»… Ψιχία, ψήγματα και κτερίσματα μιας ζωής στο Χώρο Τέχνης Χανίων
«…αντιλαμβάνομαι μέσα μου κάτι σα σημείο θείο και υπερφυσικό (…) Τούτο δε, το οποίο άρχισε από την παιδική μου ηλικία, είναι ένα είδος φωνής η οποία μιλά και πάντοτε μεν με αποτρέπει από τούτο το οποίο μέλλω να πράξω, ουδέποτε δε με προτρέπει…»
Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης δείχνει μια σειρά από έργα του στο Χώρο Τέχνης Χανίων, σε μια έκθεση σε επιμέλεια της Πέπης Ρηγοπούλου και του Δημήτρη Αγγελάτου με τίτλο Ενσωμάτωση, ικεσία και απειλή. Η έκθεση περιλαμβάνει όλα τα θέματα και τα μελήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον Γιάννη Μαρκαντωνάκη ως καλλιτέχνη και τα οποία είναι, σε μεγάλο βαθμό, προσωπικά, δηλαδή περιστρέφονται γύρω από το δικό του πρόσωπο και τη ζωή του.
Οι επισκέπτες της έκθεσης εισχωρούν στο εικαστικό αυτό σύμπαν του δημιουργού στο οποίο μετέχουν φιλικά και άλλοι πενήντα καλλιτέχνες, διανθίζοντας με τη δουλειά τους τα έργα του Μαρκαντωνάκη. Βλέπει κανείς την Αγλαία Περράκη και τον Πέτρο Ξενάκη, τον Πάνο Φειδάκη, τη Μάγδα Βογιατζή, τον Μιχάλη Μανουσάκη και τη Λαμπρινή Μποβιάτσου, μεταξύ πολλών άλλων, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να διακρίνει πού τελειώνει η έκθεση των άλλων καλλιτεχνών και πού αρχίζει η έκθεση του Μαρκαντωνάκη, πού είναι η ιδιωτική συλλογή του καλλιτέχνη και πού το δικό του, προσωπικό έργο, πού αρχίζει το εργαστήριο και πού τελειώνει o εκθεσιακός χώρος. Η απουσία ορίων και περιχαράκωσης του προσωπικού έργου αφενός ακολουθεί τα κελεύσματα της μοντέρνας πρωτοπορίας στην τέχνη για σύνδεση της τέχνης με την ζωή, αφετέρου χρίζει την έκθεση με ένα ιδιαίτερο, αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που είναι γνώρισμα της καλλιτεχνικής σκηνής, μετά τη δεκαετία του 1980, όταν οι οικουμενικές αξιώσεις του μοντερνισμού έδωσαν τη θέση τους στις μεταμοντέρνες αφηγήσεις πιο προσωπικού χαρακτήρα, την τέχνη ιδιαίτερης ταυτότητας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Christopher Reed.
Είναι σχεδόν αδύνατο να περιγράψει κανείς τα έργα, χωρίς να γνωρίζει επακριβώς πού ξεκινούν και πού τελειώνουν. Περιδιαβάζοντας την έκθεση, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το νόημα δε βρίσκεται πλέον στην περιγραφή, σε αυτή την προσφιλή στους ιστορικούς τέχνης, μέθοδο προσέγγισης των έργων τέχνης. Ο καλλιτέχνης περικυκλώνει τους επισκέπτες με ψιχία, ψήγματα και κτερίσματα των κατά καιρούς εγκαταστάσεων και επιτελέσεών του, βάζοντάς τους σε ένα κλίμα και μια ατμόσφαιρα και προτρέποντάς τους να δουν συνολικά το έργο του και την οπτική του στον κόσμο, υπό το πρίσμα της ενσωμάτωσης, της ικεσίας και της απειλής που είναι ο τίτλος της έκθεσης. Ο τίτλος αυτός «Ενσωμάτωση, ικεσία και απειλή» δηλώνει ακραίες καταστάσεις και συνθήκες υπαρξιακού χαρακτήρα που έχουν άμεσες σωματικές επιπτώσεις, αποκαλύπτοντας το σώμα σε κλονισμό και ευθραυστότητα και αναδεικνύοντας τη θνητότητά του.
Κλονισμός, ευθραυστότητα και θνητότητα προσομοιώνονται μέσω της αναμόχλευσης, της δίνης και της πλαστικής συσπείρωσης της ζωγραφικής ύλης με άμορφο τρόπο, πυκνή και γαιώδη πάστα που χαρίζει ανάγλυφη υφή στα ζωγραφικά έργα και μια απτική διάσταση που θυμίζει στους επισκέπτες ότι ο καλλιτέχνης είναι πρωτίστως γλύπτης. Τα ένθετα έτοιμα αντικείμενα που εισέρχονται στους πίνακες και στις συνθέσεις ενσωματώνονται στο τελικό αποτέλεσμα, θυμίζοντας πότε τις συναρμογές του Jasper Johns και πότε του Joseph Beuys. Η προσωπική ματιά και σύνθεση του Μαρκαντωνάκη είναι τόσο ιδιαίτερη όσο του Beuys που είναι αμφίβολο αν κάποιος άλλος καλλιτέχνης ή επιμελητής θα μπορούσε να τον διαδεχθεί, να τον μιμηθεί ή να αναδημιουργήσει τα περιβάλλοντά του. Ο τρόπος που δημιουργεί είναι ξεκάθαρα βιωματικός, καθώς αναφέρεται στις προσωπικές του εμπειρίες, στη μητέρα του, στους φίλους του, στους καλλιτέχνες που θαυμάζει και σε προσωπικές ενοράσεις που άλλοτε ανακαλούν τα όνειρα και άλλοτε τους εφιάλτες του. Χαρακτηριστική είναι, από την άποψη αυτή, η σειρά με τους δαίμονές του, ελάσσονες θεότητες με καθοδηγητικό ρόλο που άλλοτε είναι καλόβουλοι και άλλοτε κακόβουλοι και τους οποίους ο καλλιτέχνης παριστάνει σε ένα άχρονο και δυστοπικό χώρο, δίνοντας μορφή στις οπτασίες του, όπως ο μεγάλος Αναγεννησιακός καλλιτέχνης Ιερώνυμος Bosch.
Ο Μαρκαντωνάκης δείχνει την ίδια συσσωρευτική διάθεση με τον Bosch: όπως ο Bosch γεμίζει τον καμβά με τις φιγούρες και τους δαίμονές του, έτσι και ο Μαρκαντωνάκης γεμίζει το χώρο με τα αντικείμενά του, μέχρι ακραίου κορεσμού. Η υπερπληρότητα αυτή δημιουργεί μια υπεραξία που δε βασίζεται στο μεμονωμένο αντικείμενο, έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε το έργο τέχνης, αλλά στο συνδυασμό των αντικειμένων και στην ατμόσφαιρα που ο κάθε τέτοιος συνδυασμός δημιουργεί. Πρόκειται για μια απαιτητική τέχνη, τόσο απαιτητική όσο ο ίδιος ο καλλιτέχνης από τον εαυτό του και τους οικείους του, γεγονός που δεν την κάνει λιγότερο ενορατική.
Ποιοι είναι οι δαίμονες αυτοί που απασχολούν τόσο τον Μαρκαντωνάκη; Καθένας τους φαίνεται να μιλά στον καλλιτέχνη με μια φωνή που μόνο αυτός ακούει και να τον προτρέπει να συνεχίζει ακούραστα το συνολικό και συμπεριληπτικό έργο του που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Πέπη Ρηγοπούλου, στο πρόσφατο αφιέρωμά της στον καλλιτέχνη. Ή μήπως είναι ο δαίμονας μια μόλυνση στο αυτί, μια αρρώστια που φέρει μια απειλή στη φυσιολογία της ζωής, όπως ο Friedrich Nietzsche έλεγε ειρωνικά για τον δαίμονα του Σωκράτη το 1878; Οι δαίμονες του Μαρκαντωνάκη ήταν ανέκαθεν προσφιλείς στον καλλιτέχνη είτε ως Σάτυροι, ερωτικοί, έτοιμοι να τρυγήσουν το θαύμα της ζωής, είτε ως Σιληνοί που τραγουδούν και χορεύουν, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό, τη ροή των νερών και την ευφορία της γης. Στην αρρώστια που έχει βρει τον Μαρκαντωνάκη, οι δαίμονες αυτοί πράγματι φαίνεται να τελούν σε έξαρση, δίνοντάς του θάρρος και αντοχή, κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει να μοιράζεται μαζί μας τα καλλιτεχνικά οράματά του που ενεργοποιούν εντός μας τη δική μας πλησμονή για την ζωή, αυτή που δεν έχουμε ακόμα ζήσει.
Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που δεν έχει ακόμα λάβει την αναγνώριση που του αξίζει στη βραδυφλεγή μας πόλη. Η έκθεσή του πέραν του γεγονότος ότι ενσωματώνει με τρόπο ευαίσθητο και αισθαντικό, πολλές από τις ανησυχίες και τις προσδοκίες της τέχνης σήμερα, είναι ένα μάθημα για την περιπέτεια της ζωής το οποίο δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητο τον κάθε φιλότεχνο. Η έκθεση αυτή θα άξιζε να παρουσιαστεί σ’ ένα δημόσιο χώρο, να λάβει την κηδεμονία των αρχών της πόλης και να συζητηθεί όπως αρμόζει, ώστε να γίνουν τα νοήματά της κοινό και περήφανο κτήμα μας.
*Ο Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος, είναι Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, κριτικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων