Στις αρχές του 20ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο υπήρχε ένα κλίμα επαναπροσέγγισης του αρχαιοελληνικού ιδεώδους, με την ταυτόχρονη προσέγγιση της ευρωπαϊκής κουλτούρας και του δυτικού τρόπου ζωής και ψυχαγωγίας. Αυτή την περίοδο η πόλη των Χανίων, η οποία πρωτοστατούσε στην πολιτιστική κίνηση της Κρητικής Πολιτείας, είχε στρέψει το βλέμμα της στο αθηναϊκό πολιτιστικό γίγνεσθαι, το οποίο συνοδοιπορούσε με το δυτικοευρωπαϊκό. Με αυτό το σκεπτικό δεν προκαλεί έκπληξη το άρθρο στην τοπική εφημερίδα «Σημαία» στις 3/3/1902 με τίτλο «Εθνικοί χοροί», το οποίο αναφέρεται τόσο στους ελληνικούς όσο και στους κρητικούς χορούς, οι οποίοι έλκυαν την προέλευσή τους από τους αρχαιοελληνικούς χορούς.
«[…Εφέτος εις όλους εν Αθήναις δοθέντας ιδιωτικούς και δημόσιους χορούς εχορεύθησαν μετά πάσης τιμής και ειλικρινούς ενθουσιασμού και οι εθνικοί μας χοροί. Εισηγουμένης της εξόχου φιλελληνίδος κυρίας Ριανκούρ, εν τω μεγάρω της οποίας ο συρτός και ο πηδηκτός είναι πάσης χορευτικής συγκεντρώσεως στοιχεία, απαραίτητα[…]». Ο ανταποκριτής της εφημερίδας από την Αθήνα, Τάκης Καντηλώρος, αναφέρει ότι στο χορευτικό πρόγραμμα των χοροεσπερίδων στα αθηναϊκά σαλόνια μαζί με τους ευρωπαϊκούς και τους υπόλοιπους ελληνικούς εθνικούς χορούς χορεύονταν και οι δυο βασικοί χοροί της Κρήτης, ο συρτός και ο πηδηχτός. Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι οι ευρωπαϊκοί χοροί, δηλαδή οι λανσέδες, οι καντρίλιες, ο σωτής (πόλκα), κ.ά. «[…]έχουσιν μουσικήν, εις τα στροφάς της οποίας αντισοιχούσιν ακριβώς ίσαι φιγούραι. Οι ορθώς λοιπόν χορεύοντες άμα τη τελευταία νότα της μουσικής, ποιούσι και το τελευταίον χορευτικόν βήμα». Με άλλα λόγια, η μουσική φράση συνέπιπτε με τον χορευτικό βηματισμό. Αυτό όμως, σύμφωνα με τους ξένους ειδικούς μουσικούς, δεν συνέβαινε στους κρητικούς χορούς (και στους υπόλοιπους ελληνικούς χορούς), λόγω της χορευτικής αδεξιότητας των χορευτών και «[…] της αμουσίας των πλανόδιων οργάνων[…]».
Ο Καντηλώρος προτείνει «[…] όλοι οι χοροδιδάσκαλοι να μιμηθώσι τον ρέκτην εν Αθήναις συναδελφόν των κ. Ανδρεόπουλο», ο οποίος προσπαθούσε να μιμηθεί τους αρχαιοελληνικούς χορούς σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ευρωπαϊκά μουσικά μουσικοχορευτικά πρότυπα (ταύτιση μουσικής φράσης και χορευτικού βηματισμού) και να τα εφαρμόσει στον ελληνικό παραδοσιακό χορό. Αυτή την καινοτομία εφάρμοσε αργότερα ο χοροδιδάσκαλος Αργύρης Ανδρεόπουλος, ο οποίος είχε σπουδάσει χορό στην Ευρώπη, και στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών (1913) σε συνεργασία με την ιδρύτρια του Λυκείου Καλλιρόη Σιγανού-Παρρέν. Ευτυχώς παρά τις «φιλότιμες», «εθνικές» προσπάθειες αλλοίωσης των παραδοσιακών ελληνικών χορών γενικότερα, η προσπάθεια απέτυχε, διότι στο γλέντι το οποίο γινόταν στα χωριά της κρητικής, αλλά και της ελληνικής υπαίθρου γενικότερα, οι μουσικοί και οι χορευτές που συμμετείχαν δεν είχαν επαφή με τα χοροδιδασκαλεία και τις εισαγόμενες εξευρωπαϊσμένες μουσικές τεχνικές!
Πηγές:
Καρδάρης Δ., «Ο χορός ως γνωστικό αντικείμενο στην ελληνική εκπαίδευση», Παράδοση και Τέχνη, 100, Αθήνα 2008, σ. 6-7.