Οταν ήμουν μαθήτρια, έτρεφα ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό για τον ποιητή Γεώργιο Βιζυηνό. Κι ένιωθα να σφίγγεται η καρδιά μου κάθε φορά που τον συλλογιόμουν μέσα στο Ψυχιατρείο. Κάθε φορά που διάβαζα τους στίχους που είχε γράψει μέσα σ’ αυτό, θρηνώντας την χαρά που του «αρπάχτηκε». Οι στίχοι του ηχούσαν στ’ αφτιά μου λυπητερά σαν τις καμπάνες της Μ. Παρασκευής! «Σαν μ’ αρπάχτηκε η χαρά, που εχαιρόμουν μια φορά…». Υστερα από χρόνια, «η μοίρα κι ο καιρός» όρισαν να δουλέψω στο Ψυχιατρείο. Να γνωρίσω τους δικούς μου ποιητές. Να ζήσω μαζί τους 26 ολόκληρα χρόνια. Να μοιράζομαι καθημερινά τα συναισθήματα που ταλάνιζαν τις ψυχές τους: Θλίψη, αγωνία, πόνο. Πίκρα για τη χαμένη χαρά τους, τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Λαχτάρα για τη ζωή. Αραιά και πού, γευόμουν και τις χαρές τους. Μικρές, ελάχιστες χαρές, σαν φώτα αλαργινά… Για μένα, όλοι οι «εντός των τειχών» άνθρωποι, ήταν ποιητές! Οι δικοί μου ποιητές! Ακόμα κι εκείνοι που δεν είχαν ιδέα από ποιήματα, που δεν γνώριζαν καθόλου γραφή και ανάγνωση! Ποιητής είναι αυτός που αγγίζει την ψυχή σου! Εκείνος που «γράφει» μέσα σου με την ευγένεια, την καλοσύνη, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την αγάπη του. Και πιστέψτε με όλοι, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, άγγιξε την ψυχή μου. Μα ήταν κι αυτοί, που όπως ο Βιζυηνός, έγραφαν ποιήματα. Αληθινά ποιήματα. Που μετουσίωναν την λαχτάρα τους για «μια θέση στον ήλιο, μια θέση στην καρδιά μας» σε λέξεις. Και τις απόθεταν καθημερινά πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, αναζητώντας να βρουν, κατά τον Μάνο Ελευθερίου «επί τέλους αγάπη και κατανόηση, που ούτε πουλιούνται ούτε δανείζονται»… Πολλοί από τους ποιητές μου δεν ζούνε πια. Και τι μ’ αυτό. Κρατώ φυλαγμένες στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή μου τις μορφές τους. Τα πρόσωπα, τις εκφράσεις, τις κινήσεις, τα λόγια, τις φωνές, τις σιωπές, τα βλέμματά τους. Κι έχω κρυμμένα στα συρτάρια μου, ακριβά θυμητάρια, τα ποιήματα που μου εμπιστεύονταν… Ποιήματα- κραυγές, που ξέφευγαν από τα τρίσβαθα της καρδιάς τους! Ποιήματα-φωτιές, που γύρευαν να κάψουν τα σκοτάδια τους. Ποιήματα – φλόγες, που έφεγγαν κι ακόμα φέγγουν… Καταφεύγω συχνά σ’ αυτά. Και ψηλαφίζω λέξη τη λέξη, στίχο τον στίχο, αράδα την αράδα, τις ψυχές τους. Αφουγκράζομαι τον χτύπο της καρδιάς τους. Αγγίζω με προσοχή, όπως τότε, τα σημάδια των «ήλων» πάνω στις καρδιές τους. Και συλλογιέμαι πως ήμουν τυχερή που έζησα μαζί τους. Που μ’ αγάπησαν και τους αγάπησα. Ενας από τους αγαπημένους μου ποιητές ήταν ο Γιώργης Κοκκινίδης. Και θέλω σήμερα να μοιραστώ μαζί σας, ζεστό «φρέσκο ψωμί» ένα από τα ποιήματά του. Σίγουρη, πως εκεί που βρίσκεται θα νιώσει πως δεν έσβησαν οι στίχοι του… πως τους διαβάζω συχνά και τον θυμάμαι… πως τους διαβάζω, γιατί τον θυμάμαι συχνά: Περιπλανιέμαι Ταπεινός, Ρακένδυτος/ γράφοντας στα εξωτοίχια οικιών στίχους/ Να μείνουν ή να σβήσουν/ Γεμάτος φλόγα/ Ερημος, για να αντέξω έμεινα/ Ροές ποταμών με περιμένουν/ να κωπηλατήσω στο Μυαλό/ και στην καρδιά αγκυροβόλι να ’βρω/ Εντρομος από την τρελή αρρώστια της ψυχής/ Εκουβάλησα όρη εις τις πλάτες/ Αγιο με βάφτισαν/ Τώρα σκορπώ ζωές/ για να ανταμείψω τους είλωτες/ τους τραγικούς/ Μα πρέπει κάποτες/ να ζεσταθώ, φρέσκο ψωμί, να το μοιράσω/ Ας ζήσουν εκείνοι που με φοβήθηκαν/ Μα πρέπει να εκλιπαρώ για ώρες καλοσύνης/ Επειτα/ να φεύγω Ουρανομήκης και καλός/ δίπλα σ’ Ολύμπιους θεούς/ Ας είναι όλοι τους καλά/ να με θυμούνται…
ΚΑΙ ΣΕ ΑΝΩΤΕΡΑ…..