Σε μια φυλακή επήγε μια ομάδα φιλανθρώπων,
για να δώσει λίγα δώρα και κουράγιο των ανθρώπων,
που ‘χουν στερηθεί το μέγα αγαθό τσ’ ελευθερίας
και ρωτά στο Μαγειρείο, έτσι, χάριν απορίας …
Τί αδίκημα έχουν κάνει τρεις που δούλευαν εκεί
και που, εκ της πρώτης όψης, δεν τους φαίνονται κακοί
Εγώ, απαντά ο πρώτος, βρήκα ένα πορτοφόλι,
όπως θά ‘βρισκε ο καθένας μέσα στη μεγάλη πόλη …
Κι ο Διευθυντής, που ακούει, λέει σιγά στους επισκέπτες,
ότι στα λεγόμενά τους οι κρατούμενοι είναι ψεύτες …
Τούτος όμως, λέει αλήθεια … ναι !… το πορτοφόλι βρήκε,
στο ΜΕΤΡΟ, στην τσέπη «μπάτσου» …
το χεράκι του σαν μπήκε
Μετά ο δεύτερος τους λέει : «Κι εγώ άδικα είμαι μέσα,
γιατί δεν υπάρχει κράτος, γιατί δεν υπάρχει μπέσα …
Επειδή με τη δουλειά μου άνοιξα ένα μαγαζί…
μού ‘χουν ρίξει δέκα χρόνια κι ένα πρόστιμο μαζί…»
Κι ο «υποβολέας» λέει. «Ναι σε όλους είν’ γνωστό
πως το μαγαζί το ξένο, τ’ άνοιξε μ’ ένα … λοστό …»
Λέει ο τρίτος. «Είμαι μέσα, ο Μεμάς ο ξακουστός,
γιατί θέλησα να μείνω εις τον όρκο μου πιστός …»
Κι ο Διευθυντής τους λέει, σιγανά, (μην ακουστεί):
«Τη γυναίκα του έχει σφάξει, που δεν του ‘μεινε πιστή
και δεν χώρισε διότι, τσ’ είχε, λέει ορκιστεί,
πως … με θάνατο μονάχα θα την αποχωριστεί…».