Ο πολέμαρχος της επανάστασης του 1821 Θόδωρος Κολοκοτρώνης στον λόγο του στην Πνύκα στις 7 Οκτώβρη του 1838, μεταξύ των άλλων, είπε: «[…] Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούε ακόμη δυο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, απού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. […] Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γενούν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος πρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο έγινε επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μιαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, κι έτσι ο ένας ήθελε τούτο, και ο άλλος το άλλο […]».
Oι απαρχές των εμφύλιων αντιπαραθέσεων δεν μπορούν να προσδιοριστούν με απόλυτο τρόπο. Όπως γράφει ο Μιχ. Ρέττος [1], «[…] Ωστόσο ορισμένα γεγονότα που προλείαναν το έδαφος, είχαν ξεκινήσει στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας (Φ.Ε.) από το 1820. Μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια ν’ αναλάβει τα ηνία της Φ. Ε. και την παραχώρηση της αρχής στον Αλέξανδρο Υψηλάντη οι παράγοντες που βρίσκονταν στην Πίζα της Ιταλίας -Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, Ιωάννης Καρατζάς, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κ.ά. (Παναγιωτόπουλος, 1986: 177-82)- είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους προκρίνοντας ως αρχηγό τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά (Κόκκινος, 1967: 59). Ακολουθώντας τις υποδείξεις τους ο Παν. Αναγνωστόπουλος πρότεινε στα τέλη του 1820 την αναβολή της επανάστασης και τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού συμβουλίου που θα περιόριζε τις πολιτικές αρμοδιότητες του Υψηλάντη και στο οποίο θα συμμετείχαν ο μητροπολίτης Ιγνάτιος και ο Μαυροκορδάτος. Οι θέσεις του όμως δεν εισακούστηκαν (Φιλήμων, 1834:271-74). Είναι αξιοσημείωτο ότι η αντιπαράθεση των δύο αυτών πόλων -Υψηλάντηδων και Κύκλου της Πίζας- συνεχίζεται κατά κάποιον τρόπο και μετά την έναρξη της επανάστασης με τη σύγκρουση του Δημήτριου Υψηλάντη (πληρεξούσιου του αδελφού του στην επαναστατημένη Ελλάδα) με τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο για τη μορφή του πολιτεύματος. […]».
Γράφει ο Κώστας Σκολαρίκος [2]: «[…] Η συνύφανση “εμφύλιων” συγκρούσεων και αστικών Επαναστάσεων οφείλεται στους εξής λόγους:
1. Τα φεουδαρχικά καθεστώτα στηρίζονταν σε συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις, την εξουσία των οποίων αντιπάλεψαν η ανερχόμενη επαναστατική (τότε) αστική τάξη και οι κοινωνικοί σύμμαχοί της. Κατά συνέπεια, κάθε αστική επανάσταση αποτέλεσε προϊόν των ταξικών συγκρούσεων. Μόνο εκ των υστέρων εθνική ιστοριογραφία “έντυσε” την αστική επανάσταση με την αίγλη της πανεθνικής υπόθεσης, επιδιώκοντας να νομιμο- ποιήσει την καπιταλιστική εξουσία ως εθνική.
2. Αντιθέσεις και συγκρούσεις εμφανίστηκαν και στο εσωτερικό της αστικής τάξης, αντανακλώντας τα διαφορετικά συμφέροντα των τμημάτων της και επομένως τα δια- φορετικά πολιτικά σχέδιά τους. […]
3. Η ολιγάριθμη αστική τάξη, ερχόμενη αντιμέτωπη με τη φεουδαρχική εξουσία, ήταν υποχρεωμένη να συμπαρασύρει στα επαναστατικά της σχέδια την πολυάριθμη αγροτιά και την εργατική τάξη, που είχαν επίσης συμφέρον από την επανάσταση. Όμως οι κοινωνικοί-ταξικοί της σύμμαχοι είχαν αιτήματα και επιδιώξεις αντίθετες με τα συμφέροντά της. Ως συνέπεια, μετά την ανατροπή της φεουδαρχικής εξουσίας η αστική τάξη όφειλε να τους καταστείλει.
4. Ο αγώνας των ανερχόμενων αστικών τάξεων ενάντια στη φεουδαρχία συνδυαζόταν με διχογνωμίες αναφορικά με τις απαιτούμενες διεθνείς συμμαχίες […]».
Το σύνθετο πρόβλημα της αστοποίησης των κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου καθώς και των αρματολών της Στερεάς Ελλάδας την περίοδο της Οθωμανικής εξουσίας που συσσώρευσαν κεφάλαια λόγω της προνομιακής τους θέσης, είναι δύσκολο, λόγω χώρου, να το αναπτύξουμε εδώ. Συνεχίζοντας ο Κ. Σκολαρίκος, αναφέρει: «[…] Διαφορετική περίπτωση αποτέλεσαν οι καραβοκυραίοι των νησιών, των οποίων τα συμφέροντα ήταν λιγότερο συνδεδεμένα με τη θέση τους στο φεουδαρχικό μηχανισμό διοίκησης ενώ πλήττονταν από τη βαριά φορολογία και τις επιτάξεις των Οθωμανών. Ταυτόχρονα όμως, η διασύνδεσή τους με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά τους έκανε να φοβούνται ότι μια επαναστατική ρήξη θα μπορούσε να διαταράξει τις οικονομικές τους δοσοληψίες […]». Ακόμη τονίζει: «[…] Ανάλογο σκεπτικό υιοθετούσαν και οι μεγαλέμποροι κι άλλα τμήματα του παροικιακού ελληνισμού που είχαν έρθει σ’ επαφή με τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύματα. Μάλιστα ορισμένοι απ’ αυτούς (Κοραής κ.ά.) υιοθέτησαν το σκεπτικό μιας μακράς προετοιμασίας της επανάστασης. […] Από την άλλη πλευρά οι λαϊκές δυνάμεις (αγρότες και κτηνοτρόφοι, εργάτες γης και ολιγάριθμη εργατική τάξη) από την θέση τους στην παραγωγή δεν διέθεταν προνόμια που θ’ απειλούσε η επανάσταση. Ωστόσο αυτό δεν θα αρκούσε για να πυροδοτήσει τις επαναστατικές τους διαθέσεις, αν τις παραμονές της επανάστασης δεν επηρεάζονταν από την κρίση της ναυτιλίας και του εμπορίου, την καταστροφή της βιοτεχνίας, τις προεπαναστικές κακές σοδειές και τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας. Σε αυτές τις συνθήκες τα αστικά επαναστατικά σχέδια έδωσαν διέξοδο στις ανάγκες τους, που δεν μπόρεσαν να μορφοποιηθούν σε αυτόνομο πολιτικό ταξικό πολιτικό σχέδιο. Η απουσία ταλαντεύσεων χαρακτήριζε και τους κλέφτες του Μοριά, που και πριν από την καταστροφή τους (1805-1806) δεν απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια. […]».
Από μια άλλη οπτική βλέπει το ζήτημα των εμφύλιων συγκρούσεων ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Ε.Μ.Πολυτεχνείου, Γιάννης Μηλιός [3]. Όπως αναφέρει, από τις κοινωνικές δυνάμεις που εντάχθηκαν στην επανάσταση, αναδύθηκαν τρία πολιτικά ρεύματα:
α) Το «ομοσπονδιακό ρεύμα» που εκφράστηκε κυρίως από τους προεστούς της Πελοποννήσου που με την έναρξη του ένοπλου αγώνα συγκρότησαν την Πελοποννησιακή Γερουσία […] β) Το «συγκεντρωτικό-συντηρητικό ρεύμα» υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και γ) Το «συγκεντρωτικό-φιλελεύθερο ρεύμα» υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Έτσι γράφει: «[…] Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822 κυριάρχησε το φιλελεύθερο-συγκεντρωτικό ρεύμα, γεγονός που αποτυπώθηκε στις αποφάσεις και το πολιτειακό καθεστώς που θέσπισε η εθνοσυνέλευση. Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (29-3 έως 18-4-1823) έγινε φανερή η ύπαρξη δύο στρατοπέδων, τα οποία μάλιστα στο περιθώριο των επίσημων διαδικασιών συνεδρίαζαν σε διαφορετικούς χώρους. Με τις αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης.
[…]». Ποιο ήταν όμως το κοινωνοκό υπόβαθρο των πολιτικών συγκρούσεων; αναρωτιέται ο Μηλιός. Και απαντά: «Πίσω από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς και τους εμφύλιους πολέμους μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των δυνάμεων της επανάστασης […] Η ταξική αυτή συμμαχία εκφράστηκε μέσα από τις πολιτειακές μορφές που δημιούργησε η επανάσταση (κυβέρνηση, συνελεύσεις, εκλογικές διαδικασίες κλπ.), μέσα από τα ένοπλα σώματα, τις συνωμοτικές εταιρείες, και τα κόμματα που αναδείχθηκαν κατά το τέλος των ένοπλων συγκρούσεων. […] Βέβαια το ταξικό υπόβαθρο των αντιπαραθέσεων συχνά ερχόταν στην επιφάνεια. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός των συνελεύσεων (που αποτυπώνεται στη γλώσσα των συνταγμάτων της εποχής), των (μυστικών) εταιρειών και των οργανώσεων κατώτερων αξιωματικών και ενόπλων, όπως η Αδελφότητα των Φιλοδικαίων στο Μεσολόγγι που το 1825 αριθμούσε 2.000 μέλη, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ταξική δυναμική των λαϊκών τάξεων […]».
Για την ίδια περίοδο ο Κώστας Σκολαρίκος, υπογραμμίζει τις διαφοροποιήσεις των αστικών επαναστατικών οργανώσεων που αφορούσαν τους αντίρροπους προσανατολισμούς τους. Αυτές εκφράστηκαν και στη Φ. Ε. της οποίας οι πρωτοστάτες, ήταν περισσότερο ρηξικέλευθοι στις επαναστατικές τους επιδιώξεις. Αν και ελάχιστα υπολόγιζαν στην υποστήριξη οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης, οι ικονομικές τους δοσοληψίες τους έφερναν πιο κοντά στην τσαρική Ρωσία. Σταδιακά, όμως, εντάχθηκαν σ’ αυτήν τραπεζίτες, εφοπλιστές, κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες και ανώτεροι κληρικοί αναθερμαίνοντας τις διαμάχες για τις διεθνείς συμ- μαχίες της Φ. Ε. Αυτές εκδηλώθηκαν με οξύτητα όταν ανέλαβε αρχηγός ο Αλ. Υψηλάντης. Ο λεγόμενος “Κύκλος της Πίζας” που τα μέλη του είχαν μυηθεί στην Φ.Ε. διαφώνησε με την επιλογή. Εξάλλου ο Μαυροκορδάτος ως μέλος του Κύκλου και της Φ.Ε. σε υπόμνημά του (1818) θεωρούσε δεδομένη την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αδυναμία ν’ αντισταθεί σε μια τσαρική εισβολή και καλούσε τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη να ταχτούν υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας ως αντίμετρο στα τσαρικά επεκτατικά σχέδια. Με την κήρυξη της επανάστασης δημιουργήθηκε μια νέα πραγματικότητα και αναδείχθηκαν οι υποβόσκουσες αντιθέσεις. Η φιλορωσική τάση περιορίστηκε μετά την ήττα του Αλ. Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αντίθετα, η επανάσταση σημείωσε τις μεγαλύτερες νίκες της στην Πελοπόννησο, ενισχύοντας το ρόλο των κοτζαμπάσηδων αλλά και των κυριότερων εχθρών τους, των κλεφτών, που αδυνατούσαν όμως να έρθουν σε πλήρη ρήξη μαζί τους. Κερδισμένοι της πρώτης περιόδου ήταν και οι καραβοκυραίοι.
Οι εθνοσυνελεύσεις Α΄ (στην Επίδαυρο από 20-12-1821, έως τις 16-1-1822) και Β΄ (στο από 10-4 μέχρι τις 30-4-1823) που ακολούθησαν αποτέλεσαν πεδίο συγκρούσεων για την εξουσία. Στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων της Α΄ εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, βρέθηκαν οι εθνικές γαίες. Οι κοτζαμπάσηδες επιδίωκαν την εκποίησή τους ώστε να τις αγοράσουν, οι λαϊκές δυνάμεις προσδοκούσαν μοίρασμα της γης, ενώ οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου απαιτούσαν να τους δοθεί ως αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Οι παραπάνω διαπλοκές των εγχώριων και διεθνών αντιπαραθέσεων δεν άργησαν να οδηγήσουν στους εμφύλιους πολέμους.
Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων
Ο αείμνηστος δημοσιογράφος και ιστορικός Θανάσης Παπαρήγας, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον ρόλο των ξένων δυνάμεων και τα σοβαρότατα διεθνή προβλήματα που δημιούργησε η έκρηξη της Επανάστασης. Ανάμεσα στ’ άλλα, αναφέρει: «[…] Η ίδια η Επανάσταση έθεσε επί τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτόκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που είχε τον ακριβώς αντίθετο ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιούργησε και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση ξέσπασε στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη αντεπαναστατική στροφή που είχε φέρει το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλούσε και το Ευρωπαϊκό STATUS QUO. Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση αλλά με πολλούς κινδύνους. Η είδηση της επανάστασης πέφτει σαν βόμβα στο Λάυμπαχ (τη σημερινή Λιουμπλιάνα), όπου συνεδριάζει η Ιερά Συμμαχία. Η αντίδραση της Ρωσίας δεν επιτρέπει την έγκριση των σχεδίων του Μέττερνιχ, ο οποίος δε γελιέται καθόλου όσον αφορά την ουσία των γεγονότων και ζητά με λύσσα επέμβαση. […]».
Τα δάνεια της επανάστασης και ο ρόλος που έπαιξαν
Σημαντικό, επίσης, ρόλο έπαιξαν τα “δάνεια του αγώνα” όπως ονομάστηκαν τα δύο τοκογλυφικά δάνεια που συνήψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις με μεγάλους τραπεζικούς οίκους της Αγγλίας. Αυτά έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση των εσωτερικών συσχετισμών και αποδεί- χτηκαν κατάρα για το ελληνικό κράτος με καταλυτικές συνέπειες. Τα χρόνια της επανάστασης αποκαλύφθηκαν οι τοκογλυφικοί όροι και η πρωτοφανής κακοδιαχείριση τους. Βέβαια η “επίσημη ιστοριογραφία” και το “αναθεωρητικό ρεύμα” έκαναν προσπάθειες να τα αποσιωπήσει, εμφανίζοντας τα ληστρικά δάνεια ως “ευλογία” και “μονόδρομο” μα δεν τα κατάφεραν. Και μόνο το κείμενο του Αμερικανού γιατρού, πολέμιου της και αγωνιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου (Samuel Gridley Howe) που δημοσιεύτηκε στη Νέα Υόρκη το 1828, δίνει πολλές πληροφορίες.
Ότι υπήρχε κι άλλος δρόμος εξεύρεσης χρημάτων απαραίτητων για τις ανάγκες του αγώνα, πέρα από την προσφυγή στις αγγλικές τράπεζες, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο συσσωρευμένος πλούτος μόνο στα νησιά και στους βαθύπλουτους Έλληνες της διασποράς, ήταν τόσος που κάλυπτε πολλαπλάσια τα δάνεια που ζητήθηκαν. Είναι αποκαλυπτική η φράση του Υδραίου Γκίκα Γκίκα, γιου του πλοιοκτήτη Θόδωρου Γκίκα: “Μωρέ αυτά δεν είναι ούτε ο αφρός της στέρνας του πατέρα μου” ! Το ζήτημα ήταν πολιτικό και εν τέλει ταξικό. Η κοινωνικά δίκαιη και εθνικά αναγκαία επιλογή θα ήταν να δημευτεί όλος αυτός ο πλούτος για λόγους δημόσιου και εθνικού συμφέροντος. Αυτό προϋπέθετε άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, άλλη διεθνή πραγματικότητα, τελικά άλλον χαρακτήρα της επανάστασης. Ο ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος, εκτίμησε πως για τους χιλιάδες μαρινάρους (σ.σ. εννοεί τους ναυτικούς, κυρίως τους κατώτερους [πλήρωμα, ναύτες]) της Ύδρας “η κατάσχεσις της χρηματικής περιουσίας των εκπεσόντων προκρίτων θα ήταν η πλέον ευχάριστος πράξις”. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Τα όσα σύντομα πιο πάνω αναφέραμε ίσως θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε ορισμένα χρήσιμα ιστορικά συμπεράσματα:
1. Η επανάσταση του ’21 δε στηρίχτηκε σε μια εθνική (βλέπε διαταξική) ομοψυχία, αλλά στα συμφέροντα εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που από τη θέση τους στην οθωμανική κοινωνία και παραγωγή είχαν συμφέρον να ανατρέψουν την οθωμανική εξουσία και να αντιπαρατεθούν με όσους την στήριζαν.
2. Η συναίνεση δεν χαρακτήρισε ούτε τις επαναστατικές δυνάμεις και τα διακριτά ταξικά τους συμφέροντα διαπλέκονταν και με τους αλληλοσυγκρουόμενους σχεδιασμούς των λεγόμενων “μεγάλων δυνάμεων” της εποχής.
3. Νικήτρια παράταξη των “εμφύλιων” πολέμων αναδείχθηκε η πιο ριζοσπαστική αστική μερίδα (εφοπλιστές, αστοί διανοούμενοι κ. ά.).
4. Οι λαϊκές δυνάμεις που συμμετείχαν στην επανάσταση απελευθερώθηκαν από τον φεουδαρχικό φυσικό καταναγκασμό και από την εθνοτική και θρησκευτική καταπίεση, όχι όμως και από την ταξική εκμετάλλευση.
Σημειώσεις
1. Μιχάλης Ρέττος, «Επανάσταση», «εμφύλιος» και η ελληνική περίπτωση, σελ. 52-53, ειδική έκδοση εφημ. Documento.
2. Κώστας Σκολαρίκος, «Εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821, σελ. 120-139, ειδική έκδοση εφημ. Documento.
3. Γιάννης Μηλιός, Πολιτικές παρατάξεις και εμφύλιοι πόλεμοι το 1821, σελ. 31-34, ειδική έκδοση εφημ. Documento
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
• 1821: ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, Μηλιός Γιάννης, Πολιτικές παρατάξεις και εμφύλιοι πόλεμοι το 1821, ειδική έκδοση εφημ. Documento, 30 Μαΐου 2021.
• 1821: ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, Ρέττος Μιχάλης, «Επανάσταση», «εμφύλιος» και η ελληνική περίπτωση, ειδική έκδοση εφημ. Documento, 30 Μαΐου 2021.
• 1821: ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, Σκολαρίκος Κωστας, «Εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821, ειδική έκδοση εφημ. Documento, 30 Μαΐου 2021.
• Παπαρήγας Θανάσης, 1821, Οι εμφύλιες συγκρούσεις, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, έτος 2001, τεύχος 1.
• Τρικούπη Σπυρ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», 4 τόμοι, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2010.
• Χάου Γκρίντλεϋ Σάμιουελ, Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 1997.