«Καλύτερός του θάνατος δεν είναι σαν την νάρκα,
απού το κάνει το κορμί χίλια εκατό κομμάτια».
(Μια χαρακτηριστική μαντινάδα, που σε οξύμωρο σχήμα κλαίοντας τραγουδούσαμε τότε (τραγούδι= χαρά, αλλά κλάμα= λύπη, έννοιες αντιφατικές). Ο όρος και προσδιορισμός «καλύτερος» είναι κατ’ ευφημισμόν σχήμα λόγου, και σημαίνει χειρότερος, φριχτότερος, όπως το ξύδι το λέμε γλυκάδι και την αφιλόξενη και λεβεντοπνίχτρα Μαύρη Θάλασσα την αποκαλούμε Εύξεινο (=Φυ\όξενο) Πόντο.
Και του λόγου το ασφαλές βεβαιώνουν οι ακόλουθες λαϊκές εκφράσεις:
1. Ο φριχτός όρκος «Η νάρκα να με φάει, ανέ ντό ‘καμα αυτό το πράμα» ή «ανέ φταίω» κλπ.
2. Η φοβερή κατάρα που τότε συχνά ξεστομιζόταν για τους εχθρούς, αντιπάλους κλπ: «Η νάρκα να σε φάει και το Γερμανικό μολύβι (= σφαίρα, σφαιρίδιο νάρκα) να κρυγιάνει (=να κρυώσει, να παγώσει και να μείνει) στην καρδιά σου, ασκημοϋάνατε»!
Το κεφάλαιο «Νάρκες και Γερμανικά ναρκοπέδια στην Γερμανοκρατούμενη Κρήτη» δεν έχει απασχολήσει, ως φαίνεται, τους Ιστοριογράφους της Γερμανοκατοχής στην Κρήτη. Και όμως θα έπρεπε, διότι είναι ουσιώδες μέρος της τότε τραγικής Ιστορίας μας. Άλλωστε εκατοντάδες πρέπει να είναι τα από τις Γερμανικές νάρκες θύματα (νεκροί και τραυματίες άνθρωποι, αλλά και ζώα) τότε στην Κρήτη και όχι μόνον.
Ας παραθέσουμε λοιπόν κάποια σχετικά, για τις Γερμανικές νάρκες, στοιχεία που βιωματικά γνωρίζουμε:
Σε στεριά και θάλασσα οι νάρκες ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα πιο ύπουλα και καταστρεπτικά οπλομηχανήματα!
Διότι στη μεν ξηρά θάβονται στο έδαφος και δε φαίνονται, ενώ ποντισμένες στη θάλασσα και εφοδιασμένες με πανίσχυρους μαγνήτες είναι η αόρατη και αδυσώπητη καταστροφή των πλοίων και των ανθρώπων! Οι νάρκες, ανάλογα με τον προορισμό και τον στόχο τους, έχουν διαφορετικό μέγεθος, σχήμα και γόμωση (εκρηκτικό υλικό). Οι νάρκες έχουν ένα απλό ή πολλαπλό μεταλλικό περίβλημα, που εμπεριέχει τη γόμωση, πολλές φορές και μεταλλικά σφαιρίδια, διαφόρων σχημάτων, καθώς και τον πυροδοτικό μηχανισμό (πυροσωλήνα με καφούλα, επικρουστήρα, ελατήριο που τον πιέζει και ασφαλιστική περόνη που τον συγκρατεί). Η κεφαλή του επικρουστήρα προεξέχει από το περίβλημα, ούτως ώστε με πίεση (πάτημα από άνθρωπο, ζώο ή όχημα) είτε με πρόσκρουση (στα πλοία με την έλξη των μαγνητών) να φεύγει η περόνη που συγκρατεί τον επικρουστήρα, ο οποίος ακαριαία χτυπά την καφούλα και ενεργοποιείται ο πυροσωλήνας, για ν’ ακολουθήσει αστραπιαία η έκρηξη της γόμωσης της νάρκας.
Με την έκρηξη νάρκας, τα θραύσματα των μεταλλικών μερών και τα τυχόν υπάρχοντα σφαιρίδια (στρογγυλά, όπως των ρουλεμάν ή και άλλων γεωμετρικών σχημάτων) γίνονται και γινότανε τότε αμέτρητες και προς κάθε κατεύθυνση δολοφονικές σφαίρες, με τα γνωστά φριχτά επακόλουθα…
Και τότε οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες, σε όλες τις παραλίεςτης Επαρχίας Κισάμου, όπως ασφαλώς και στις παραλίες της υπόλοιπης Κρήτης, όπου βέβαια η μορφολογία του εδάφους και των ακτών ήταν πρόσφορη, για ενδεχόμενη απόβαση Μηχανοκινήτων ή πεζοπόρων Τμημάτων και Συμμαχικών Δυνάμεων. Και όπου οι ακτές, όπως οι ακτές του Κόλπου Κισάμου και αλλαχού, ήταν κατάλληλες για απόβαση Μηχανοκίνητων Τμημάτων, εκεί οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει μεγάλης εκρηκτικής δύναμης νάρκες. Και τις νάρκες αυτές τις λέγαμε «χειρόμυλους» διότι, κυκλοτερείς και πλακουτσωτές όπως ήταν, έμοιαζαν πάρα πολύ και ήταν περίπου όμοιες με τους παλιούς μικρούς χειρόμυλους, με τους οποίους οι Μανάδες και οι Γιαγιάδες μας (γυρίζοντας την πάνω πλάκα με το χέρι τους από ειδική χειρολαβή) άλεθαν το σιτάρι χοντροκομμένο, για να φτιάχνουνε τον ξινόχοντρο (τραχανά).
Στη θάλασσα πάλι οι Γερμανοί (ασφαλώς και οι Σύμμαχοι) είχαν ποντίσει πολύ μεγάλες και στρογγυλές νάρκες, οι οποίες εφοδιασμένες με πανίσχυρους μαγνήτες ήταν ο όλεθρος και η καταστροφή των πλοίων. Και μια τέτοια μεγάλη νάρκη στρογγυλή, της οποίας η διάμετρος ήταν πάνω από ένα μέτρο, την ξέβρασε ο γιαλός (=την έφερε το κύμα στο ακρογιάλι) άθικτη και την είδαμε όλοι εδώ στο Σφηνάρι. Κι όμως αυτό το πανίσχυρο και φοβερότατο οπλομηχάνημα το εξουδετέρωσαν απενεργοποιώντας το πυροσωλήνα του, οι πολυμήχανοι χωριανοί μου.
Αλλά εδώ στο Σφηνάρι, όπου βραχώδεις ακτές δεν είναι πρόσφορες για απόβαση αρμάτων μάχης και τάνκς, οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει δύο ειδών μικρότερες νάρκες. Και αυτές ήταν:
Α) οι λεγόμενες «ΚΕΡΑΤΣΑΤΕΣ», διότι το εξωτερικό άκρο, του πυροσωλήνα τους, με τον επικρουστήρα που προεξείχε, κατέληγε σε τρία μεταλλικά κερατάκια, όπως του χοχλιού (σαλίγκαρου), σε σχήμα ανεστραμμένου κώνου, για να ενεργοποιούνται ασφαλώς, όταν τις πίεζε ή τις πατούσε άνθρωπος είτε ζώο. Κι αυτές οι μεταλλικές και σε σχήμα κυλίνδρου νάρκες, που είχαν δύο επάλληλα μεταλλικά περιβλήματα και δυο επάλληλες βάσεις, ήταν θαμμένες μέσα στη γη και μόνον ο επικρουστήρας με τα κερατάκια του φαινόταν από πολύ κοντά. Οι νάρκες αυτές εκτός από τη γόμωση (εκρηκτικό υλικό) και είχαν και πολυάριθμα διαφόρων γεωμετρικών σχημάτων σφαιρίδια, για το λόγο αυτόν ήταν φονικότατες και κυριολεκτικά κατακρεουργούσαν και χιλιοκομμάτιαζαν όποιον τις πατούσε.
Β) Η άλλη κατηγορία ήταν όχι μεταλλικές, μικρότερης ισχύος και χωρίς σφαιρίδια νάρκες. Και τις νάρκες αυτές τις λέγαμε «σαπουνάκια» ή «πλακάκια», διότι κατά το σχήμα και μέγεθος ήταν περίπου ίδιες με τις πλάκες σαπουνιού, που τότε έφτιαχναν οι νοικοκυρές στα χωριά, αφού δεν υπήρχε σαπούνι, πόλεμος γάρ….
Οι νάρκες αυτές, που δεν ήταν μεταλλικές κι είχανε μικρή γόμωση, δεν άφηναν επί τόπου όποιον τις πατούσε, όμως τον ακρωτηρίαζαν προκαλώντας του φρικαλέα τραύματα κι εγκαύματα στα πόδια κυρίως, τα οποία τραύματα, λόγω ακατάσχετης αιμορραγίας κ.α.π, επέφεραν αργό και φριχτό θάνατο, δεδομένου πως εκείνους τους χαλεπούς καιρούς δεν υπήρχε ίχνος από την αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλφη…
Κι ο αείμνηστος πατέρας μου πρώτα πάτησε μία νάρκα-πλακάκι, που τον κατακρεούργησε και του κατάκαψε το πόδι, κι ύστερα λιπόθυμος έπεσε ανάσκελα πάνω σε μια «κερατσάτη» που τον έκανε χίλια κομμάτια! Ήταν η μαύρη μου μέρα 7-7-1943. Κι ακόμη ενθυμούμαι που τον έφεραν κομμάτια μέσα σ’ ένα σεντόνι ή σακκί, ενώ η κακομοίρα η Μάνα μου κι η αδελφή μου χαλούσαν τον κόσμο από τα γοερά κλάματα! Κι ήταν τότε μια γειτόνισσα μας, η Μαρκογιάνναινα, βλέποντας με μικρό και «αλληλοϊσμένο» (= να τα έχω χαμένα), μου είπε λυπητερά: «Κακομοίρη, Δημήτρη, ίντα σου ‘γραφε η μοίρα σου»! (καημούς, πίκρες και βάσανα και συμφορές και πόνους). Και με την ευκαιρία σημειώνω εδώ πως, όταν οι Γερμανοί ναρκοθετούσαν τις παραλίες του χωριού μας, ένας Γερμανός ναρκοθέτης τραυματίσθηκε μάλλον βαριά, στην παραλιακή τοποθεσία “ΓΑΪΔΑΡΟΒΟΛΑΚΑΣ”. Και τότε ήλθε ένα Γερμανικό υδροπλάνο, που προσγειώθηκε κοντά στην ακτή, και παρέλαβε τον τραυματία, για τα περαιτέρω. Ήταν κατακαλόκαιρο και το είδαμε όλοι οι Σφηναριώτες.
Στο Σφηνάρι από τις Γερμανικές νάρκες βρήκαν φριχτό θάνατο οι παρακάτω άνθρωποι:
3. ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗΣ Κωνσταντίνος του Γεωργίου, ο πατέρας μου.
4. ΓΟΝΑΛΑΚΗΣ Ιωάννης του Αντωνίου. (Το Κοκολαντωνάκι).
3. ΚΟΥΦΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Βασίλειος (Λασουφοβάσυλας), από τον Πλάτανο,
αλλά παντρεμένος από το Σφηνάρι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας στο θανάσιμο
τραυματισμό του.
5. ΜΠΑΛΑΔΑΚΗΣ Εμμανουήλ του Αριστοτέλη, (ανήλικο αγόρι).
6. ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗΣ Γεώργιος του Ηρακλή (ο Κυρ Γιώργος).
6. ΣΚΟΥΝΑΚΗΣ Νικόλαος του Μανούσο, (ο δυνατότερος άντρας του
χωριού μας, νέος ρωμαλέος).
Επίσης από νάρκες τραυματίσθηκαν και όμως επέζησαν, μα υπέφεραν εφ’ όρου ζωής από τ’ ανίατα τραύματα τους, οι:
1. ΓΟΝΑΛΑΚΗΣ Μιχαήλ του Αντωνίου, ο ψαράς.
2. ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗΣ Αντώνιος του Ηρακλή (Ηρακλαντώνης, αδελφός του Κυρ Γιώργου).
3. ΧΟΧΛΑΚΗΣ Εμμανουήλ του Γεωργίου (ο Λυλομάνωλας).
Με τους φριχτούς από τις Γερμανικές νάρκες σκοτωμούς, έφυγαν από τη ζωή τα καλύτερα του χωριού παλικάρια και ορφάνεψε το Σφηνάρι!
Και επειδή εδώ στα χωριά κατά κάποιο τρόπο είμαστε όλοι συγγενείς ή κουμπάροι μεταξύ μας, σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού μαυροφορέθηκαν. Και σχεδόν σ’ όλες τις πόρτες των σπιτιών τότε μπήκαν μεγάλοι μαύροι πάνινοι Σταυροί, μπροκωμένοι με μαντεμιλίδικες μπρόκες, που δήλωναν την αέναη και ανήκουστη θλίψη, μα και το γενικό πένθος στο χωριό μας! Και για πάρα πολλά χρόνια σ’ ολωνών τα σπίτια οι καθρέπτες σκεπάσθηκαν με κατάμαυρα πανιά, όπως βάφτηκαν μαύροι οι άσπροι και δαντελωτοί κρεβατόγυροι (που περίτεχνα κεντημένοι κρεμότανε από τα κρεβάτια)!
Και σχεδόν όλοι μας μαυροφορεθήκαμε τότε, οι άντρες άφησαν τα γένια τους αξύριστα για χρόνια, και στα συχνά των αδικοσκοτωμένων μνημόσυνα σκίζανε τον αέρα κι έφταναν ως τον ουρανό οι γοεροί θρήνοι και τα σπαραχτικά μοιρολόγια των χαροκαμένων Μανάδων, συζύγων, γονέων, τέκνων και αδελφών!
Μα η Γερμανοκατοχή κάποια καλή ώρα και τυχερή στιγμή πέρασε και ξανάρθε η πολυπόθητη Λευτεριά και τότε πια σε κάθε γιορτή και χαροκόπια ο Νόμος του συνειρμού της ανάπλασης των (ψυχολογικών) παραστάσεων μας έκανε με βουρκωμένα μάτια να τραγουδούμε με χαρμολύπη τι) μαντινάδα i
«Να τραγουδήξω ήθελε, μα είν’ η καρδιά μου μαύρη,
γιατί ’χω τον πατέρα μου (ή πρώτο ξάδερφο κ.λ.π.) που κείτεται στον Άδη».
και “Ανοίξετε τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι, να δείτε την πατρίδα μας που ‘ν’ ελευθερωμένη”
Το παραπάνω κείμενο είναι κατατοπιστικό και ενημερωτικό για τον ρόλο που έπαιξαν οι νάρκες στον πόλεμο!Τις τραγικές συνέπειες που πλήρωσε το Σφηνάρι καθώς και η οικογένεια του συντάκτη του κειμένου!
Καταθέτω τον σεβασμό μου!!