Αρχικά ως μόνο ρυθμιστής των τιμών φαίνεται να είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Την παραγωγή την αυξάνει, η αύξηση του ανταγωνισμού και η αύξηση των υποδομών μεταφορών. Την ζήτηση την αυξάνει, η αύξηση του πληθυσμού και η αύξηση των αναγκών του ανθρώπου.
H εξέλιξη της ανθρωπότητας αφενός μεν αυξάνει την προσφορά κυρίως μέσω της βιομηχανοποίησης της παραγωγής και αφετέρου αυξάνει την ζητήσει διότι αυξάνεται ο πληθυσμός και οι ανάγκες του ανθρώπου.
Ο προστατευτισμός είναι ένας παράγοντας που παρεμβαίνει για να ρυθμίσει την προσφορά και τη ζήτηση, βάζοντας περιορισμούς στις εισαγωγές των αγαθών.
Τις τιμές όμως δεν τις καθορίζει μόνο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης αλλά και το νόμισμα. Είναι γνωστό ότι το νόμισμα είναι ένα αποδεκτό μετρό αποτίμησης της αξίας αλλά παράλληλα είναι και ένα αγαθό, το οποίο υπόκειται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Δηλαδή η αξία του αυξάνει όταν είναι σε σπανιότητα και μειώνεται όταν είναι σε αφθονία.
Οι σύγχρονες δημοκρατικές κυβερνήσεις διαφυλάττουν τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών και τα δικαιώματά τους στην ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία. Όμως χαρακτηρίζονται από μεγάλες δημόσιες δαπάνες οι οποίες όταν είναι ανεξέλεγκτες οδηγούν στον όλεθρο το κράτος και τους πολίτες. Τα άσχημα οικονομικά είναι πάντα ο θάνατος των δημοκρατιών.
Δυστυχώς στις σύγχρονες κοινωνίες μας δεν έχουν εγκαθιδρυθεί μηχανισμοί που να αποτρέπουν την δημιουργία νέων δαπανών αλλά ούτε και να επιδιώκουν την κάθε δυνατή οικονομία στις ήδη υπάρχουσες δαπάνες.
Μία βέλτιστη οικονομία θα πρέπει να προβαίνει σε νέες δαπάνες από το περίσσευμα του προϋπολογισμού, αλλιώς οι νέες δαπάνες θα πρέπει να καλύπτονται από ισόποση αύξηση της φορολογίας. Η αύξηση της φορολογίας στερεί κεφάλαια από τις επενδύσεις και έτσι στερεί την ανάπτυξη μιας χώρας.
Το «πάνδημον του φόρου» είναι μια ευεργετική αρχή που μπορεί να περιστέλλει τις δαπάνες, μόνο όταν η κάθε τάξη γνωρίζει ότι όταν θα αυξάνονται οι δαπάνες θα πληρώσει κι αυτή ένα μέρος από τους φόρους που χρειάζονται για να γίνουν αυτές οι δαπάνες. Η βασική εξίσωση είναι: κρατικές δαπάνες = φόροι.
Ο ρόλος των κοινοβουλίων είναι να ελέγχουν και να περιστέλλουν τις δαπάνες και όχι να εξωθούν σε νέες δαπάνες. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί όμως εξωθούνται σε περισσότερες δαπάνες κυρίως κατά την προεκλογική περίοδο με αποφάσεις των κοινοβουλίων.
Σε κοινωνίες όπου η κοινή γνώμη δεν αντιλαμβάνεται ότι κρατικές δαπάνες = φόροι, αναπτύσσεται τάση προς σπατάλες, δηλαδή περισσότεροι φόροι και εν τέλει εξαθλίωση των πολιτών. Η διαμαρτυρία γίνεται τεράστια όταν οι δαπάνες γίνονται υπέρ μιας συγκεκριμένης τάξης και πληρώνονται από κάποια άλλη τάξη. Αυτή η εξαθλίωση των πολιτών όταν παρατείνεται θα αποτελεί λόγω προτίμησης απολυταρχικών πολιτευμάτων τα οποία θα υποσχεθούν την ανακούφιση τους από την υπερφορολόγηση με την περιστολή των δαπανών.
Χαρακτηριστικό των απολυταρχικών πολιτευμάτων είναι ότι δεν προβαίνουν σε νέες δαπάνες καθώς θα πρέπει να επιβάλουν νέους φόρους, και οι νέοι φόροι δημιουργούν δυσφορία στους πολίτες και κυοφορούν ταραχές και επαναστάσεις.
Η κάλυψη των δαπανών με φόρους δεν είναι πάντα δυνατή. Υπάρχει ανώτατο όριο στην φορολογία και αυτό είναι το σημείο πέρα από το οποίο αρχίζει η κάμψη της εθνικής παραγωγής.
Στην περίπτωση αυτή οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στο δανεισμό καθώς είναι ο μόνος τρόπος να εισπραχθούν μεγάλα ποσά για να καλυφθούν έκτακτες δαπάνες όπως π.χ. στην περίπτωση της πανδημίας, στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και λοιπά. Θα πρέπει όμως τα δάνεια να χρησιμοποιηθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε ετησίως να συγκεντρώνονται από τις αποδόσεις, τουλάχιστον τα ετήσια ποσά των τόκων και των χρεολυσίων που πρέπει να επιστρέφονται κατ’ έτος.
Εάν τα δάνεια δεν μπορούν να δημιουργήσουν τις αποδόσεις που θα καλύπτουν τα τοκοχρεολύσια θα πρέπει πριν ληφθούν τα δάνεια, να επιβληθούν οι φόροι με τους οποίους θα πληρώνονται τα ετήσια τοκοχρεολύσια. Αυτό απαιτεί μία συνετή διακυβέρνηση και απαιτείται και από τις αρχές των σωστών οικονομικών αποφάσεων.
Η πληθωρική κυκλοφορία χρήματος προερχόμενη από την «εκτύπωση χρήματος» ή από την «ποσοτική χαλάρωση» ή από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό δημιουργεί πληθωρισμό δηλαδή αύξηση των τιμών των αγαθών. Επίσης δημιουργεί υποτίμηση του νομίσματος με συνέπεια να ανατιμάται το συνάλλαγμα. Από την αρχή του έτους το ευρώ έχει χάσει το 14% της αξίας του έναντι του δολαρίου. Η αύξηση των τιμών και του συναλλάγματος δημιουργεί αστάθεια στην οικονομία. Η αστάθεια μετατρέπει τις συναλλαγές σε κερδοσκοπικές.
Τα εισοδήματα αναδιανέμονται με σημαντικές απώλειες για τα φτωχά νοικοκυριά. Όλες αυτές οι ανισορροπίες θα θεραπευτούν με την αύξηση του ποσοστού των φόρων και με τον περιορισμό των δαπανών τα οποία θα δυσαρεστήσουν τον λαό. Μόνο αυτή η δυσαρέσκεια μπορεί να σταματήσει τον πληθωρική κυκλοφορία χρήματος και κατ’ επέκταση τον πληθωρισμό.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης