Το 1985 εγκρίθηκε για διδασκαλία στη Β’ τάξη του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου, το σχολικό βιβλίο του γράφοντος και δύο συνεργατών του, µε τίτλο: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
Το βιβλίο αυτό αναφοράς στα σύγχρονα κοινωνικο-περιβαλλοντικά προβλήµατα εµπεριείχε και τη ΜΑΡΤΥΡΙΑ προβληµατισµού, ευαισθητοποίησης και δράσης “Οι φλόγες έζωναν τον τόπο τους και οι κάτοικοι έπαιζαν τάβλι”. Γι’αυτό και ζητιόταν από τους µαθητές να αναφέρουν -αξιολογικά- τις σκέψεις, τις απόψεις και τα συναισθήµατά τους, για τη στάση των ανθρώπων που σχολιάζονται στη µαρτυρία αυτή.
Τώρα λοιπόν (τον Ιούλιο του 2024) που η µισή Ελλάδα καίγεται από τις πυρκαγιές, παραθέτω αυτούσιο το κείµενο αυτό για τους αναγνώστες των Χ.Ν., και όπως αυτό συµπεριλήφθηκε στη νέα µορφή (µε ελάχιστες διαφοροποιήσεις) του βιβλίου “Αρχές Περιβαλλοντικών Επιστηµών”, που διδάχθηκε µέχρι το 2013, για να αντιληφθούν οι αναγνώστες (και όχι µόνο) την επικαιρότητα αυτής της Μαρτυρίας, αφού λίγες µέρες πριν (1.7.2024) κάτοικοι της Ζακύνθου διασκέδαζαν σε πανηγύρι, ενώ η φωτιά έκαιγε ανεξέλεγκτα τον τόπο τους (in.gr).
ΜΑΡΤΥΡΙΑ 12
Οι φλόγες έζωσαν τον τόπο και οι κάτοικοι έπαιζαν τάβλι
(σε κάποια περιοχή της Αττικής)
Τις κρίσιµες ώρες της πύρινης καταστροφής, στα µέτωπα της φωτιάς, δεν υπήρχαν παρά µόνο οι πυροσβέστες, οι δασικοί, οι στρατιώτες και οι …περίεργοι. Οι φλόγες µαίνονταν και στα καφενεία λίγα µόνο χιλιόµετρα από την πυρκαϊά, οι κάτοικοι έπαιζαν …τάβλι και φιλοσοφούσαν “περί της ανικανότητας” των πυροσβεστικών αεροσκαφών να δράσουν και περί της “απουσίας” ικανών -σε αριθµό- στρατιωτικών δυνάµεων.
Το απόγευµα της Πέµπτης, ο δήµαρχος της πόλης, απηύθυνε µε τα µεγάφωνα συνεχείς εκκλήσεις για λαϊκή κινητοποίηση εναντίον του ολέθρου, που έδειχνε ότι πλησιάζει την πόλη. Είναι ζήτηµα αν ήταν 500 που εγκατέλειψαν την “ασφάλεια” του αδιάφορου θεατή εκ του µακρόθεν. Από τους 30.000 κατοίκους της πόλης µόνο πέντε εκατοντάδες συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και έσπευσαν να προσφέρουν την προσωπική συµµετοχή τους στην αντιµετώπισή του…
Στο ∆ασαρχείο οι υπάλληλοι δεν έκρυβαν την απογοήτευσή τους, για την αδράνεια των κατοίκων. Στην περιοχή της πυρκαϊάς δεν πήγαν παρά µόνο όσοι είχαν ιδιοκτησίες και ένιωσαν πως κινδυνεύουν. Κάποιοι πήραν τα αυτοκίνητά τους και ανέβηκαν ως τους πρόποδες του Πατέρα και όταν διαπίστωσαν ότι η πύρινη λαίλαπα πέρασε χωρίς να πλησιάσει στο αγρόκτηµά τους, έκαναν µεταβολή και γύρισαν να συνεχίσουν απερίσπαστοι το τάβλι τους.
Κάποιοι άλλοι, των οποίων οι ιδιοκτησίες βρέθηκαν µέσα στο µέτωπο της φωτιάς, χάλασαν τον κόσµο για την “αδράνεια” των πυροσβεστικών δυνάµεων, που «αφήνουν την περιουσία τους απροστάτευτη». Κι όταν ο κίνδυνος πέρασε κι απ’ αυτούς… κοίταζαν απλώς τα κτήµατα των άλλων που καίγονταν, χωρίς καν να µπουν στον κόπο να πάρουν ένα κλαδί, µια τσάπα, και να προσφέρουν την ελάχιστη, έστω, συνδροµή τους.
Οι τέσσερις υπάλληλοι του ∆ασαρχείου άγρυπνοι από µέρες, µιλάνε µε δέος για τη φρίκη της φωτιάς που κατάκαιγε µε ταχύτητα την περιοχή, και µε απορία για την απάθεια του πληθυσµού που στην καλύτερη περίπτωση ενδιαφέρθηκε µόνο για το σπιτάκι ή το κοτέτσι του και στη χειρότερη έµεινε µακριά από τη “µάχη”, από την έκβαση της οποίας κρίνονταν ακόµη και ανθρώπινες ζωές…
Λίγο πιο πάνω το καφενείο της περιοχής, δίπλα σ’ ένα βενζινάδικο ήταν γεµάτο. Η φωτιά δεν απείχε παρά µόνο δύο χιλιόµετρα από το σηµείο, εκείνο, αλλά κανείς δεν ανησυχούσε ούτε είχε τύψεις για την αρνητική απάντηση που έδωσαν οι περισσότεροι στο ερώτηµα:
-Εσείς βοηθήσατε στην κατάσβεση;
Η διάθεση για εθελοντική συµµετοχή έλειπε, αλλά περίσσευε η κριτική. Ο νεαρός που προθυµοποιήθηκε να µιλήσει είναι µια χαρακτηριστική περίπτωση:
-Έγιναν µεγάλες καταστροφές εδώ;
-Μόνο µεγάλες; Τίποτε δεν έµεινε…
-Εσείς πήγατε να βοηθήσετε;
-Όχι…
-Καιγόταν η περιοχή σας και εσείς απλώς κοιτάζατε;
-Η φωτιά δεν σβήνει µε …ανθρώπους.
-Με τί σβήνει;
-Αν ήταν εδώ πέντε αεροπλανάκια;
-Ποιο είναι το όνοµά σας;
-Γιάννης.
-Το επώνυµο;
-Τί το θέλεις; Είµαι ανώνυµος…
Στο διπλανό τραπέζι ένας κύριος συµπληρώνει τις επικρίσεις για τα “αεροπλανάκια” που “τους άφησαν να καούν”.
-Εσείς πήγατε στη φωτιά;
-Όχι, εγώ ήµουν εδώ!
-Τη φωτιά όµως ποιος θα την έσβηνε;
-Οι πυροσβέστες έπρεπε να τη σβήσουν, αλλά δεν ξέρουν τη δουλειά τους.
Θα καούν αν πάνε να τη σβήσουν…
-Μήπως όµως χρειάζεται να βοηθήσουν και οι κάτοικοι;
-Μα η φωτιά “έπιασε” από την Κυριακή.
-…και ο κίνδυνος όµως δεν πέρασε…
-Να έρθουν τα αεροπλάνα…
-Θα µας πείτε το όνοµά σας;
-Ναι, Ανδρέας.
-Ανδρέας, τί;
-Ανδρέας, σκέτο.
Από την εφηµερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»
17-8-85
*Ο ∆ρ. Αρτέµης Αθανασάκης, M.Sc., M.Ed. είναι καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστηµών