Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Οι επιθέσεις της ΕΛΔΥΚ κατά του Κιόνελι

Μια άγνωστη πτυχή της κυπριακής τραγωδίας

Aυτές τις μέρες πριν 46 χρόνια εκτυλίχθηκε μια άγνωστη σε πολλούς πτυχή της κυπριακής τραγωδίας, η επίθεση της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) κατά του Κιόνελι, η οποία υπήρξε η σημαντικότερη επιχείρηση ανάσχεσης του Τούρκου εισβολέα στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974.
Παρότι υπήρχαν αρκετές ενδείξεις -πολιτικές και στρατιωτικές- ότι θα εκδηλωνόταν αποβατική επιχείρηση, το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) της Κύπρου και το ΓΕΕΘΑ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας) της Ελλάδας άργησαν να αντιδράσουν, καθώς θεωρούσαν μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι επρόκειτο για άσκηση ή απόπειρα εκφοβισμού των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων. Συνέπεια αυτού, η τουρκική απόβαση εξελίχθηκε σε αποβίβαση, καθώς κατά τις πρώτες κρίσιμες ώρες της επιχείρησης τα τουρκικά στρατεύματα αντιμετώπισαν ελάχιστη αντίσταση και κατάφεραν να αποβιβάσουν άρματα και βαρύ εξοπλισμό στην ακτή Πενταμίλι έξω από την Κερύνεια, ενώ παράλληλα γίνονταν συνεχείς βομβαρδισμοί στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την Κύπρο και πτώσεις αλεξιπτωτιστών στα χωριά του τουρκοκυπριακού θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας, νότια του Πενταδάκτυλου.

Η σημασία της επίθεσης κατά του Κιόνελι
Με καθυστέρηση αρκετών ωρών, το ΓΕΕΦ επιχείρησε να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων διατάσσοντας επίθεση της ΕΛΔΥΚ κατά του χωριού Κιόνελι (Gönyeli), το οποίο είχε 1.750 κατοίκους και άριστη περιμετρική οχύρωση, παρά το εμπάργκο εισαγωγής τσιμέντου που είχε επιβάλλει η κυπριακή κυβέρνηση στους θύλακες κατά το διάστημα 1964-1968. Η άμυνα του χωριού περιλάμβανε αντιαρματική τάφρο, συρματόπλεγμα και τρεις διαδοχικές σειρές πολυβολείων από μπετόν. Εκτός από τους στρατευμένους Τουρκοκύπριους (που ονομάζονταν Mücahitler, «μαχητές»), το χωριό υπεράσπιζε μεγάλο μέρος της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου), δηλαδή στρατιώτες του τακτικού τουρκικού στρατού. Η κατάληψη του χωριού από ελληνικές δυνάμεις θα επέφερε τη διάσπαση του μεγαλύτερου τουρκοκυπριακού θύλακα σε δύο κομμάτια, καθιστώντας τον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας ένα μεγάλο στρατόπεδο αιχμαλώτων και διευκολύνοντας την προώθηση ελληνικών δυνάμεων προς την διάβαση της Αγύρτας (Ağırdağ), ενώ παράλληλα θα στερούσε από το τουρκικό προγεφύρωμα «στρατηγικό βάθος» και θα μετέβαλλε σε εχθρικό το έδαφος όπου προσγειώνονταν οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Ως έμμεση συνέπεια αυτών, θα αποδεσμεύονταν σημαντικές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς (του στρατού της Κύπρου) για την εξάλειψη του προγεφυρώματος στα παράλια της Κερύνειας, ενώ η περικύκλωση της Λευκωσίας από ελληνικές δυνάμεις θα άλλαζε τη στρατιωτική ισορροπία από την πρώτη κιόλας μέρα της εισβολής και θα καταρράκωνε το ηθικό των τουρκοκυπριακών και τουρκικών δυνάμεων, καθιστώντας εφικτή ακόμα και την κήρυξη της ένωσης. Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, όλα αυτά ήταν εφικτά αν η επιχείρηση ξεκινούσε ταυτόχρονα με την εκδήλωση της απόβασης, αλλά η καθυστέρηση μερικών ωρών καθιστούσε αβέβαια την έκβαση της επιθετικής ενέργειας.

Η πρωινή επίθεση της 20ης Ιουλίου
Η πρώτη επίθεση κατά του Κιόνελι εκδηλώθηκε το πρωί του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974 από ένα τάγμα της ΕΛΔΥΚ, δύναμης 500 ανδρών. Λόγω του φόβου αεροπορικών προσβολών, στην επιχείρηση δεν χρησιμοποιήθηκαν τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να κινηθούν πεζοί και ασκεπείς σε υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς επαρκείς ποσότητες νερού. Τα πεζοπόρα τμήματα αρχικά συνοδεύονταν από δεκαπέντε άρματα, αλλά όταν έφτασαν στην όχθη του Σέμμου (παραπόταμου του Πεδιαίου) τα άρματα έλαβαν εντολή να μην τον διαβούν, επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο να κολλήσουν και να μην μπορούν να ανέβουν απέναντι, ενώ πρόσθετο πρόβλημα ήταν ότι οι ασύρματοι των αρμάτων δεν λειτουργούσαν και ο διοικητής τους δεν μπορούσε να τα διοικεί από απόσταση.1 Κατά συνέπεια, τα άρματα έμειναν στην όχθη για λίγο και στη συνέχεια επέστρεψαν στη βάση τους, αφήνοντας τα πεζοπόρα τμήματα χωρίς κάλυψη.
Η θέση των Ελλήνων στρατιωτών έγινε σύντομα δυσχερέστερη, επειδή κατά την προσέγγισή τους στο χωριό έγιναν αντιληπτοί και οι Τούρκοι άρχισαν να τους ρίχνουν με όλμους 81΄΄ που έπεφταν μέσα στα καλάμια και τα θερισμένα σπαρτά, ανάβοντας φωτιές που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των στρατιωτών, ενώ δημιουργούσαν κωλύματα στη μεταξύ τους επικοινωνία.2 Παρά τις δυσκολίες, οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ κάλυψαν γρήγορα την απόσταση μέχρι το Κιόνελι, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στην τουρκοκυπριακή και τουρκική στρατιωτική ηγεσία.3 Στο μεταξύ, τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη -οι πιλότοι των οποίων δεν είχαν ενημερωθεί ότι το έδαφος έπαψε να είναι φιλικό- έριξαν μπροστά και ανάμεσα στις γραμμές των Ελλήνων στρατιωτών εκατοντάδες Τούρκους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι εξοντώθηκαν μέχρι τον τελευταίο.4 Η μόνη σοβαρή άμυνα που αντέταξαν οι τουρκικές δυνάμεις ήταν από καταδρομείς που είχαν πέσει μερικές ώρες νωρίτερα στην Αγύρτα, οι οποίες επάνδρωσαν πολυβολεία της ΤΟΥΡΔΥΚ και κατέλαβαν οχυρές θέσεις σε παρακείμενο χείμαρρο, βάλλοντας οργανωμένα κατά της ΕΛΔΥΚ και συντονίζοντας τις πυκνές βολές όλμων, χωρίς ωστόσο να ανακόπτουν την προέλαση του ελληνικού πεζικού.
Μετά από μάχη σώμα με σώμα γύρω από τον οικισμό, οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ κατέλαβαν και κατέστρεψαν όλα τα πολυβολεία της πρώτης γραμμής άμυνας του Κιόνελι και αρκετά της δεύτερης, υποχωρώντας μόνο όταν η τουρκική αεροπορία άρχισε να πλήττει τις θέσεις τους με εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ. Ο τρόμος που έσπειρε η προέλαση της ΕΛΔΥΚ ήταν τέτοιος που οι Τούρκοι εφάρμοσαν «πολιτική καμένης γης» σε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα χωριά των ομογενών «αδερφών» τους, ανατινάζοντας και καταστρέφοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αμυντικό φράγμα των προελαυνόντων τμημάτων, ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα ελληνικά τμήματα θα καθηλώνονταν ή θα υποχωρούσαν. Τότε, και ενώ όλα έδειχναν ότι οι Τούρκοι δυσκολεύονταν να κρατήσουν τις θέσεις τους, τα προελαύνοντα ελληνικά τμήματα διατάχθηκαν «όπως εγκαταλείψουν το κατακτηθέν έδαφος και προβούν εις άμεσον επάνοδον εις το στρατόπεδόν των».5 Οι αξιωματικοί και οπλίτες της ΕΛΔΥΚ απόρησαν, καθώς είχαν αιφνιδιάσει τις τουρκικές δυνάμεις και φαινόταν να υπερισχύουν, αλλά ακολούθησαν τη διαταγή και επέστρεψαν στη βάση τους με μικρές απώλειες.
Σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια «Αφροδίτη» που καταρτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, παράλληλα με την κύρια επιθετική ενέργεια από τον Γερόλακκο κατά του Κιόνελι έπρεπε να γίνουν δύο επιθέσεις από κυπριακά τάγματα που βρίσκονταν στις περιοχές Κάτω Δικώμου και Αγίου Βασιλείου.6 Οι επιθέσεις αυτές ωστόσο δεν έγιναν, επειδή το 241 Τάγμα Πεζικού που βρισκόταν στο Δίκωμο διατήρησε τις θέσεις του -με ευθύνη του ΓΕΕΦ- και διατάχθηκε να καλύψει τις μοίρες των καταδρομέων που επιχείρησαν την (ανα)κατάληψη της διάβασης της Αγύρτας και άλλων σημείων στον Πενταδάκτυλο, νότια της Κερύνειας.7 Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν περιορισμένη επιτυχία και σοβαρότατες εκατέρωθεν απώλειες, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης. Ένα άλλο ζήτημα ήταν ότι το έδαφος που κατέλαβαν οι μοίρες έπρεπε να το υπερασπιστούν από την επομένη τμήματα πεζικού, τα οποία όμως δεν είχαν προωθηθεί εγκαίρως στην περιοχή.

Η εσπερινή επίθεση της 20ης προς 21η Ιουλίου
Αντιλαμβανόμενη ότι το ΓΕΕΦ αδυνατούσε να συντονίσει τις επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων (ελλαδικών και κυπριακών) δυνάμεις, η διοίκηση της ΕΛΔΥΚ αποφάσισε να προχωρήσει σε δεύτερη επίθεση κατά του Κιόνελι χωρίς τη συνδρομή του ΓΕΕΦ. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 18.30 το απόγευμα του Σαββάτου 20 Ιουλίου και έληξε στις 3.00 τα ξημερώματα της Κυριακής 21 Ιουλίου. Στην επίθεση συμμετείχαν εφτά άρματα Τ34 της Εθνικής Φρουράς, μερικά τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού BTR και δύο τάγματα της ΕΛΔΥΚ (περίπου 1.000 άνδρες), αλλά στο μεταξύ και η άμυνα του Κιόνελι είχε ενισχυθεί με εφεδρικά τουρκοκυπριακά τμήματα και νέες ρίψεις τμημάτων αλεξιπτωτιστών.8 Σε απόσταση 300 μέτρων από το Κιόνελι τα άρματα συνάντησαν μια εκβαθυμένη λασπώδη κοίτη χειμάρρου που είχε πλάτος 40 μέτρα και μήκος 400, την οποία είχαν σκάψει ως αντιαρματικό κώλυμα οι Τούρκοι το ίδιο μεσημέρι. Εκεί κόλλησε ένα από τα άρματα, ενώ ακινητοποιήθηκαν λόγω μηχανικής βλάβης άλλα δύο. Με δεδομένο ότι η δύναμη της ίλης είχε μειωθεί σχεδόν στο μισό, ο διοικητής της διέταξε τα άρματα να επιστρέψουν, αλλά ένα με επικεφαλής τον εθνοφρουρό Λοΐζο Λοϊζίδη αποφάσισε να συνεχίσει την προέλαση προς το Κιόνελι.
Μπαίνοντας στο χωριό οι στρατιώτες κατέλαβαν με σχετική ευκολία την πρώτη σειρά πολυβολείων που κατέστρεψαν το ίδιο πρωί, αν και η προέλαση προς τη δεύτερη γραμμή ήταν πιο δύσκολη. Στο σημείο αυτό υπήρξε πολύτιμη η συνδρομή του άρματος του Λοϊζίδη, καθώς με συνεχή πυρά κατέστρεφε ένας προς ένα τα τουρκικά πολυβολεία, τα οποία εκκαθάριζαν στη συνέχεια τα πεζοπόρα τμήματα.9 Η ελληνική προέλαση ανησύχησε σοβαρά το τουρκικό επιτελείο, καθώς τα τμήματα της ΕΛΔΥΚ είχαν καταφέρει να προελάσουν για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα μέχρι το κέντρο του μεγαλύτερου τουρκοκυπριακού θύλακα, επιφέροντας σημαντικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό στους Τούρκους και καταδεικνύοντας την αδυναμία των οχυρώσεων που έχτιζαν στην περιοχή από το 1964 (όταν σχηματίστηκαν οι θύλακες) και τις οποίες είχαν μάλιστα ενισχύσει μετά το 1968 (όταν η κυπριακή κυβέρνηση ήρε μονομερώς το εμπάργκο που είχε επιβάλει στους θύλακες). Τμήματα πεζικού της ΕΛΔΥΚ με το άρμα του Λοϊζίδη έφτασαν μάλιστα μέχρι τον προσφυγικό οικισμό Μίντζελι (Göçmenköy), όπου χτύπησαν πολυκατοικία που οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει μέχρι να καταρρεύσει.10
Παρότι η προέλαση των ελληνικών τμημάτων συνεχίστηκε επιτυχώς μέχρι το βράδυ, ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί η τοποθεσία, καθώς το πεζικό ήταν εκτεθειμένο σε άγνωστο πεδίο χωρίς ουσιαστική κάλυψη από άρματα και θα μπορούσε να υποστεί σημαντικές απώλειες από συντονισμένο σχέδιο πυρός ή αντεπίθεση των Τούρκων. Στο πλαίσιο αυτό, στις 2.00 τη νύχτα διέταξε σύμπτυξη «για ανασυγκρότηση» στη γραμμή άμυνας του στρατοπέδου, εκτιμώντας ότι με το πρώτο φως της ημέρας οι δυνάμεις του θα γίνονταν στόχος της εχθρικής αεροπορίας.11 Το συμπέρασμα της πρώτης μέρας επιχειρήσεων ήταν ότι παρά τον αιφνιδιασμό, οι ελλαδικές δυνάμεις είχαν υψηλό φρόνημα και μαχητική αξία. Αν η διοίκηση είχε αντιδράσει έγκαιρα διατάσσοντας την εφαρμογή των προβλεπόμενων σχεδίων, οι ελληνικές δυνάμεις θα μπορούσαν να επιβληθούν στο πεδίο της μάχης κατά τις κρίσιμες πρώτες ώρες, αποτρέποντας τις αρνητικές εξελίξεις που ακολούθησαν.

Χάνεται “χρυσή ευκαιρία” για προώθηση στη Λευκωσία
Στο μεταξύ, από τις πρώτες ώρες της εισβολής το 211 Τάγμα Πεζικού της Εθνικής Φρουράς αντάλλασσε συνεχώς πυρά με τους Τουρκοκύπριους μέσα και γύρω από την παλιά πόλη της Λευκωσίας, εκατέρωθεν της «Πράσινης Γραμμής» που χαράχθηκε τον Δεκέμβριο του 1963. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πυρά των Τουρκοκυπρίων μειώθηκαν θεαματικά, ένδειξη ότι κάτι συνέβαινε. Ελληνοκύπριοι ένοπλοι πλησίασαν τις τουρκικές θέσεις στην περιοχή των οδών Πάφου και Μάρκου Δράκου για να δουν τι συνέβαινε, και είδαν ότι τα εχθρικά πολυβολεία είχαν εγκαταλειφθεί.12 Οι Τούρκοι φαίνεται ότι είχαν αποσύρει τους περισσότερους και πιο αξιόμαχους άνδρες από την «Πράσινη Γραμμή» και τους είχαν στείλει στο Κιόνελι, προκειμένου να αποτρέψουν την πτώση του και τη διάσπαση του θύλακα.
Η εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι μια οργανωμένη επίθεση της Εθνικής Φρουράς κατά της Λευκωσίας θα είχε ως αποτέλεσμα την εύκολη διάσπαση της εχθρικής γραμμής και την κατάληψη μεγάλου μέρους ή και όλης της παλιάς πόλης της Λευκωσίας, αν όχι και περιοχών γύρω από αυτήν. Κύπριοι εθνοφρουροί που υπηρετούσαν στη γραμμή ανέφεραν ότι «Αντίστασις ισχυρά δεν υπήρχε, μερικές δε ενδείξεις έπειθον ότι ανίδεα πρόσωπα -ίσως ακόμη και γυναίκες- είχον ταχθεί να υπεραμυνθούν της εχθρικής γραμμής. Αρκεί να αναφερθή ότι χειροβομβίδες ερρίπτοντο κατά των ημετέρων χωρίς να έχη αφαιρεθή η περόνη ασφαλείας».13 Ορισμένες μονάδες ζήτησαν άδεια για προώθηση εντός της τουρκικής συνοικίας, αλλά αυτή δεν δόθηκε από το ΓΕΕΦ, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη μια σπάνια ευκαιρία που θα μπορούσε να αλλάξει την στρατιωτική κατάσταση και να εκβιάσει μια ανακωχή ή και λήξη των επιχειρήσεων. Από την άλλη, αν οι Ελληνοκύπριοι έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο τον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας, η τουρκική αεροπορία θα απαντούσε με ανηλεή βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών, πράγμα που είχε αποφύγει κατά τις πρώτες ώρες της εισβολής.14

Η εσπερινή επίθεση της 21ης Ιουλίου
Επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις του διοικητή της ΕΛΔΥΚ, από τις 4.50 τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου μέχρι τις 10.00 το πρωί η τουρκική πολεμική αεροπορία βομβάρδισε επανειλημμένα το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στον Γερόλακκο, ενώ πραγματοποιήθηκαν νέες ρίψεις αλεξιπτωτιστών γύρω από το Κιόνελι και νότια της Αγύρτας. Παρότι το τουρκικό πεζικό επιχείρησε επανειλημμένα επιθετικές αναγνωρίσεις κατά τις επόμενες μέρες, δεν κατάφερε να πλησιάσει και εγκατασταθεί κοντά στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Σημαντικό ανασχετικό παράγοντα ως προς αυτό αποτέλεσαν τα οργανωμένα πυρά του πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς, το οποίο προσέβαλε επανειλημμένα τις συγκεντρώσεις των αλεξιπτωτιστών στην Αγύρτα και των αποβατικών σκαφών έξω από τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες.15 Υπό αυτές τις συνθήκες έντασης και σύγχυσης αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί μια τρίτη επίθεση της ΕΛΔΥΚ κατά του Κιόνελι το απόγευμα της Κυριακής 21 Ιουλίου 1974, με τη συνδρομή αρμάτων της Εθνικής Φρουράς.
Με δεδομένο ότι είχαν περάσει περίπου 35 ώρες από την εκδήλωση της εισβολής, οι Τούρκοι στο Κιόνελι είχαν ενισχυθεί σημαντικά με έμψυχο και άψυχο υλικό, ενώ έφταναν συνεχώς πρόσθετα άρματα από το προγεφύρωμα στην Κερύνεια. Παρά ταύτα, το πεζικό της ΕΛΔΥΚ και τα άρματα της Εθνικής Φρουράς κατάφεραν να μπουν στο χωριό για τρίτη φορά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Όταν το ελληνικό πεζικό πέρασε τα πρώτα σπίτια, οι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν όλμους εντός του χωριού, αφού πρώτα είχαν δώσει εντολή να μεταφερθεί ο άμαχος πληθυσμός αλλού. Η ενέργεια αυτή αρχικά αιφνιδίασε τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά οι οδομαχίες σύντομα επεκτάθηκαν σε όλο το χωριό. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι αργά τη νύχτα, οπότε οι ελληνικές δυνάμεις διατάχθηκαν -για τρίτη και τελευταία φορά- να συμπτυχθούν στην περιοχή του στρατοπέδου. Εκμεταλλευόμενοι την ελληνική σύμπτυξη και τη συνεχή ενίσχυση των δυνάμεών τους από το προγεφύρωμα, οι Τούρκοι τοποθέτησαν δεκάδες άρματα σε οχυρά σημεία μέσα και γύρω από το Κιόνελι, ενώ την επομένη μετέφεραν με ελικόπτερα εκατοντάδες στρατιώτες και τόνους στρατιωτικό υλικό, υπό την κάλυψη της τουρκικής αεροπορίας που συνέχισε να βομβαρδίζει το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.
Ήταν πλέον προφανές ότι σε αντίθεση με την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων, κατά την οποία υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες εξουδετέρωσης των εισβολέων στο Κιόνελι και τη Λευκωσία, το βράδυ της δεύτερης μέρας οι Τούρκοι είχαν όχι μόνο εξασφαλίσει το προγεφύρωμά τους στην Κερύνεια, αλλά ήταν σε θέση να ενισχύσουν σημαντικά σχεδόν όλη την περίμετρο του θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας, δημιουργώντας τετελεσμένα που δύσκολα θα μπορούσαν να αναστραφούν με πολιτικά μέσα ή πιέσεις.

22 Ιουλίου: αναδιάταξη των αμυνόμενων και ανακωχή
Στις 9.45 το πρωί της 22ας Ιουλίου η τουρκική αεροπορία προσέβαλε και πάλι το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Στο φράγμα πυρός των τουρκικών δυνάμεων προστέθηκαν βολές όλμων 4,2΄΄, οι οποίοι είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα στο Κιόνελι, ενισχύοντας τις επιθετικές δυνατότητες των τουρκικών και τουρκοκυπριακών δυνάμεων της περιοχής. Ο βομβαρδισμός εντάθηκε μετά τις 13.45, καθώς οι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν βόμβες 750 λιβρών και εμπρηστικές (ναπάλμ). Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στην υλική υποδομή του στρατοπέδου, αλλά αισίως ελάχιστους τραυματισμούς στρατιωτών. Κατά τις επιχειρήσεις του τριημέρου 20-22 Ιουλίου, η τουρκική αεροπορία προέβη συνολικά σε περισσότερες από 390 εξόδους, πλήττοντας καθαρά στόχους στρατιωτικούς -κυρίως γύρω από το προγεφύρωμα- με σκοπό να «κερδίσει» χρόνο για να αποβιβαστούν και αναπτυχθούν οι αποβατικές δυνάμεις.16
Έχοντας εξασφαλίσει το προγεφύρωμά της, η Τουρκία συναίνεσε στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για κατάπαυση του πυρός μετά τις 16.00 τοπική ώρα. Παρότι υπήρξαν πιέσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας προς αυτή την κατεύθυνση και νωρίτερα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit) φαίνεται να συμφώνησε μόνο μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger), ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η Άγκυρα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την εκεχειρία για να βελτιώσει τη θέση της στο νησί, στρατιωτικά και πολιτικά. Μη αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο για τη διαιώνιση ή και επιδείνωση της κατάστασης, οι διοικητές του ΓΕΕΦ και της ΕΛΔΥΚ πειθάρχησαν και διέταξαν όλες τις μονάδες να συμμορφωθούν άμεσα με την απόφαση, εκτιμώντας ότι αντίστοιχη στάση θα υιοθετούσαν και τα τουρκικά στρατεύματα. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν να προωθούνται και να επιτίθενται σε χωριά, πόλεις και μονάδες της Εθνικής Φρουράς παρά την αποδοχή της ανακωχής. Παρότι λίγοι το αντιλαμβάνονταν, το παιχνίδι είχε κριθεί και η Κύπρος ήταν πλέον έκθετη στις άγριες διαθέσεις του «Αττίλα».
Σημείωση: Η αναφορά των τουρκικών ονομασιών σε παρένθεση δεν υπαινίσσεται την αναγνώριση των ονομασιών αυτών από τον γράφοντα, αλλά εξυπηρετεί αποκλειστικά τη σκοπιμότητα αναγνώρισης των τοπωνυμίων αυτών σε έναν σύγχρονο χάρτη.

 

*Ο  Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης είναι Τουρκολόγος – ιστορικός, έχει υπηρετήσει στην ΕΛΔΥΚ

 

Πηγές
• Αβέρωφ-Τοσίτσας Ευάγγελος, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών: Κυπριακό, 1950-1963, τόμος Β’, Εστία, 1982.
• Βλάχου Άγγελος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, Εστία, 1980.
• Καρδιανός Διονύσιος (ψευδώνυμο του Σπύρου Παπαγεωργίου), Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον (γ’ έκδοση), Εκδόσεις Κ. Επιφάνιου, Λευκωσία, 2003.
• Κρανιδιώτης Γιάννος, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974. Διατριβή, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984.
• Λάμπρου Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
• Μπήτος Γ. Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, β΄ έκδοση, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998.

 

1. Οι ασύρματοι κατέστησαν άχρηστοι διότι δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν τα ξηρά τους στοιχεία (μπαταρίες) με νέα, τα οποία θα έφερνε το οχηματαγωγό «Λέσβος» με την επάνοδό του από την Ελλάδα. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 549.
2. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 548-9.
3. Ξένος διπλωμάτης αποκάλυψε αργότερα πως ο Ραούφ Ντενκτάς πίεζε επίμονα την τουρκική ηγεσία να στείλει ελικόπτερο για να τον μεταφέρει έξω από τον «υπό πολιορκία» τουρκικό τομέα της Λευκωσίας. Ο πρώην αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ έγραψε αργότερα στην εφημερίδα του Halkın Sesi (Η Φωνή του Λαού) ότι «μερικοί των νυν υψηλά ιστάμενων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κατήλθαν στα υπόγεια κατά τις ημέρες του πολέμου, βγήκαν δε από εκεί μόνο όταν τα τουρκικά στρατεύματα τους εξασφάλισαν απεριόριστες δυνατότητες». Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σελ. 411.
4. Ρίψη αλεξιπτωτιστών σε μη ελεγχόμενη από τους Τούρκους περιοχή έγινε και κοντά στο χωριό Μια Μηλιά, οι κάτοικοι του οποίου έσπευσαν πάραυτα να εξοντώσουν τους επιδρομείς, με αποτέλεσμα να διαφύγουν ελάχιστοι. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 550.
5. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σελ. 412.
6. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 551.
7. Τη νύχτα της 20ης προς 21η Ιουλίου η 31η μοίρα καταδρομών κινήθηκε επιθετικά κατά του Αγίου Ιλαρίωνα και του υψώματος Κοτζάκαγια, η 32η μοίρα κατά του υψώματος Άσπρη Μούττη και η 33η μοίρα καταδρομών κατά του υψώματος Πετρομούθια. Αργότερα σχηματίστηκε και η 34η μοίρα, η οποία επιτέθηκε κατά του υψώματος 296 στα ανατολικά της Αγύρτας. Ι. Μπήτος, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, 1998, σελ. 255.
8. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σελ. 413.
9. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σελ. 415.
10. Στο ίδιο, σελ. 416.
11. Με την επιστροφή στο στρατόπεδο, οι άνδρες συνειδητοποίησαν ότι οι απώλειες τις μέρας ήταν 25 νεκροί και 40 περίπου τραυματίες. Μεταξύ αυτών, έπεσαν οι υπολοχαγός πεζικού Τσιώνος Σωτήριος (τραυματίστηκε θανάσιμα στο Κιόνελι και απεβίωσε στις 29 Ιουλίου), ο αρχιλοχίας πεζικού Κόκας Κων/νος, οι έφεδροι λοχίες Ζάρκος Χρήστος και Τσιπινιάς Βασίλειος, ο έφεδρος δεκανέας Ρούσης Γεώργιος και οι στρατιώτες Αθανασούλας Βασίλειος και Κουκούλης Θωμάς, ενώ αγνοούνται έκτοτε οι Αυλωνίτης Σπυρίδων, Παφιώλης Κων/νος και Χουντάλας Προκόπιος. Ι. Μπήτος, σελ. 253.
12. Παριστάμενοι πρώην μαχητές της ΕΟΚΑ αναφέρουν πως μόνο ένα πολυβολείο έβαλλε κατά διαστήματα κατά των ημέτερων στρατιωτών για να τους κρατάει σε απόσταση, ενώ Τουρκοκύπριος ελεύθερος σκοπευτής έριχνε σποραδικά στο οδόστρωμα για να δίνεται η εντύπωση πολλαπλών πυρών. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σελ. 199.
13. Συμπληρώνουν δε, ότι «Δυστυχώς, αυτό το οποίο αντελαμβάνοντο οι απλοί στρατιώται της διαχωριστικής γραμμής, δεν το κατενόουν οι διοικήσεις». Στο ίδιο, σελ. 199-200.
14. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 553.
15. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, 2004, σελ. 552.
16. Ι. Μπήτος, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, 1998, σελ. 243.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα