Εναν ολάκερο χρόνο, μερόνυχτα τους πολιορκούσαν οι Αγαρηνοί. Έναν ολάκερο χρόνο οι πολιορκημένοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με νύχια και με δόντια αγωνίζονταν να κρατήσουν το “αλωνάκι” τους λεύτερο. Εναν ολάκερο χρόνο, μάχονταν να κρατήσουν όρθιο το κορμί που το βασάνιζε η πείνα, η δίψα, οι αρρώστιες, οι κακουχίες..
Aνοιξη είχε αρχίσει ο αποκλεισμός κι η πολιορκία. Κι ήταν Άνοιξη ξανά. «Κι έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» Κι η ομορφιά της φύσης, που πήγαζε «από πολλές πηγές με όλα της τα μάγια» τραγουδούσε «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» και πολιορκούσε στενά την ψυχή τους. Και προσπαθούσε να «κόψει» την ανδρεία τους. Μα οι πολιορκημένοι, που «δεν τους βάραινε ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους» δεν λύγιζαν. «Η ψυχή τόσο περισσότερο εκτείνεται μέσα της, όσο περισσότερους περιορισμούς ευρίσκει έξω της» λέει ο Σίλερ. Αντιστέκονταν στους «πειρασμούς» της ψυχής και του κορμιού με πείσμα και υπομονή. «Μεγάλο πράμα η υπομονή! Αχ! Μας την έπεμψε ο Θεός, κλει θησαυρούς κι εκείνη» γράφει ο Σολωμός. Μα έγινε θηλιά στο λαιμό τους ο κλοιός. Κι όλες οι τροφές σώθηκαν. Κι οι αρμυρήθρες της θάλασσας, και τα ζώα της γης, γαϊδούρια, άλογα, μουλάρια, σκύλοι, γάτες και ποντίκια φαγώθηκαν. «Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει!» Κι η μάνα… έψησε (υπάρχουν μαρτυρίες γι αυτό) μέλη των νεκρών παιδιών της για να γλιτώσει τ’ άλλα από τον θάνατο. Και τότε πήραν την φοβερή απόφαση για την έξοδο. Στις 10 Απρίλη του 1826, μεσάνυχτα Σαββάτου του Λαζάρου, ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων, «τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς’ αντρειάς» όρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια ν’ ανοίξουν πέρασμα ανάμεσα στους πολιορκητές που τους έζωναν «σαν θάλασσα με δίχως ακρογιάλι». Ήταν μια έξοδος ηρωική, απελπισμένη, τραγική. Κάποιος πρόδωσε το σχέδιό τους κι οι Αγαρηνοί τους περίμεναν. Λίγοι κατάφεραν να περάσουν. Πολλοί πισωγύρισαν. Ανατινάχτηκαν μαζί με γυναικόπαιδα, αρρώστους, γέροντες και πλήθος εχθρών όταν έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του σπιτιού του ο Χρήστος Καψάλης! Οι άλλοι, πολεμώντας γενναία, έπεσαν εκεί «οπού ‘ν ερμιά, και σκοτεινιά και καταχνιά του χάρου». Και γυναίκες έπεσαν. Άλλες πολεμώντας σαν άντρες. Αλλες… κόβοντας με τα δόντια τις γλώσσες τους για να μην πέσουν στα χέρια των «λύκων»! Το ίδιο έκαναν και μανάδες, αφού πρώτα σκότωναν τα παιδιά τους αποκοιμίζοντάς τα μ’ αφιόνι! Και το Μεσολόγγι έπεσε. Όχι από τ’ ασκέρια και τ’ άρματα των πολιορκητών. Αλλά από την πείνα, που κανείς αντρειωμένος δεν κατάφερε να νικήσει! Κι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πέρασαν στην Αιωνιότητα! Για μας ο λόγος τώρα: Βρισκόμαστε, απ’ την αρχή του χρόνου, σε μια πρωτόγνωρη, πολύ δύσκολη κατάσταση. Ένας αόρατος εχθρός, ένας ιός, έχει κάνει «αλωνάκι» τη γη μας. Το οργώνει απ’ άκρη σ’ άκρη, σπέρνει τον θάνατο και θερίζει, χωρίς καμιά διάκριση, ανθρώπινες ζωές. Ανίσχυροι μπροστά του, κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Ο φόβος του θανάτου μας κράτησε μέσα, και το Πάσχα! Μείναμε μέσα, αλειτούργητοι την Κυριακή των Βαΐων, την μεγαλοβδομάδα, την νύχτα της Ανάστασης. Δεν κοινωνήσαμε των αχράντων Μυστηρίων. Δεν βρεθήκαμε την Λαμπρή σε «κοινή τράπεζα» με δικούς και φίλους. Δεν σφίξαμε στις αγκαλιές μας παιδιά κι εγγόνια, δεν τα φιλήσαμε… δεν… Μ’ ένα σωρό «δεν» πορευτήκαμε το φετινό Πάσχα! Όμως, αυτό το «δεν» έβγαλε ανθούς! Μας χάρισε έντονα και βαθιά συναισθήματα! « Όταν είδα στολισμένο τον Επιτάφιο στην οθόνη της τηλεόρασης, πήγα αυθόρμητα και Τον προσκύνησα! Κι ένιωσα να με τυλίγει η μοσχοβολιά Του!» μου εκμυστηρεύτηκε μια πολύ καλή μου φίλη στο τηλέφωνο. Την πίστεψα! Όπως πιστεύω πως όποιος πολύ λαχταρούσε να ζήσει το Πάσχα, το έζησε! Πως συγκινήθηκε μέχρι δακρύων την ώρα που στις άδειες, μισόφωτες εκκλησιές, είδε την θλίψη στα μάτια των ιερέων, άκουσε το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Πως ένιωσε να τρέμει σύγκορμος προσκυνώντας τον Εσταυρωμένο που περνούσε. Πως… «πήρε» το άγιο φως από το χέρι του παπά! Πως «είδε» πάνω στον άδειο τάφο του Χριστού, τον λαμπροφορεμένο άγγελο και τον «άκουσε» να λέει στις Μυροφόρες «τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών!» Πως «αντίκρισε» με τα μάτια της ψυχής του τον Αναστημένο Χριστό! Πως χάρηκε χαρά μεγάλη, βλέποντάς Τον! Είμαστε πολιορκημένοι, δεν αντιλέγω. Μα η πολιορκία μας σε τίποτα δεν συγκρίνεται με την πολιορκία του Μεσολογγιού Έχουμε εκεί έξω πολλούς που μας… υπερασπίζονται. Με αυταπάρνηση και ηρωισμό. Γιατρούς, νοσοκόμους, φαρμακοποιούς. Ανθρώπους που τρέχουν για να μην μας λείψουν τα απαραίτητα αγαθά! Ανθρώπους που νοιάζονται ακόμα και για την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή μας! Κι έπειτα δεν μας βασανίζουν ούτε η πείνα, ούτε η δίψα. Ξέρω πως υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας γυμνοί, πεινασμένοι, ανέστιοι! Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. «Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας!» είπε ο Χριστός. Μα και γι αυτούς έχει ο Θεός. Γι αυτούς γίνεται τούτο τον καιρό μια άλλη, αλλιώτικη, υπέροχη πολιορκία. Η πολιορκία της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της αγάπης! Και μακάρι αυτή να κρατήσει για πάντα! Χριστός Ανέστη!
Καλό Μάη!
Χρόνια πολλά και καλά σε όλους!