάλα κατοικημένα νησιά. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της επεκτατικής της πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, διεκδικεί όλη τη θαλάσσια περιοχή από το Καστελόριζο μέχρι νότια της Κρήτης. Στην πραγματικότητα η συμφωνία που υπέγραψε με τη Λιβύη αναβαθμίζει τις αξιώσεις της σε περιοχές που, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ανήκουν στην Ελλάδα.
Εξάλλου η αυξανόμενη τουρκική παρουσία στη Λιβύη δεν πρέπει να θεωρείται εφήμερη. Κατά πάσαν πιθανότητα στοχεύει η αεροπορική βάση της Αλ Γουστίγια να αποτελέσει έδρα για στάθμευση τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών. Ταυτόχρονα ολοκληρώνονται οι εργασίες αποπεράτωσης του ελικοπτεροφόρου Anadolu που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, θα υπηρετήσει τον στόχο της δημιουργίας ναυτικής βάσης στη Λιβύη η οποία θα συνδέεται με τη βάση Πασά-Λιμάν στον Αυλώνα της Αλβανίας.
Είναι πλέον φανερό ότι η ανατροπή των δεδομένων δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να στρέφει το βλέμμα της μόνο στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στον Έβρο. Η αναπροσαρμογή της ελληνικής στρατηγικής αποκτά επείγοντα χαρακτήρα. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση των αμυντικών μηχανισμών της, ακόμα και με μια ασφυκτική περικύκλωση.

Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου συνομιλεί με τον Παύλο Βαρδινογιάννη και τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, υφυπ. Αμυνας στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, εξιστορεί τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου 1964
«…Παράλληλα με τις συζητήσεις στη Γενεύη, στην Κύπρο οι δύο κοινότητες προσπαθούν να κερδίσουν εδάφη. Παρά τη συμφωνία που πέτυχαν στην Αθήνα ο πρωθυπουργός και ο Μακάριος, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις αρχίζουν επιχειρήσεις κατά του τουρκικού προγεφυρώματος στην περιοχή Μανσούρας – Κόκκινα. Η Μανσούρα εγκαταλείπεται από τους Τούρκους, αλλά, με την επέμβαση της τουρκικής αεροπορίας, διατηρούν τα Κόκκινα. Οι Τούρκοι πυροβολούν και βομβαρδίζουν από τον αέρα το χωριό Πόλις και πολλά άλλα χωριά με πολλά θύματα από τον άμαχο πληθυσμό, κατά τις πληροφορίες που παίρνουμε υπάρχουν ήδη εκατό νεκροί και διακόσιοι τραυματίες. Ο Καραγιάννης διαφωνεί με τις επιχειρήσεις αυτές και παραιτείται. Η περιοχή της Τηλλυρίας αποτελεί ουσιαστικά το θέατρο ενός πολέμου με αεροπορικές επιδρομές μόνο από τη μία πλευρά και απόλυτη απουσία της άλλης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι αγανακτισμένος και στέλνει το γνωστό τηλεγράφημα προς τον Μακάριο «όλαι αι συμφωνίαι μας απέβησαν μάταιαι, άλλα συμφωνούμε και άλλα υμείς πράττετε». Η συμφωνία ήταν ότι για οποιαδήποτε ανάληψη στρατιωτικής επιχείρησης η Αθήνα έπρεπε να ειδοποιείται. Ο Γρίβας ο οποίος είχε πρωτοστατήσει παραιτήθηκε. Είναι φυσικό ότι με την παραίτηση Καραγιάννη και Γρίβα, στην Κύπρο επακολούθησε χάος.
Οι τουρκικές αεροπορικές επιδρομές συνεχίσθηκαν και απέτρεψαν την κατάληψη ενός μοναδικού τουρκικού προγεφυρώματος ενώ ήδη είχαν καταληφθεί τρία χωριά. Στις 9 Αυγούστου, ημέρα Κυριακή, πραγματοποιείται το απόγευμα στην Αθήνα έκτακτη σύγκληση του πολεμικού συμβουλίου με τη συμμετοχή του βασιληά. Ο Μακάριος καλεί απεγνωσμένα την Ελλάδα για βοήθεια, αεροπορική κατά το δυνατό, και όλοι μας είμαστε ανήσυχοι. Αποφασίζουμε να στείλουμε στην Κύπρο ένα σμήνος από την Ελλάδα με την εντολή να πετούν χαμηλά για να μην τους εντοπίσουν τα τουρκικά ραντάρ, να πετάξουν πάνω από τη Λευκωσία και να επιστρέψουν. Η Λευκωσία ειδοποιείται όταν το σμήνος έχει ήδη πλησιάσει στα κυπριακά χωρικά ύδατα, το αναγγέλλει ο ραδιοφωνικός της σταθμός και ξεχύνεται ο κόσμος στους δρόμους επευφημώντας τα ελληνικά αεροπλάνα. Αυτά κάνουν απλώς μερικούς γύρους πάνω από την πόλη και επιστρέφουν σώα. Η ιστορία αυτή είναι άγνωστη. Ήταν αρχικά ιδέα δική μου με τη συνεργασία του αρχηγού της αεροπορίας.
