Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Οι χρυσαφίδες

Στα παλιά τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, οι στερήσεις, οι αρρώστιες, ακόμα κι η πείνα, μα κι οι λιμοκοντόροι αστοί πολιτικοί που κορόιδευαν το λαό, βασάνιζαν τον κόσμο.

H φυματίωση θέριζε, δουλειές δεν υπήρχαν, οι άνθρωποι ήταν σε απόγνωση. Στην παραλία της Καινούργιας Χώρας, ο Στελής ο ψαράς που ’χε να θρέψει οχτώ κοπέλια δεινοπαθούσε να τα βγάλει πέρα. Καθημερινά η γυναίκα του γκρίνιαζε. Πότε – πότε πέρα απ’ τον Κλαδισό πετούσε παράνομα και κανένα δυναμιτάκι να βγάλει κανένα ψαράκι παραπάνω. Όμως μάταια. Η γυναί- κα του τον είχε βερεμιάσει [1] με τη μουρμούρα της. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε κάτι να κάνει. Στο τέλος το βρήκε. Θα γίνει ψαράς στη… στεριά. Θ’ αγόραζε και θα πουλούσε ψάρια και θαλασσινά. «Αμ’ έπος αμ’ έργον». Με την βοήθεια των φίλων του έφτιαξε ένα όμορφο καρότσι, κατάλληλο να περνά από τα χωμάτινα στενά σοκάκια της συνοικίας.
Έτοιμος για τη νέα του δουλειά, αγόρασε από την ψαραγορά της Δημοτικής Αγοράς και από τα καΐκια της Καινούργιας Χώρας. Ξεκίνησε. Δούλευε καλά γιατί πουλούσε φρέσκα προϊόντα κι οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι. Μια μέρα στο καθημερινό του σεργιάνι βρέθηκε έξω από τον φούρνο του Βαβούρη, κοντά στο Πανελλήνιο, που ήταν ονομαστός για το αφράτο του ψωμί. Άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του με την στεντόρεια φωνή του. Σε λίγο εμφανίστηκαν από τα γύρω στενά, οι πρώτοι πελάτες. Βγαίνει κι από τον φούρνο, σινάμενη και κουνάμενη μια καλοστεκούμενη, που πλησιάζει το ψαροκαρότσι και παρατηρεί το περιεχόμενό του με ενδιαφέρον. Το μάτι της πέφτει στις πελαγίσιες σάρπες που μοιάζανε σαν όμορφες κοπέλες. Ξάφνου ρωτά: «Ψαρά, καλέ ψαρά, τι ψάρια είναι αυτά;». Ο Στελής, παιδί της πιάτσας, που στο φτερό στην κιάλαρε για τρελέγκω, της απάντησε: «Αυτά μαντάμ λέγονται χρυσαφίδες. Είναι τα καλύτερα. Και το πιο ωραίο είναι πως δε θέλουν καθάρισμα όπως τ’ άλλα». Ακούει από μέσα την κουβέντα ο χοντρομπαλάς Βαβούρης, που έμοιαζε με βαρέλι, και βγαίνει στην πόρτα απευθυνόμενος στον Στελή: «Ρε ψευταρά, δεν το κόβεις με τα παραμύθια σου;». Ο ψαράς ψύχραιμος του απαντά: «Ρε συ φίλε μου κρίμα και θα σου καούν τα φαητά. Μα καλά δεν ακούς τη μυρωδιά που εμείς από δω βλέπουμε τους καπνούς;». Ο Βαβούρης που δεν περίμενε τέτοια απάντηση αλαφιάζεται, γυρίζει να μπει στο φούρνο κι από το ζόρε του σφηνώνει στην πόρτα. Τα γέλια και τα χάχανα των παρευρισκομένων δεν περιγράφονται.
Την άλλη μέρα η μαντάμ ακολουθώντας τις οδηγίες του Στελή πάει το ταψί με τις χρυσαφίδες στο φούρνο. Ο Βαβούρης εκείνη την ώρα έλειπε και το ταψί μπήκε στον φούρνο. Σε κάμποση ώρα ένα μικρό «μπαμ» ακούστηκε. Ανοίγει το φούρνο και τι να δει! Οι «χρυσαφίδες» από την υψηλή θερμοκρασία έσκασαν και βρώμισαν όλα τ’ άλλα φαγητά του φούρνου. Το Βαβούρη να τον έπιανες από τη μύτη θα έσκαγε. Και καλά αυτή η παλαβή, η μωρόπιστη! Αλλά εκείνος ο άτιμος ο ψαράς με το χνέρι [2] που του ’κανε θα την πλήρωνε πολύ ακριβά. Πάνω από δυο μήνες έψαχνε το Στελή για να τον εκδικηθεί, μα αυτός άφαντος. Κορόιδο ήταν;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] βερεμιάζω ή βερεμιώ = πάσχω από βερέμι δηλ. από φυματίωση. (Βλ. Αντ. Ξανθινάκης, Λεξικό Ερμηνευτικό Ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001).

[2] χνέρι είναι το Χουνέρι (το) (<τούρκ.huner) = το πάθημα. Έτσι λέγεται στην Βασιλι- τσιώτικη ντοπιολαλιά (από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα