Πριν λίγο μίλαγα με το ξαδερφάκι στο χωριό για να του παραγγείλω μερικά Ορεινά φαώσιμα για τση γιορτές, αλλά δεν ήτανε στση καλές του.
– Ελα μωρέ ξάδερφε καλημέρα ίντα κάνεις… γιάντα άργησες να σηκώσεις το τηλέφωνο και κακόβαλα… δεν πιστεύω νά βανες τα βούγια στ’ αλώνι..
-Μωρέ δεν με παρετάς πρωι πρωι με τση σάχλες σου… ένα χοχλιδάτο κούκλη εκυνήγουνα γιατί μου ξεπουπούλιασε ούλες τση όρθες ο κερατάς.
-Είπα κι εγώ αντράρα μου, ότι εξεσκάλιζες την ξαδέρφη, για να τσιμπήσεις το διχίλιαρο που έταξε το συντεκνάκι σου…
-Ντα ίντα θαρείτε μωρέ πως είναι τα κοπέλια κι εσύ κι αυτό, επιλέξιμα αρνιά να πάρω την επιδότηση… και ποιος θα μου το αναθρέψει μετά, το γουβέρνο γή απατός σου.
-Καλά-καλά ξια σου, εγώ σε πήρα για να μου σιάξεις 2-3 κιλά μαλάκα για καλιτσούνια, ένα μικιό κουρουπάκι συγκλινα και να μου σφάξεις κι ένα ρίφι την παραμονή …α και για να μην το ξεχάσω… να μου βρεις να χαρείς και μια τσάντα τσαμναγκάθι…
-Μα ίντα μου λες μωρέ άρχοντα, που θα με μπέψεις και στα χόρτα, χορταρού με πέρασες… που θα πάω εγώ στον κάμπο με το καλάθι, να με δει κιανείς χωριανός να μου βγάλει μαντινάδες.
-Δεν πάω, μόνο νά ’ρθεις να τα μαζώξεις απατός σου.
-Πες τωνε μωρέ Πωλιό πως είναι δικά μου, που θέλω να τα κάνω με το ριφάκι..
-Όπου νά ’ναι θα σε στείλω Γιωργιό… μόνο πες μου ανέ θέλεις πράμα άλλο, γιατί εσύ είσαι αργόσχολος, αλλά εγώ έχω να ταΐσω τα ζούμπερα.
Τον έκλεισα κατ’ ευθείαν πριν με ξαποστείλει….!