Οι σχέσεις της ∆ύσης µε την Ινδία βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, µε στρατηγικά, οικονοµικά και ιδεολογικά συµφέροντα που προωθούν µια στενότερη συνεργασία µεταξύ των δηµοκρατιών τους. Η συνεργασία καθοδηγείται από διάφορους βασικούς παράγοντες, καθένας από τους οποίους έχει επιπτώσεις τόσο για τις εµπλεκόµενες χώρες όσο και για την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.
Έχοντας κοινά στρατηγικά συµφέροντα όπως η αντιµετώπιση της κινεζικής επιθετικότητας, ένα από τα κύρια κίνητρα για την ενίσχυση της εταιρικής σχέσης ∆ύσης-Ινδίας είναι η αµοιβαία ανησυχία για την κινεζική εδαφική επιθετικότητα και τη στρατιωτική επέκταση στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η ∆ύση βλέπει τις ενέργειες της Κίνας, ιδιαίτερα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και κατά µήκος των συνόρων Ινδίας-Κίνας, ως πρόκληση για την περιφερειακή σταθερότητα και τα δικά της στρατηγικά συµφέροντα.
Ειδικά οι Ηνωµένες Πολιτείες βλέπουν την Ινδία ως κεντρικό παράγοντα στη στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού, η οποία στοχεύει στη διασφάλιση ισορροπίας δυνάµεων στην περιοχή. Αυτή η στρατηγική όχι µόνο βοηθά στην εξουδετέρωση της κινεζικής επιρροής, αλλά υποστηρίζει επίσης µια ευρύτερη διεθνή τάξη βασισµένη σε κανόνες.
Η ∆ύση υποστηρίζει τον στρατιωτικό εκσυγχρονισµό της Ινδίας και την ανάπτυξη υποδοµών κατά µήκος των παραµεθόριων περιοχών της ως αντίβαρο στην Κίνα και οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις έχουν γίνει πιο συχνές και περίπλοκες, καλύπτοντας όλους τους στρατιωτικούς τοµείς.
νας άλλος τοµέας συνεργασίας ∆ύσης Ινδίας είναι η υγειονοµική ασφάλεια και η ετοιµότητα για νέες πανδηµίες, µια προτεραιότητα που υπογραµµίστηκε µετά την παγκόσµια πανδηµία COVID-19. Οι χώρες έχουν υποστεί σηµαντικές ανθρώπινες και οικονοµικές απώλειες, γεγονός που έχει βοηθήσει τη συνεργασία στον τοµέα της δηµόσιας υγείας. Η ∆ύση και η Ινδία έχουν συµµετάσχει σε εκτεταµένη συνεργασία για την αντιµετώπιση της νόσου COVID-19, συµπεριλαµβανοµένης της έρευνας και ανάπτυξης εµβολίων, θεραπευτικών µέσων και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών για τη διαχείριση πανδηµικών εξάρσεων. Αυτή η εταιρική σχέση δεν αφορά µόνο τις άµεσες απαντήσεις, αλλά και την ενίσχυση των υποδοµών υγείας και των ικανοτήτων για την αντιµετώπιση µελλοντικών παγκόσµιων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στον τοµέα της υγείας, καθιστώντας την εταιρική σχέση κρίσιµη για την παγκόσµια διακυβέρνηση της υγείας και την δυνατότητα διαφοροποίησης προµηθευτών στην παραγωγή φαρµάκων.
Περαιτέρω είναι η οικονοµική συνεργασία για την διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασµού επιδιώκοντας να µειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα διαφοροποιώντας τις αλυσίδες εφοδιασµού τους, ιδιαίτερα σε κρίσιµους τοµείς όπως τα φαρµακευτικά προϊόντα, την τεχνολογία και την µεταποίηση. Αυτή η οικονοµική αποσύνδεση από την Κίνα επιταχύνθηκε από την πανδηµία, η οποία αποκάλυψε τρωτά σηµεία στις παγκόσµιες αλυσίδες εφοδιασµού που εξαρτώνται σε µεγάλο βαθµό από την κινεζική µεταποίηση και τις αθέµιτες πρακτικές που ακολουθεί στο διεθνές εµπόριο. Η ∆ύση και η Ινδία επιδιώκουν ενεργά να οικοδοµήσουν πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασµού. Αυτό περιλαµβάνει την ενθάρρυνση των δυτικών εταιρειών να επενδύσουν στην Ινδία και αντίστροφα και τη συνεργασία για την ανάπτυξη και τη µεταφορά τεχνολογίας, η οποία είναι ζωτικής σηµασίας για τη διαφοροποίηση της παραγωγής. Αυτή η µετατόπιση στοχεύει στην ενίσχυση της οικονοµικής ασφάλειας µε την εξάπλωση του κινδύνου παραγωγής και την ενσωµάτωση της Ινδίας πιο βαθιά στα παγκόσµια εµπορικά δίκτυα. Περαιτέρω σε αυτό συµβάλλει η κατάσταση στην Μέση Ανατολή και ο ρόλος του Ιράν µέσω των αντιπροσώπων τους των Χούθι κ.λπ., να διαταράσσουν την παγκόσµια εφοδιαστική αλυσίδα. Ο Ινδικός «∆ρόµος του Μεταξιού» (IMEC) Ινδία, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Ισραήλ, Ελλάδα, θα υλοποιηθεί µελλοντικά και θα συµβάλει ως ένα νέο εµπορευµατικό δρόµο των ινδικών προϊόντων προς τη ∆ύση.
Το πολιτικό σύστηµα της Ινδίας, ως οµοσπονδιακή κοινοβουλευτική δηµοκρατία, περιλαµβάνει µια σύνθετη εκλογική δοµή που επηρεάζει σηµαντικά τη διακυβέρνηση και την εφαρµογή της πολιτικής της ενόψει των τεραστίων µεταρρυθµίσεων που θα πρέπει να κάνει προκειµένου η Ινδία να παίξει τον νέο ρόλο της στην παγκόσµια οικονοµία.
Ακολουθεί µια συνοπτική εξήγηση µε τις περιπλοκές αυτού του συστήµατος:
Η Lok Sabha, ή η Βουλή του Λαού, είναι η κάτω βουλή του δισώµατος κοινοβουλίου της Ινδίας και το κύριο νοµοθετικό σώµα. Οι εκλογές για το Lok Sabha διεξάγονται κάθε πέντε χρόνια και το σώµα έχει συνολικά 543 εκλεγµένες έδρες. Για να σχηµατίσει κυβέρνηση, ένα κόµµα ή ένας συνασπισµός πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον 273 έδρες, που αποτελούν απλή πλειοψηφία. Κατά τη διάρκεια των εκλογών, ολόκληρη η χώρα διαιρείται σε 543 εκλογικές περιφέρειες, καθεµία από τις οποίες εκλέγει έναν αντιπρόσωπο χρησιµοποιώντας το εκλογικό σύστηµα first-past-the-post. Το νικητήριο κόµµα ή συνασπισµός στη Lok Sabha σχηµατίζει κυβέρνηση και ο ηγέτης της γίνεται συνήθως πρωθυπουργός της Ινδίας.
Το Rajya Sabha, ή το Συµβούλιο των οµόσπονδων κρατών, χρησιµεύει ως άνω βουλή στο Κοινοβούλιο της Ινδίας. Σε αντίθεση µε τη Lok Sabha, τα µέλη της Rajya Sabha δεν εκλέγονται άµεσα από το κοινό. Αντ’ αυτού, εκλέγονται από τα εκλεγµένα µέλη των νοµοθετικών συνελεύσεων, των οµόσπονδων κρατών, χρησιµοποιώντας ένα ενιαίο σύστηµα µεταβιβάσιµης ψήφου. Αυτό το σώµα έχει 245 µέλη, µε 233 εκλεγµένα και 12 διορισµένα από τον πρόεδρο της Ινδίας για την εµπειρία τους σε συγκεκριµένους τοµείς όπως οι τέχνες, η επιστήµη, η λογοτεχνία και η κοινωνική υπηρεσία. Οι θητείες για τη Rajya Sabha είναι κλιµακωτές, µε περίπου το ένα τρίτο των µελών να εκλέγονται κάθε δύο χρόνια, διασφαλίζοντας ότι το σώµα είναι ένα συνεχές σώµα µε εξαετείς θητείες για κάθε µέλος.
Το κόµµα Bharatiya Janata Party (BJP), επί του παρόντος είναι η κυρίαρχη δύναµη στην ινδική πολιτική, καθώς κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία στις δύο προηγούµενες εκλογές της Lok Sabha υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Narendra Modi. Αυτή η κυριαρχία αποδίδεται σε ένα συνδυασµό χαρισµατικής ηγεσίας, ισχυρής οργανωτικής δοµής και ικανότητας σχηµατισµού στρατηγικών συµµαχιών µε διάφορα οµόσπονδα κράτη. Αναµένεται ότι στις υπό εξέλιξη εκλογές των 1,4 δις Ινδών, που ήδη έχουν ξεκινήσει την 19/4 και θα ολοκληρωθούν σε έξη εβδοµάδες την 1η Ιουνίου, θα επικρατήσει και πάλι ο Modi.
∆εδοµένης της οµοσπονδιακής δοµής της Ινδίας, ο ρόλος των µεµονωµένων οµόσπονδων κρατών είναι κρίσιµος στην εφαρµογή των αλλαγών που πρέπει να προβεί η Ινδία. Τα ινδικά οµόσπονδα κράτη διαφέρουν σηµαντικά στις οικονοµικές τους δυνατότητες, τα µοντέλα διακυβέρνησης και την πολιτική ευθυγράµµιση. Αυτή η ποικιλοµορφία σηµαίνει ότι η δέσµευση της ∆ύσης πρέπει να είναι λεπτή και προσαρµόσιµη στο τοπικό πλαίσιο. Οι πολιτειακές εκλογές και η περιφερειακή διακυβέρνηση στην Ινδία µπορούν να επηρεάσουν σηµαντικά τον ρυθµό και την επιτυχία των πρωτοβουλιών ∆ύσης-Ινδίας. Για παράδειγµα, κράτη όπως το Γκουτζαράτ και η Καρνατάκα βρίσκονται στην πρώτη γραµµή της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και διαθέτουν ισχυρούς µηχανισµούς διακυβέρνησης, καθιστώντας τους ιδανικούς εταίρους για πιλοτικά έργα και βαθύτερους οικονοµικούς δεσµούς. Από την άλλη, τα οµόσπονδα κράτη µε λιγότερο σταθερό πολιτικό περιβάλλον ή ζητήµατα διακυβέρνησης ενδέχεται να θέσουν προκλήσεις στην εφαρµογή τέτοιων συµφωνιών.
Η εταιρική σχέση ∆ύσης-Ινδίας πρόκειται να ενισχυθεί τα επόµενα χρόνια, καθοδηγούµενη από κοινά στρατηγικά συµφέροντα και αµοιβαίες ανησυχίες για την περιφερειακή ασφάλεια, την υγεία και την οικονοµική σταθερότητα. Αυτή η σχέση όχι µόνο υποστηρίζει τα εθνικά συµφέροντα των χωρών, αλλά συµβάλλει επίσης στην ευρύτερη περιφερειακή σταθερότητα και στα πλαίσια της παγκόσµιας διακυβέρνησης µε δηµοκρατικό τρόπο. Η σχέση αυτή γίνεται ακόµα πιο σηµαντική µετά τον διαφαινόµενο πλέον ανταγωνισµό µεταξύ πολιτισµών που εδράζει στην διαµάχη για επικράτηση δηµοκρατικών ή αυταρχικών συστηµάτων διακυβέρνησης, µερικές φορές εµπλουτισµένα µε θρησκευτικό µανδύα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόµενα µέρη της ∆ύσης πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στη δυναµική εντός των ινδικών οµόσπονδων κρατών, καθώς αυτά θα διαδραµατίσουν κρίσιµο ρόλο στη διαµόρφωση της τροχιάς των σχέσεων ∆ύσης-Ινδίας. Η προσοχή αυτή θα διασφαλίσει ότι η εταιρική σχέση προσαρµόζεται και ανταποκρίνεται στις εξελισσόµενες προκλήσεις και ευκαιρίες στην περιοχή.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι oικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής
Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης