» Ποσοτικά δεδοµένα, ευρήµατα και διαπιστώσεις
Για την ανάλυση των επιπτώσεων της πολιτικής συνοχής στην Ευρωπαϊκή οικονοµία, έχουν αναπτυχθεί διάφορα µοντέλα και µέθοδοι τόσο από ανεξάρτητους ερευνητές και µελετητές, όσο και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παρά την ευρέως, αλλά όχι σε βάθος επεξεργασµένη αντίληψη σύµφωνα µε την οποία η συµβολή των κοινοτικών κονδυλίων είναι θετική για τις οικονοµίες που γίνονται αποδέκτριες των πόρων αυτών, πρακτικά παρατηρείται διάσταση ως προς τα αποτελέσµατα και συµπεράσµατα διαφορετικών αναλύσεων (Χρυσοµαλλίδης, 2022). Αυτό συµβαίνει τόσο λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων και µεθοδολογιών, όσο και λόγω των διαφορετικών κάθε φορά εξεταζόµενων περιφερειών και περιόδων (Darvas κ.ά., 2019).
Ορισµένες αναλύσεις καταλήγουν στο συµπέρασµα πως οι επιπτώσεις των κοινοτικών χρηµατοδοτήσεων έχουν µη σηµαντική επίπτωση στην οικονοµική µεγέθυνση (Dall’erba και Le Gallo 2003, Dall’erba και Le Gallo 2008, Esposti και Bussoletti 2008), όµως άλλες αναλύσεις συµπεραίνουν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή, η µεταφορά κονδυλίων συνέβαλε στην ταχύτερη ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών περιφερειών (Cappelen κ.ά. 2003, ECORYS 2006, Ederveen κ.ά. 2006, Puigcerver-Peñalver 2007, Ramajo κ.ά. 2008, Becker κ.ά. 2010) ή και στη σύγκλιση µεταξύ κέντρου και περιφέρειας (Arcalean κ.ά. 2012). Άλλες µελέτες καταλήγουν σε µετριοπαθέστερα συµπεράσµατα, υποστηρίζοντας ότι ναι µεν η επίδραση της κοινοτικής χρηµατοδότησης από τα ∆ιαρθρωτικά Ταµεία είναι θετική, αλλά το τελικό µέγεθος της επίδρασης χαρακτηρίζεται ως µέτριο ή µικτό (Varga και Velid 2009, Aiello και Pupo 2012).
Η εκ των υστέρων αξιολόγηση των κοινοτικών δράσεων της περιόδου 2000-2006 και υπολογισµοί για το µέγεθος της θετικής επίδρασης που είχαν οι σχετικοί πόροι σε βάθος χρόνου έως το 2020, τεκµηριώνουν ότι µια µεταφορά πόρων µέσω της πολιτικής συνοχής, ύψους 1% του ΑΕΠ των ωφελούµενων περιφερειών, οδηγεί και συµβάλλει σε αύξηση του ΑΕΠ από 1,1% ως 4,2% του ΑΕΠ, ενώ άλλες µέθοδοι υπολογισµού κάνουν αναφορά σε µόχλευση της µεγέθυνσης σε ποσοστό από 2% έως 6,1%.
Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς των ανεξάρτητων εµπειρογνωµόνων που ανέλαβαν για λογαριασµό της ΕΕ την εκ των υστέρων (ex post) αξιολόγηση της πολιτικής συνοχής 2007-2013 και των πόρων συγκεκριµένα από το Ευρωπαϊκό Ταµείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και το Ταµείο Συνοχής (ΤΣ), κάθε 1 € που διατέθηκε από την πολιτική συνοχής είχε πολλαπλασιαστικό αποτέλεσµα, της τάξης των 2,74 €.
Για την περίοδο 2014-2020, και µε τα έως τώρα διαθέσιµα απολογιστικά δεδοµένα, το µοντέλο QUEST της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την υπολογιζόµενη επίδραση που έχει η πολιτική συνοχής στο ΑΕΠ των κρατών µελών, δίνει για την Ελλάδα 1,5% επιπλέον ΑΕΠ λόγω των χρηµατοδοτήσεων των Ε∆ΕΤ.
Από το 1989 στο 2020
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η επίπτωση των κοινοτικών κονδυλίων χαρακτηρίζεται διαχρονικά ως σηµαντική, παρότι η αξιοποίηση των πόρων χαρακτηρίζεται ως υπο-βέλτιστη.
Ενδεικτικά, για το Α΄ ΚΠΣ (1989-1993) έχει σχολιαστεί ο κατακερµατισµός των χρηµατοδοτήσεων σε πολλά και µικρά έργα, κυρίως υποδοµών, ενώ δεν προωθήθηκαν µεγάλα έργα, τα οποία θα κινητοποιούσαν πιθανώς θετικά την προσέλκυση άµεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Η λογική αυτή ανατράπηκε µερικώς την περίοδο του Β’ ΚΠΣ (1994-1999), καθώς χρηµατοδοτήθηκαν και έργα που είχαν στόχο τη βελτίωση της διασύνδεσης της χώρας µε τις όµορες χώρες, παρότι η τελική υλοποίηση των έργων και η χρηµατοδότησή τους υστερούσε σε σχέση µε τον αρχικό προγραµµατισµό, µε συνέπεια τη µεταφορά κονδυλίων σε άλλες δραστηριότητες µε υψηλότερο ποσοστό απορρόφησης. Παρ’ όλα αυτά, στη συγκεκριµένη προγραµµατική περίοδο (1994-1999) δόθηκε µεγαλύτερη έµφαση στην ενίσχυση των τοµέων έρευνας και τεχνολογίας και περιβάλλοντος (Karvounis και Zaharis, 2015).
Αντίστοιχα, την περίοδο 2000-2006 (Γ’ ΚΠΣ), η έµφαση από ελληνικής πλευράς δόθηκε και πάλι στις υποδοµές µεταφορών, αλλά και σε υποδοµές που αφορούσαν την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και τη διαχείριση απόβλητων.
Οι Polverari κ.ά. (2014) υπολογίζουν την επίδραση των κονδυλίων της περιόδου 2000-2006 βάσει του σωρευτικού πολλαπλασιαστή των χρηµατοδοτήσεων, λαµβάνοντας υπόψη τη σωρευτική επίδρασή τους στο ΑΕΠ, αλλά και το µερίδιο που καταλαµβάνουν τα συγκεκριµένα κονδύλια ως προς το ΑΕΠ κάθε χώρας, τόσο µέχρι το τέλος της υπό εξέταση περιόδου (δηλ. το 2009), όσο και µακροπρόθεσµα µέχρι το 2020. Συγκεκριµένα για την Ελλάδα ο σωρευτικός πολλαπλασιαστής σύµφωνα µε το µακροοικονοµικό µοντέλο HERMIN κυµαίνεται από 1,29 έως 1,66 κατατάσσοντας τη χώρα µεταξύ 7ης και 11ης θέσης (µεταξύ 16 χωρών) αντίστοιχα για τα έτη 2009 και 2020, ενώ σύµφωνα µε το µοντέλο QUEST τα αποτελέσµατα διαφέρουν, µε τον πολλαπλασιαστή να κυµαίνεται µεταξύ 1,10 (έως το 2009) και 3,62 (έως το 2020), µε τη χώρα να κατατάσσεται από 5η (2009) ως 7η (2020).
Επιπλέον, διάφορες µελέτες που επιχείρησαν να αποµονώσουν την επίδραση των κοινοτικών κονδυλίων επί της οικονοµικής µεγέθυνσης και της εξέλιξης του ΑΕΠ από άλλες πιθανές παραµέτρους οι οποίες επηρέασαν την πορεία του ΑΕΠ για την περίοδο 2000-2006, υπολόγισαν το συγκεκριµένο όφελος µέχρι και 6% περίπου (Garnier, 2003).
Η θετική επίδραση των κοινοτικών πόρων της περιόδου 2007-2013 στο ΑΕΠ, παρά τις συνθήκες ύφεσης οι οποίες προφανώς θα ήταν ακόµα πιο σοβαρές, υπολογίστηκαν το 2016 στο 2% του ΑΕΠ, ενώ σε βάθος χρόνου έως και το τρέχον έτος 2023, η επίδραση των δράσεων της περιόδου 2007-2013 υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί στο 3% του ΑΕΠ (Applica κ.ά., 2016).
Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, παρά τους αντικειµενικούς περιορισµούς (δεν έχει παρέλθει ικανός χρόνος) για την εκ των υστέρων αποτίµηση των επιπτώσεων των χρηµατοδοτήσεων των ∆ιαρθρωτικών Ταµείων κατά την περίοδο 2014-2020, µε τα έως τώρα δεδοµένα, το µοντέλο QUEST της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υπολογιζόµενη επίδραση που έχει η πολιτική συνοχής στο ΑΕΠ των κρατών µελών τη συγκεκριµένη προγραµµατική περίοδο, δίνει για την Ελλάδα 1,5% επιπλέον ΑΕΠ λόγω των χρηµατοδοτήσεων των Ε∆ΕΤ (European Commission, 2017).
Για την Ελλάδα λοιπόν είναι σαφές ότι οι κοινοτικές µεταβιβάσεις έχουν συµβάλει στην ανάπτυξη της οικονοµίας, όµως αυτή η θετική συµβολή κρίνεται υπο-βέλτιστη λόγω ενδογενών παραµέτρων, και του τρόπου µε τον οποίο αξιοποιήθηκαν και επενδύθηκαν τα κοινοτικά κονδύλια στη χώρα.
Κρήτη
Στην περίπτωση της Κρήτης ήταν πάντοτε πρόκληση τα έγκυρα ευρήµατα για το ύψος του συντελεστή αξιοποίησης των συγχρηµατοδοτούµενων πόρων και εν γένει των δηµοσίων πόρων που δαπανώνται, αλλά και το «αποτύπωµα» των ιδιωτικών επενδύσεων, αναφορικά µε τη διάχυση των θετικών επιδράσεων, την αύξηση των µακροχρόνιων ρυθµών ανάπτυξης και την ικανότητα εν τέλει της παραγωγικής βάσης να εξασφαλίζει τη διευρυνόµενη αναπαραγωγή και ευρωστία της.
Οι πληρωµές δηµόσιας δαπάνης των προγραµµάτων από το 1989 και έπειτα υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τα 10 δις ευρώ (https://2013.anaptyxi.gov.gr, https://anaptyxi.gov.gr/el-gr/, https://cohesiondata.ec.europa.eu/programmes). Παρόλα αυτά, µία ως επί το πλείστο εµπειρική καταγραφή, χωρίς δηλαδή την επίκληση αριθµητικών δεδοµένων, παράγει ερωτήµατα και προβληµατισµούς όπως οι παρακάτω:
Ήταν ισόρροπη διαχρονικά η περιφερειακή ανάπτυξη;
Ας αναλογιστούµε τις εµφανείς τρέχουσες ανισότητες µεταξύ των περιφερειακών ενοτήτων. Παραδείγµατος χάριν, το οδικό δίκτυο στο νοµό Ηρακλείου σε σύγκριση µε αυτό του Λασιθίου.
Η τουριστική ανάπτυξη που συντελέστηκε έφερε υπερκορεσµό σε συγκεκριµένες περιοχές;
Η Χερσόνησος Ηρακλείου είναι µία εκ των χαρακτηριστικών περιπτώσεων υπερκορεσµού.
Επιτεύχθηκε δωδεκάµηνη τουριστική κίνηση;
Παρά τις κατ’ επανάληψη διατυπωµένες φιλοδοξίες, µέχρι και σήµερα, η χειµερινή ζήτηση είναι αναιµική.
Έχει έννοια η τουριστική ανάπτυξη σε οικισµούς χωρίς αποχετευτικό δίκτυο;
Σε οικισµό λίγο έξω από το Ηράκλειο, όπου υπάρχει σχετική συγκέντρωση καταλυµάτων (και υψηλής τάξης µεταξύ αυτών), ο εν λόγω οικισµός εξακολουθεί να παραµένει χωρίς αποχετευτικό δίκτυο µε αποτέλεσµα η διαχείριση των οικιακών λυµάτων να γίνεται µε οχήµατα επαγγελµατιών αποφράξεων µε τις συνεπαγόµενες οσµές.
Είναι ικανοποιητική η προϊοντική σύνθεση των Κρητικών εξαγωγών;
Αν και η περιφερειακή οικονοµία είναι εξωστρεφής και υπάρχουν και φωτεινά παραδείγµατα βιοµηχανικών εξαγωγών, η πλειονότητα (κοντά στο 60% του εξαγωγικού εµπορίου αφορά αγροδιατροφικά προϊόντα δηλώνοντας το χαµηλό δείκτη οικονοµικής πολυπλοκότητας (γνωσιακής στάθµης) των εξαγωγών.
Έχουν οι Κρητικές πόλεις «πνεύµονες» πρασίνου;
Συγκριτικά µε την υπόλοιπη δοµηµένη επιφάνεια τους, οι Κρητικές πόλεις έχουν εξαιρετικά µικρές επιφάνειες πρασίνου.
Είναι καλή η ποιότητα του οδικού δικτύου εντός των οικισµών;
Κατά κανόνα είναι µέτρια προς κακή και κατά τόπους πολύ κακή.
«Παράγει» το οδικό δίκτυο µεγάλο αριθµό ατυχηµάτων;
∆υστυχώς ναι. 160 νεκρούς το 2020 σύµφωνα µε τη EUROSTAT.
Ποια είναι η γενική εντύπωση για την ποιότητα των δηµόσιων έργων;
Τα κονδύλια για τα δηµόσια έργα δεν είναι ευκαταφρόνητα. Πλην όµως, ενώ δαπανώνται χρήµατα, πρακτικά αποµειώνεται η ωφέλεια τους παραλαµβάνοντας κακής ποιότητας κατασκευές ή παραλαµβάνοντας τις πληµµελώς, π.χ. οδικοί άξονες χωρίς τις προβλεπόµενες φυτεύσεις ή οδικοί άξονες µε εµφανή υπολείµµατα υλικών κατασκευής.
Πόσο ανταγωνιστικές παραµένουν οι θερµοκηπιακές καλλιέργειες της Κρήτης;
Μία σύντοµη σύγκριση µε την Αλµερία της Ισπανίας και την Αττάλεια της Τουρκίας, ή τη Βελγική και Ολλανδική παραγωγή, πείθει πως ο κλάδος, συγκριτικά πάντοτε, φθίνει µε χαµηλή ανταγωνιστικότητα και πρακτικά διατηρεί µονάχα το πλεονέκτηµα του κλίµατος.
Τι έλλειµµα υπάρχει στις κτιριακές υποδοµές πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης;
Το µαθητικό δυναµικό της Κρήτης δεν εξυπηρετείται πλήρως από ενιαίες σύγχρονες µονάδες και ο ρυθµός κάλυψης των αναγκών είναι αργός.
Είναι ικανοποιητικό το επίπεδο της επιχειρηµατικής καινοτοµίας;
Το ευτύχηµα της ύπαρξης µεγάλου αριθµού Πανεπιστηµιακών και Ερευνητικών Ιδρυµάτων δεν έχει «µεταφραστεί» σε πλεονέκτηµα υπέρ και της «µικρής» επιχειρηµατικότητας που δεσπόζει στον παραγωγικό ιστό.
Πόσο ανταγωνιστική είναι η κτηνοτροφία της Κρήτης;
Παρά το διαχρονικά µεγάλο ύψος των ενισχύσεων, η τεχνολογική στάθµη των εκµεταλλεύσεων παραµένει χαµηλή.
Ποια είναι η τρέχουσα θέση της Κρήτης στον περιφερειακό δείκτη ανταγωνιστικότητας (regional competitiveness index);
Στην κατάταξη της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας του 2022, η Κρήτη (και ολόκληρη η Ελλάδα) κατατάσσονταν στην οµάδα των περιφερειών µε επίδοση 50,1 έως 75 (ΕΕ27=100).
Επιλογικά σχόλια
Την τελευταία δεκαπενταετία οι επενδύσεις παγίων, συνολικά στη χώρα, ήταν διαρκώς χαµηλότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις, συντελώντας στη συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου κατά €94,8 δις σε τρέχουσες τιµές (Eurobank Research, 2023).
Σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, η Κρήτη είχε το 2007 ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου 3,8 δις ευρώ, ενώ κατά µέσο όρο στην περίοδο 2012-2020 είχε 1,4 δις ευρώ.
Είναι δεδοµένο ότι δεν µπορεί να υπάρξει διατηρήσιµη αύξηση των εισοδηµάτων και οικονοµική σύγκλιση χωρίς συσσώρευση κεφαλαίου, φυσικού και άυλου, µέσω επενδύσεων. Οποιαδήποτε βραχυχρόνια αύξηση των εισοδηµάτων µέσω εισοδηµατικών ενισχύσεων, όπως αυτή που συνέβη στη διάρκεια της πανδηµίας και της ενεργειακής κρίσης, αν δεν συνοδευτεί από αύξηση των επενδύσεων, θα αποδειχτεί µη διατηρήσιµη (Eurobank, 12/2022).
Από το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας η Ελλάδα πρόκειται να λάβει σηµαντικό ποσό 30 δις (από τα οποία 18 δις είναι χρηµατοδότηση και 12 δις δάνεια). Αναµφίβολα αποτελεί µια ιστορική ευκαιρία. Η αξιοποίηση των πόρων του που αποτελούν το 17% του ΑΕΠ της χώρας, µπορεί να δηµιουργήσει µια ισχυρή δυναµική για την οικονοµία και την απασχόληση.
Οι επενδύσεις που θα πραγµατοποιηθούν τα επόµενα χρόνια αναµένεται να έχουν ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση, συµβάλλοντας στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονοµίας. Σε συνδυασµό, µάλιστα, µε τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της συµµετοχής στην αγορά εργασίας, της συνολικής παραγωγικότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας, µπορούν να αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα που θα οδηγήσει στη σταδιακή άνοδο του δυνητικού προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, οι δηµογραφικές εξελίξεις και κυρίως η γήρανση του πληθυσµού, θα περιορίσουν µακροπρόθεσµα τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονοµίας (Alpha Bank, 4/2023).
Οι δηµόσιες υποδοµές είναι βεβαίως άκρως απαραίτητες, αλλά η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι διαρκές ζητούµενο καθώς µπορούν ταχύτερα να αποδώσουν ωφέλειες συντηρώντας ή δηµιουργώντας θέσεις εργασίας. Κατεξοχήν δε ιδιωτικές επενδύσεις οι οποίες έχουν µικρό και όχι µεγάλο κύκλο υλοποίησης (σχεδίασης, ωρίµανσης, κατασκευής, έναρξης παραγωγικής λειτουργίας). Και αυτό γιατί πολλές (δηµόσιες και ιδιωτικές) επενδύσεις, υψηλής χρησιµότητας και προστιθέµενης αξίας, χρειάζονται πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν και εν συνεχεία να αρχίσουν να αποδίδουν πλήρως τις ωφέλειες τους.
Μεγάλη σηµασία έχει και η πολιτικο-διοικητική ικανότητα των ΟΤΑ για τη λήψη αποφάσεων και την οργάνωση της πραγµατοποίησής τους, αλλά και η ικανότητα που πηγάζει από τον ίδιο τον τοπικό πληθυσµό και την ένταση συµµετοχής του σε ζητήµατα που τον αφορούν ή µπορεί να πάρει στα χέρια του.
Οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις και στο µέλλον θα διατηρηθούν ως η βάση και ο κορµός του παραγωγικού ιστού. Οι προοπτικές τους όµως θα συναρτηθούν πέραν των άλλων και από την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας τους.
Κρίσιµη σηµασία έχει και η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων. Το ζήτηµα δηλαδή δεν αφορά µόνο την ανάγκη αύξησης του συνολικού τους ύψους, αλλά και την ανάγκη ποιοτικής διαφοροποίησης και συγκεκριµένα την αύξηση της συµµετοχής επενδύσεων που υποστηρίζουν τη στροφή σε δραστηριότητες που ενσωµατώνουν περισσότερη γνώση και τεχνολογία. Η θεωρία της οικονοµικής πολυπλοκότητας εξηγεί ότι η ανάπτυξη ενισχύεται από την εξειδίκευση σε νέα προϊόντα που είναι διαρκώς πιο περίπλοκα και λιγότερο ευρέως διαθέσιµα. Ως εκ τούτου, η βιώσιµη και µακροπρόθεσµη ανάπτυξη απαιτεί πολιτικές για την προώθηση της διαφοροποίησης της τεχνογνωσίας, µε στόχο την παραγωγή ενός ευρύτερου και ολοένα πιο πολύπλοκου συνόλου αγαθών και υπηρεσιών (Eurobank, 12/2022).
Κλείνοντας, για τα αµέσως επόµενα χρόνια, το µοντέλο RHOMOLO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που χρησιµοποιήθηκε πρόσφατα για την εκτίµηση των επιπτώσεων των προγραµµάτων της περιόδου 2021-2027, υπολόγισε για την Ελλάδα και την Κρήτη αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% έως το 2030.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Χρυσομαλλίδης. Αποτίμηση των επιπτώσεων της πολιτικής συνοχής της ΕΕ στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία: επισκόπηση εμπειρικών μελετών. Χώρος, Κείμενα Πολεδομίας, Χωροταξίας και Ανάπτυξης. Τεύχος 34, 2022.
Darvas, Z., Collin, A.M., Mazza, J., Midoes, C. (2019) Effectiveness of cohesion policy: Learning from the project characteristics that produce the best results. Study requested by the CONT Committee. Policy Department D for Budgetary Affairs, Directorate General for Internal Policies of the Union.
Dall’erba, S. και Le Gallo, J. (2003) “Regional convergence and the impact of European Structural Funds over 1989-1999”. Discussion Paper, Regional Economics Applications Laboratory, University of Illinois, Urbana.
Dall’erba, S. και Le Gallo, J. (2008) “Regional convergence and the impact of European structural funds 1989-1999: A spatial econometric analysis”. Papers in Regional Science, 87(2), 219–244.
Esposti, R. και Bussoletti, S. (2008) “The impact of objective 1 funds on regional growth convergence in the European Union: A panel-data approach”. Regional Studies, 42 (02), 159-173.
Cappelen, A., Castellacci, F., Fagerberg, J. και Verspagen, B. (2003) ‘The impact of EU regional support on growth and convergence in the European Union”. Journal of Common Market Studies, 41 (4), 621-644.
ECORYS (2006) “Study on strategic evaluation on transport investment priorities under structural and cohesion funds for the programming period 2007-2013: Country Report Greece Final”. No 2005.CE.16.0.AT.014, Client European Commission, DG-REGIO.
Ederveen, S., Gorter, J., de Mooij, R. και Nahuis, R. (2003) “Funds and games: The economics of European cohesion policy”. ENEPRI Occasional Paper No. 3, European Network of European Policy Research Institutes, Brussels.
Puigcerver-Penalver, M. C. (2007) “The impact of structural funds policy on European regions’ growth: A theoretical and empirical approach”. The European Journal of Comparative Economics, 4 (2), 179-208.
Ramajo, J., Márquez, M., Hewings, G. J. D. και Salinas, M. (2008) “Spatial heterogeneity and interregional spillovers in the European Union: Do cohesion policies encourage convergence across regions?” European Economic Review, 52 (3), 551-567.
Becker, S. O., Egger, P. H. και von Elrich, M. (2010) “Going NUTS: The effect of EU structural funds on regional performance”. Journal of Public Economics, 94, 578-590.
Arcalean, C., Glomm, G. και Schiopu, I., (2012) “Growth effects of spatial redistribution policies”. Journal of Economic Dynamics and Control, 36, 988-1008.
Varga, J και in ‘t Veld, J. (2009) “A model-based analysis of the impact of cohesion policy expenditure 2000-06: Simulations with the QUEST III endogenous R&D model”. European Economy Economic Papers, 387.
Aiello, F. και Pupo, V., (2012) “Structural funds and the economic divide in Italy”. Journal of Policy Modeling, 34, 403-418.
European Commission (2017) My region, my Europe, our future: Seventh report on economic, social and territorial cohesion. Luxembourg: Publications Office of the European Union.
Karvounis, A. και Zaharis, N. (2015) “Greece and EU structural funds: What do the choices made by Greece regarding the allocation of structural funds over the past three decades imply for the developmental model of the country?” Στο P. Largovas, S. Petropoulos, N. Tzifakis, A. και Huliaras (επιμ.) Beyond “absorption”: The impact of EU Structural Funds on Greece. Hellenic University Association for European Studies, Konrad Adenauer Stiftung, 35-48.
Polverari, L. and Bachtler, J., Davies, S., Kah, S., Mendez, C., Michie, R. και Vironen, H. (2014) Balance of competences cohesion: Literature review on EU Cohesion Policy. Final Report to the Department for Business, Innovation and Skills, February 2014.
Garnier, C. (2003) “Conclusions of the conference”. Στο B. Funck and L. Pizzati (επιμ.) European integration, regional policy and growth. Washington DC: The World Bank, 249-253.
Applica και Ismeri Europa (2016) “Ex post evaluation of cohesion policy programmes 2007-2013, focusing on the European Regional Development Fund (ERDF) and the Cohesion Fund (CF): WP1 synthesis report”. European Commission, Directorate-General for Regional and Urban Policy Directorate B – Policy.
Applica, Ismeri Europa και Cambridge (2016) “Ex post evaluation of cohesion policy programmes 2007-2013, focusing on the European Regional Development Fund (ERDF) and the Cohesion Fund (CF): Task 3 country report Greece: WP1 synthesis report”. European Commission, Directorate-General for Regional and Urban Policy Directorate B – Policy.
Axt, H.J. (2015) “Greece not competitive in spite of European subsidies: The EU should rethink its cohesion policy”. Στο P. Largovas, S. Petropoulos, N. Tzifakis και A. Huliaras (επιμ.) Beyond “absorption”: The impact of EU Structural Funds on Greece. Hellenic University Association for European Studies, Konrad Adenauer Stiftung, pp. 10-19.
Psycharis, Y., Tselios, V. και Pantazis, P. (2020) “The contribution of Cohesion Funds and nationally funded public investment to regional growth: Evidence from Greece”. Regional Studies, 54, 95-105.
Aivazidou, E., Cunico, G. και Mollona E. (2020) “Beyond the EU Structural Funds’ absorption rate: How do regions really perform?” Economies, 8, 55.
Παναγιώτης Λιαργκόβας, Aστέρης Χουλιάρας. Η Ελληνική Εμπειρία των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι αγνοημένες επιπτώσεις. Περιφέρεια Τεύχος 2016 (5), 9-19.
*Ο Μανώλης ∆. Τσαντάκης είναι oικονοµολόγος