Δεν είχαμε προλάβει να ενημερώσουμε πλήρως τον πρωθυπουργό, από το τηλέφωνο εγώ τον διαβεβαίωνα ότι κάτι θα κάναμε για να αναστηλωθεί το ηθικό των Κυπρίων, αλλά περισσότερα δε μου ήταν δυνατό να του πω τηλεφωνικά. Ο βασιληάς, φυσικά, δε γνώριζε τίποτα, περιέργως ο βασιλικός Αντωνάκος δεν είχε προλάβει να κάνει την αναφορά του όπως πάντοτε συνήθιζε. Ή δεν τολμούσε ή το κρατούσε για ευχάριστη έκπληξη. Όταν έγινε γνωστό στο πολεμικό συμβούλιο ο βασιληάς, καθαρά ταραγμένος, με ρώτησε:
– Πως τολμάτε; Χωρίς έγκριση δική μου, του πρωθυπουργού ή του υπουργού σας;
Δεν άφησα τον πρωθυπουργό να επέμβει παρ’ ότι ήταν έτοιμος να με κατακεραυνώσει:
– Μεγαλειότατε, απάντησα. Αν κάτι συμβεί θέτω από τώρα την παραίτησή μου στη διάθεση του πρωθυπουργού και ας πει ότι ήταν δική μου πρωτοβουλία και όχι της κυβέρνησης. Με διώχνει και υπάρχει η δικαιολογία.
Ήταν όλοι συγχυσμένοι, αλλά και μερικοί τουλάχιστο αρκετά ικανοποιημένοι. Ο Κατσώτας, ο οποίος επέμεινε να κηρύξουμε αμέσως πόλεμο κατά της Τουρκίας αποκαλώντας μας –πρωθυπουργό, υπουργό και υφυπουργό άμυνας– δειλούς φάνηκε σχεδόν ενθουσιασμένος. Τα αεροπλάνα μας γυρίζουν πίσω, αλλά πρέπει να ομολογήσω, ως ότου γυρίσουν πέρασα μερικές από τις μεγαλύτερες αγωνίες της ζωής μου. Το σμήνος μας θα κινδύνευε αν οι Τούρκοι το είχαν εντοπίσει ή αν ήδη δεν είχε πέσει το σκοτάδι. Το ηθικό πάντως των Κυπρίων είχε αναπτερωθεί.
Ο Γρίβας που είχε εξαφανισθεί ανακαλύπτεται και πείθετε να αποσύρει την παραίτησή του. Συμφωνούμε μαζί του να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες χωρίς την έγκριση της Αθήνας. Η επιχείρηση της Τηλλυρίας, άλλωστε, άρχισε στις 7 Αυγούστου και την επόμενη η Αθήνα ζήτησε να διακοπεί όπως είχε συμφωνηθεί στην τελευταία σύσκεψη στην Αθήνα. Αλλά ο Γρίβας την συνέχισε οπότε οι Τούρκοι απάντησαν με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και, στις 9 Αυγούστου, σε πολύ ευρύτερη περιοχή χρησιμοποιώντας, μάλιστα, και βόμβες ναπάλμ. Το λεύκωμα πένθους που μας έφερε στην Αθήνα ο Κυπριανού έδειχνε με πολύ εύγλωττες φωτογραφίες τη φρίκη καμένων γυναικών και μικρών παιδιών στα σπίτια τους ή στους δρόμους.
Η Κύπρος δεν είχε αεροπορία και η αδυναμία μας να την βοηθήσουμε από την Ελλάδα μας οδήγησε στη σκέψη να στείλουμε στην Κύπρο πέντε Χάρβαρντ (ήδη παληά και απηρχαιωμένα σε σχέση με τα F 104 που είχαμε στείλει να πετάξουν πάνω από τη Λευκωσία) με κυπριακά σήματα, περισσότερο για ενθάρρυνση ή, έστω, αναγνωριστικές πτήσεις και με τη συμφωνία να μην χρησιμοποιηθούν χωρίς την έγκριση της Αθήνας. Θα ήταν καταδικασμένα αν έμπλεκαν σε αερομαχία με τα σύγχρονα που διέθεταν οι Τούρκοι, θα ήταν σα να εμπλέκονταν στον αέρα οι αετοί με τις κότες. Μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσαμε να σκεφθούμε τυχόν εμπλοκή τους, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και μάλλον σίγουροι θα έπρεπε να ήμαστε ότι θα επρόκειτο για επιχείρηση αυτοκτονίας. Όταν πληροφορηθήκαμε πως ένα τουρκικό αντιτορπιλικό είχε πλησιάσει στις βόρειες κυπριακές ακτές και ξεφόρτωνε οπλισμό – ίσως και άνδρες – ο Γρίβας ζήτησε να τα χρησιμοποιήσει. Ήμουν εγώ βάρδια στο Πεντάγωνο, εκείνο το βράδυ, απαγόρευσα τη χρησιμοποίηση των αεροπλάνων και παρότρυνα να βληθεί το τουρκικό σκάφος με όλμους που ήταν δυνατό να πλησιάσουν σε απόσταση βολής. Έστω και με οποιαδήποτε αντίποινα από μέρους των Τούρκων, όπως π.χ. κανονιοβολισμό από το τουρκικό πολεμικό, πράγμα που αμφέβαλα να θα επιχειρούσαν οι Τούρκοι. Πιθανότερη εκδοχή πίστευα πως θα ήταν η απομάκρυνση του τουρκικού σκάφους. Ο Γρίβας επέμεινε, την απαγόρευση την επανέλαβα έντονα, ο Γρίβας θύμωσε και παραιτήθηκε για μια ακόμα φορά. Την άλλη μέρα και ύστερα από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό διέταξα για κάθε ενδεχόμενο να επιστρέψουν τα Χάρβαρντ στην Ελλάδα.
Οι τουρκικές αεροπορικές επιδρομές σταμάτησαν στις 12 Αυγούστου και στις 13 επήλθε η ειρήνευση στη Μεγαλόνησο. Ο Καραγιάννης οριστικοποίησε την παραίτησή του και ο Γρίβας παρέμεινε αρχηγός της εθνοφρουράς. Η διάσκεψη στη Γενεύη, εν των μεταξύ, συνεχιζόταν – παρά τη χαλαρή αντίδραση του Μακαρίου –, πολλές και κάθε τόσο διαφορετικές ήταν οι σκέψεις ή οι προτάσεις του Άτσεσον, αλλά η βασική γραμμή ήταν ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με κάποιο, όμως, αντάλλαγμα για την Τουρκία. Ο ξένος τύπος θεωρεί τον Μακάριο εμπόδιο στο Σχέδιο Άτσεσον γιατί, όπως γράφουν, δεν ελέγχεται από την ελληνική κυβέρνηση. Η οποία δέχθηκε την τελική διαμόρφωση του Σχεδίου που πρόβλεπε ένωση με παραχώρηση – εκμίσθωση – μιάς βάσης στο κυπριακό έδαφος για την Τουρκία. Ήταν, όπως μάθαμε, ιδέα του Τουϊμουόγια. Φυσικά και με τη διαβεβαίωση της παροχής όλων των μειονοτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην τουρκική μειονότητα του νησιού. Αλλά και περίπου αυτοδιοίκηση των Τουρκοκυπρίων σε χωριά που ήταν δική τους η πλειοψηφία, με κάποια επιτήρηση από επιτροπή ή ένα μοναδικό εκπρόσωπο του ΟΗΕ. Εδαφικά ανταλλάγματα δεν θα υπήρχαν, αλλά η στρατιωτική βάση θα ήταν αρκετά ευρύχωρη όχι μόνο για τον στρατονισμό 10.000 ανδρών, αλλά για να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο αμάχων Τουρκοκυπρίων σε περίπτωση συγκρούσεων στο νησί.
Πανηγυρική υπήρξε η συνεδρίαση του υπουργικού μας συμβουλίου όταν ο πρωθυπουργός ανήγγειλε την τελευταία μορφή του Σχεδίου Άτσεσον. Με τη γνωστή του ευρηματικότητα και ευφράδεια υιοθέτησε το Σχέδιο λέγοντας «μας χαρίσουν μια πολυκατοικία και νοικιάζουμε τη σοφίτα». Όλοι – επαναλαμβάνω με έμφαση «όλοι» – οι υπουργοί και υφυπουργοί το ενέκριναν και όλοι υπέγραψαν τα σχετικά πρακτικά – που ποτέ δεν τα βρήκα χωρίς να μπορώ να πω αν χάθηκαν ή εξαφανίσθηκα σκόπιμα – και, μάλιστα, κάποιοι υπουργοί όρθιοι είπαν επί λέξει «Κύριε Πρόεδρε, είμαι υπερήφανος που είμαι μέλος αυτής της κυβέρνησης.
Πήρα από τον πρωθυπουργό την εντολή να εξετάσω με τους στρατιωτικούς του υπουργείου που θα πρέπει να προτείνουμε τη βάση στους Τούρκους, ποια η έκτασή της, που θα έπρεπε να περιλαμβάνει στρατωνισμό 10.000 ανδρών, και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Φυσικά, η πρόταση ήταν να χορηγηθεί έδαφος στη χερσόνησο της Καρπασίας, απέναντι από τις τουρκικές ακτές. Ασχοληθήκαμε μόνο με την τεχνική πλευρά του θέματος χωρίς να μας απασχολήσουν οι πολιτικές του πλευρές. Επί τρείς μέρες συζητούσαμε μέχρις ότου ο ίδιος ο πρωθυπουργός με πήρε στο τηλέφωνο για να μου πει «κλείστα όλα, η λύση τινάχθηκε στον αέρα, πάψε να ασχολείσαι και συ και οι στρατιωτικοί σου».
Γνώριζα πολύ καλά την αντίδραση του Μακαρίου κατά οποιαδήποτε σκέψης για το Σχέδιο Άτσεσον, ήταν όμως βέβαιο πως υπήρξαν και εσωτερικές αντιδράσεις, από την πλευρά μας, οι πληροφορίες έφερναν τον Ανδρέα Παπανδρέου να αντιδρά ακριβώς όπως ο Μακάριος. […] Καταφανής ήταν η στενοχώρια του Γέρου, που είχε γίνει μεγαλύτερη όταν έλαβε μια πικρή επιστολή από τον ίδιο τον Άτσεσον, στην οποία ο μεσολαβητής έλεγε, περίπου, πως ποτέ δεν πίστευε ότι μια κυβέρνηση μπορεί τόσο εύκολα να παίρνει το λόγο της πίσω, να υπαναχωρεί από μια θέση που είχε συμφωνήσει. Είχα δει αυτή την επιστολή, έστω και για λίγο. Ο μεγαλύτερος αριθμός των υπουργών, ενδεχομένως όλοι σχεδόν, δεν έριχναν μόνο το βάρος στον Μακάριο, αλλά άφηναν να εννοηθεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος βρισκόταν σε κρυφή επαφή και είχε συνεννοηθεί με τον Ανδρέα».
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου.
Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967
(τ. Α΄)

Το Κυπριακό πυροδότησε τις τουρκικές αμφισβητήσεις στο Αιγαίο
» Επισημάνσεις τεσσάρων βετεράνων της ελληνικής διπλωματίας
Τα ελληνοτουρκικά προβλήματα στο Αιγαίο εμφανίζονται υπό συγκεκριμένη και κατά καιρούς οξεία μορφή τουρκικών αμφισβητήσεων και αξιώσεων μόνο μετά την κυπριακή κρίση του 1963/64. Μετά την πρώτη κυπριακή κρίση του 1954 –ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, δράση ΕΟΚΑ– η τουρκική αντίδραση χτύπησε την ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη το 1955. Μετά τα γεγονότα ‘όμως του 1963/64 στην Κύπρο, η Τουρκία επανέλαβε μεν τα χτυπήματα κατά των Ελλήνων της Τουρκίας –Ίμβρος/ Τένεδος, απελάσεις Ελλήνων υπηκόων– έθεσε όμως και τις πρώτες αμφισβητήσεις του καθεστώτος στο Αιγαίο, όταν ζήτησε αναθεώρηση των ναυτικών επιχειρησιακών ρυθμίσεων στο Αιγαίο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η προϊούσα διεθνής απομόνωση της δικτατορικής Ελλάδος οδήγησε το Νοέμβριο του 1973 στην πρώτη διεκδίκηση μεγάλου τμήματος της υφαλοκρηπίδας από την Τουρκία. Και το πραξικόπημα του Ιουλίου 1974 στην Κύπρο υπήρξε πια η αφετηρία σειράς άλλων τουρκικών αξιώσεων.
Τα προβλήματα που ανακίνησε η Τουρκία στο Αιγαίο μπορεί να είναι κατά μεγάλο μέρος τεχνικά και πολύπλοκα, στην ουσία όμως κα θεωρούμενα στο σύνολό τους γεννούν στη δική μας αντίληψη ένα συγκεκριμένο και πραγματικό φόβο: τον εγκλωβισμό των νησιών του Ανατ. Αιγαίου σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, σε εναέριο χώρο ελεγχόμενο από την Τουρκία ή ενδεχομένως και μια επανάληψη του Αττίλα. Αυτός ο φόβος δεν είναι αβάσιμος, όταν θυμηθούμε την τουρκική στάση στο θέμα των νησιών από το 1913 μέχρι και την προσάρτηση της Δωδεκανήσου. Και φυσικά τον επιτείνουν οι κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων, επισήμων και μη, ότι τα νησιά αυτά αποτελούν τη «φυσική προέκταση» της Μ. Ασίας. Από την άλλη πλευρά πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην Τουρκία υπάρχει η ανησυχία πως οι μικρασιατικές ακτές και η πρόσβαση των Στενών θα ελέγχονται από την Ελλάδα και ότι αυτό που είναι ως τώρα ανοικτή θάλασσα θα μετατραπεί μια μέρα σε «ελληνική λίμνη». Ορισμένες άστοχες πρωτοβουλίες της δικής μας πλευράς, ιδιαίτερα στα χρόνια της δικτατορίας, –π.χ. η δημιουργία μιας αδικαιολόγητα εκτεταμένης τερματικής περιοχής στο αεροδρόμιο Λήμνου, η δημιουργία νέων, όχι πάντοτε αναγκαίων αεροδρομίων στο Ανατ. Αιγαίο κ.α.– έδωσαν το πρόσχημα στους Τούρκος να προβάλουν διογκωμένες απαιτήσεις. […] Η Τουρκία διεύρυνε συστηματικά το πεδίο των διαφορών της με την Ελλάδα από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν στο Αιγαίο, και ακολουθεί η Δυτική Θράκη. Για αυτό δεν ξέρομε αν και που θα σταματήσει. (Β. Θεοδωρόπουλος, Ευστάθιος Λαγάκος, Γ. Παπούλιας, Ι. Τζούνης: Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική πολιτική, εκδόσεις Ι. Σιδέρη, σσ. 54, 61-62)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

1. Κιζιλγιουρέκ Νιαζί, Κύπρος: Το αδιέξοδο των Εθνιασμών.
2. Ιεροδιακόνου Λεόντιος, Το κυπριακό πρόβλημα.
3. Χριστοδούλου Μιλτιάδης, Η πορεία μιας εποχής.
– Χριστοδούλου Μιλτιάδης, Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος (2 τόμοι).
4. Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967).
5. Ριζάς Σωτήρης, Ένωση – Διχοτόμηση – Ανεξαρτησία.
6. Παπαπολυβίου Πέτρος – Συρίγος Άγγελος – Χατζηβασιλείου Ευάνθης (επιμέλεια), Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945–1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο.
7. Άλκης Κούρκουλας, ΙΜΙΑ. Κριτική προσέγγιση του τουρκικού παράγοντα εκδόσεις Ι. Σιδερής.
8. Δρουσιώτης Μακάριος, Η πρώτη διχοτόμηση. Κύπρος 1963-1964.
9. Αβέρωφ Ευάγγελος, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών (Κυπριακό 1950-1963).
10. Αλεξανδράκης Μενέλαος – Θεοδωρόπουλος Βύρων – Λαγάκος Ευστάθιος, Το Κυπριακό 1950-1974, Μια ενδοσκόπηση.
11. Βλάχος Άγγελος
– Δέκα χρόνια Κυπριακού.
– Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης.
12. Γρηγοριάδης Σόλων, Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος 1941-1974.
13. Κληρίδης Γλαύκος, Η κατάθεση μου, τόμοι 4.
14. Κρανιδιώτης Νίκος, Δύσκολα Χρόνια Κύπρος 1950-1960.
– Ανοχύρωτη Πολιτεία, τόμοι 2.
– Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου – Χάρντιγκ 1955-1956.
15. Μπίτσιος Δημήτρης
– Κρίσιμες ώρες.
– Φύλλα από ένα Ημερολόγιο.
16. Παπαγεωργίου Σπύρος
– Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, τόμοι 3.
– Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, τόμοι 3.
– Μακάριος η πορεία δια πυρός και Σιδήρου. Εκδόσεις Γ. Λαδιάς και Σία.
17. Τούμπας Ιωάννης Ν., Από το Ημερολόγιον ενός Υπουργού.
18. Φωτοειδησεογραφικό Πρακτορείο «Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ».
19. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΣΤ΄.
20. Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
21. Εφημερίδα «Βήμα» 24 Μαΐου 2020.
22. Εφημερίδα «Καθημερινή» 24 Μαΐου 2020.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα