Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Οι γκρεμισμένοι… στη Σαμαριά

agrimi samaria

«Όμορφος νιος εβγήκε ν’ αγριμοκυνηγήση
μάταν η πλάκα από βροχή κι ήταν και βρυασμένη
και γλύστρησεν ο κυνηγός κι έπεσε μέσ’ στον τάφκο.
Σαράντα μέρες έκανε ο κυνηγός στον τάφκο
κι απάνω στις σαράντα μια έστεσε μοιρολόι:
Παιδιά δεν είν’ οι κυνηγοί, δεν είναι αγριμολόγοι
νάρθουν να δουν τη σκύλα μου;

Έτσι αναφέρεται σε ένα ριζίτικο τραγούδι ο θάνατος ενός αγριμολόγου που γκρεμίστηκε κατά τη διάρκεια του κυνηγιού. Ίσως αυτό το ριζίτικο να έχει φτιαχτεί από ένα περιστατικό που αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Μανούσος Ρ. Κούνδουρος (1890). Γράφει ο Κούνδουρος:

«Απ’ εδώ ανηλθομεν εις Ομαλόν, διά της φάραγγος, ης η μεγαλοπρεπής αγριότης καταπλήσσει τους ξένους. Και καθ’ οδόν οι ημέτεροι Κόρκακας και Παπαδάκης μας εξήγησαν, ότι οι δεδεμένοι φλοιοί των δένδρων, οι κατερχόμενοι εν είδει σχοινιού εκ των κορυφών εις το βάθος της φάραγγος, είνε ατραποί, δι ’ ων υποβοηθούμενοι ανέρχονται εις τα όρη οι κάτοικοι των χωρίων. Επανήλθομεν δ εξ Ομαλού εις την ανήλιον Σαμαριάν, την κειμένην εις την ρίζαν αποτόμου κρημνού, και εκεί διενυκτερεύσαμεν. Αι αφηγήσεις των κατοίκων ενταύθα αναφέρονται εις θανάτους συμβαίνοντας από πτώσεις, ας δεν δύνανται ν’ αποφεύγωσι πάντοτε οι μεταβαίνοντες εις τα όρη ξυλοκόποι, ή κυνηγοί. Μονογενής υιός, εις χρόνους περασμένους, κυνηγούν εκρημνίσθη καθηλωθείς εις τινα προεξοχήν του κρημνού. Η χήρα μήτηρ του τον εθρήνει τίλλουσα την κεφαλήν αλλ’ εκ της απέναντι πλευράς της φάραγγος, διότι την προεξοχήν ουδείς ηδύνατο να προσέγγιση. Τα όρνεα μόνον…».

Αρκετοί είναι εκείνοι που πλήρωσαν με τη ζωή τους τον επίζηλο τίτλο του αγριμολόγου και την ικανοποίηση του κυνηγιού αυτού και κυρίως στα φαράγγια Σαμαριάς και Τρυπητής.
Γιατί εκτός από τις πάμπολλες περιπτώσεις ενός γκρεμίσματος από μετακίνηση βράχου, παραπάτημα, ζαλάδα κ.λπ., υπήρχε και η επικίνδυνη περίπτωσις να τραυματίσει ο κυνηγός ένα αγρίμι σ’ ένα αδιέξοδο γκρεμνό (λέσκα) ή τρύπα ή σπηλιάρι, κλείνοντάς του τη φυγή από τη μεριά του, οπότε ήταν χαμένος αν δεν προλάβει να τραβηχτεί ή να το σκοτώσει. Τ’ αγρίμι ορμά μ’ όλη του τη δύναμη επάνω του και τον γκρεμίζει. Και αυτό όχι από διάθεση επιθέσεως για εκδίκηση εναντίον του κυνηγού, αλλά από την απελπισμένη του προσπάθεια να ξεφύγει. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση που κυνηγός απέκλειε δύο αγρίμια και σκότωνε το ένα.

Ο Σ. Βίγλης μας διηγάται ακόμη πως είδε αγρίμι που στην απελπισία του, όταν πια κατάλαβε ότι δεν είχε σωτηρία, «έδωσε των αματιών του» όπως είπε, πήδηξε δηλαδή στο γκρεμνό και σκοτώθηκε. Ίσως αυτό να δίδει βάση στην παλιά παράδοση που λέει πως τ’ αγρίμια αυτοκτονούν για να μην πιαστούν.
Έτσι σκοτώθηκε ο αγριμολόγος Μαύρος από την Αγία Ρουμέλη στο φαράγγι Δώματα-Κλάδου. Κυνηγούσε δυο αγρίμια και χτύπησε το ένα. Ως ότου όμως να ξαναγεμίσει τον «Γκρα» του, το άλλο αγρίμι όρμησε επάνω του, ίσως στην απελπισμένη προσπάθειά του να γλυτώσει, και τον γκρέμισε στο χάος της κατακόρυφης πλαγιάς. Από τότε το σημείο αυτό είναι γνωστό σαν του Μαύρου τα ζωνάρια επειδή εκεί υπάρχουν πολλά φυσικά ζωνάρια.
Πριν από πολλά χρόνια, ένας αγριμολόγος είδε ένα σπηλιάρι στο γκρεμνό όπου κατοικούσε μια αγέλη αγριμιών. Κατέβηκε ως εκεί πιασμένος από μια ρίζα δέντρου. Κρεμάστηκε από την άκρη της ρίζας και καθώς έβγαιναν ένα-ένα τ’ αγρίμια τα κλωτσούσε με δύναμη γκρεμίζοντας τα για να τα μαζέψει στο τέλος όλα από κάτω. Προς το τέλος όμως, κουρασμένος όπως ήταν, μπερδεύτηκαν τα πόδια του στα κέρατα ενός αγριμιού που τον παρέσυρε μαζί του στο χάος.

Κατά τη Γερμανική Κατοχή στο κυνήγι του αγριμιού σκοτώθηκε ο κάτοικος γης Σαμαριάς Δαμουλής Καλογεράκης, όταν κυνηγώντας μόνος στο χιόνι, στα γκρεμνά του Πρινιά, χτύπησε στο κεφάλι σ’ ένα βράχο και μην μπορώντας να κατέβει, πάγωσε τη νύχτα στα χιόνια. Το 1952 σκοτώθηκε και ο γιος του στο ίδιο κυνήγι πέφτοντας από χίλια μέτρα ψηλά πάνω από την περιοχή του χωριού Σαμαριάς και Πέρδικας νερό, όταν προσπάθησε να διαβεί από ένα πέρασμα που μόνο αυτός γνώριζε. Η κηδεία του άτυχου νέου έγινε τότε στη Σαμαριά με θρήνους και Σφα- κιανά μοιρολόγια και δίπλα του είχε τοποθετηθεί το πολεμικό όπλο με το οποίο κυνηγούσε, τα φυσεκλίκια, τα κυάλια του κ.λπ.

Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο σκοτώθηκε και ο αδελφός του Δαμουλή. Ακόμη στον τραγικό κατάλογο των σκοτωμένων από γκρέμισμα προστέθηκε και η κόρη του η Μαρία, 13 χρόνων, όχι βέβαια στο κυνήγι, όταν είχε πάει με άλλα κορίτσια της Σαμαριάς στο απέναντι ύψωμα του Άη Γιώργη να κόψουν όρνες και στην επιστροφή συναγωνιζόταν ποια θα γυρίσει πιο σύντομα στο χωριό. Πήρε λοιπόν αυτή μια κονταρίδα και γκρεμίστηκε στην περιοχή του Σιδερόπουλου, προφταίνοντας μόλις να επικαλεσθεί τη μάνα της.

Αν και πέρασαν πάνω από 80 χρόνια από τότε, οι γέροντες Σφακιανοί, ακόμη και τώρα διηγούνται με γλαφυρότητα, τα κατορθώματα των αγριμοκυνηγών. Με σεβασμό μιλούν για τον Μαλαμά από την Αγία Ρουμέλη που ήταν και το παλαιότερο θύμα των αγριμιών απ’ ότι θυμούνται. Στο φαράγγι Δώματα στη θέση Σφακοπεζούλα είχε στραλίσει (παγιδέψει) ένα μεγάλο αρσενικό αγρίμι. Ο έμπειρος κυνηγός μετά από πολύωρη προσπάθεια είχε οδηγήσει το αγρίμι στο στενό πεζούλι του γκρεμνού. Το μονοπάτι είναι αδιέξοδο, και ο Μαλαμάς σηκώνει τον γκρα για να το σκοτώσει. Το αγρίμι πηδά επάνω στον κυνηγό, και αγκαλιασμένοι και οι δυο γκρεμίζονται στο βάραθρο. Ο σύντροφος του κυνηγού, έθαψε τον Μαλαμά δίπλα στο σκοτωμένο αγρίμι. Μα εδώ πάλι ας αφήσουμε τη γλαφυρή πένα του Νίκου Αγγελή να μας διηγηθεί για ένα περιστατικό γκρεμισμένου, στο χρονικό που είχε γράψει με τίτλο: «Σαμαριά, Τα Μοιρολόγια».

«Ιστορικοί μα και παραμυθάδες μιλούν για έναν βοσκό που σκοτώθηκε καθώς κυνηγούσε αγρίμια στα πλευρά του φαραγγιού της Σαμαριάς. Ήταν κι αυτός γιος της θρυλικής Βίγλαινας. Αυτός ο νέος κυνηγός γκρεμίστηκε μιαν άτυχη στιγμή και έπεσε στο χάος. Χαμηλότερα όμως, νεκρός πια, πιάστηκε από κάποια κλαδιά και έμεινε έτσι κρεμασμένος στο ένα κούτελο του φαραγγιού. Έτρεξαν χωριανοί και συγγενείς του από τη Σαμαριά και την Αγιά Ρουμέλη, προσπάθησαν να τον ξεκρεμάσουν μα δεν τα κατάφεραν. Χάος ήταν απάνω του το πλευρό του φαραγγιού. Χάος κάτω. Δε γινόταν τίποτε. Αποφάσισαν να τον αφήσουν. Μα η μάνα του ένιωθε πως σε λίγο θάπεφταν τα όρνεα να τον σπαράξουν. Έπρεπε να προστατέψει το νεκρό γιο της, να του δώσει γη για να μη βασανίζεται αιώνες αιώνων η ψυχή του. Σκαρφάλωσε λοιπόν στο αντικρινό πλευρό του φαραγγιού, κροταλούσε πλάκες, φώναζε και έδιωχνε τα όρνεα. Μέρες και νύχτες. Ώσπου σάπισε ο νεκρός και έπεσε στο βάθος του φαραγγιού. Τότε κατέβηκε, μάζεψε τα λείψανα και κίνησε να τα θάψει μοιρολογώντας:

Έθαψα εγώ κι απ’ αρρωσιά
έθαψα κι από μπάλλα
πέντε ήσαν κι αποθάνασι
ούλα μιτσά μεγάλα…
… Σαν το δικό σου τον καημό
άλλον καημό δεν είχα
να σε θωρώ να κρέμεσαι
τη μέρα και τη νύχτα…
… Πνιγμός, γκρεμνός του άτυχου
του τυχερού είν’ η σφαίρα
μα σένα σούτανε γραφτό
μα λυώσεις στον αέρα…

Ο ξακουστός μαχητής της Αντίστασης κατά τη Γερμανική κατοχή Μανώλης Πατεράκης από το Κουστογέρακο Σέλινου (Πατερομανώλης) που είχε επιζήσει από πολλές μάχες με τους Γερμανούς κατακτητές και είχε λάβει μέρος στην απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, ήταν γραφτό του να χάσει τη ζωή του στο κυνήγι των αγριμιών.
Η ζωή του τελειώνει στις 17 Νοεμβρίου 1985, όταν έπεσε σε χαράδρα της περιοχής Τούμπα Τρυπητής των Λευκών Ορέων, κυνηγώντας και σκοτώνοντας ένα κρητικό αίγαγρο.

Εις τη Μαδάρα ανέβηκε κι εκειά αγριμολόγα
κι ο Χάρος ο βιγλάτορας είδε και ζήλεψέ του
εζήλεψε τη λεβεδιά και την αντρειοσύνη
στην Τούμπα τον εγέλασε και εκειά ετσούρισέ τον.
(Στίχοι που γράφτηκαν για το θάνατό του, σε χανιώτικη εφημερίδα).

«Το κυνήγι κατέληξε σε τραγωδία» (από την εφημ. «Χανιώτικα Νέα», 22/10/1996).
Σε τραγωδία για δύο συγγενικές οικογένειες, κατέληξε το κυνήγι στις μαδάρες του Νίκου Μιχ. Λεβεντάκη, 44 χρονών και του εξαδέλφου του Σταύρου Γεωργ. Λεβεντάκη, 34 χρονών, κτηνοτροφών, κατοίκων Θερίσου. Τα δύο ξαδέλφια, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου ξεκίνησαν από το χωριό τους για κυνήγι “Κρητικών αιγάγρων” σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο. Γύρω στις 6.40 μ.μ., καθώς εβάδιζαν στην τοποθεσία “Λαγουδολίβαδο” του Εθνικού Δρυμού της Σαμαριάς, ο Νίκος Λεβεντάκης γλίστρησε και πέφτοντας εκπυρσοκρότησε το όπλο του, με αποτέλεσμα τα βλήματα να τραυματίσουν θανάσιμα τον ξάδελφό του Σταύρο Λεβεντάκη, που προπορευόταν κατά 15 περίπου μέτρα.
Ο Νίκος Λεβεντάκης πανικόβλητος από το συμβάν, αλλά και λόγω της νύχτας και του δύσβατου της περιοχής, περιπλανήθηκε όλη τη νύχτα στα βουνά κι έφθασε τα ξημερώματα της Κυριακής στο Θέρισο όπου ανέφερε το περιστατικό, εν συνεχεία δε, παραδόθηκε στο Τμήμα Ασφαλείας Χανίων.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ολόκληρη επιχείρηση για τον εντοπισμό του τραυματισμένου, στην οποία πήραν μέρος κάτοικοι του Θερίσου, ειδικές δυνάμεις του Στρατού και της Δασικής Υπηρεσίας, καθώς και μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου. Στις έρευνες πήρε μέρος κι ελικόπτερο την Κυριακή, χωρίς να βοηθήσει ουσιαστικά, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, κυρίως ομίχλη.

Τελικά, αργά το απόγευμα της Κυριακής, ομάδα κατοίκων του Θερίσου εντόπισε νεκρό τον Σταύρο Λεβεντάκη, χωρίς να μπορέσει, όμως να μεταφέρει το πτώμα του, αφού είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ήταν αδύνατη κάθε μετακίνηση.
Κοντά του έμειναν άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων, ομάδα του Ορειβατικού και κάτοικοι του Θερίσου, οι οποίοι το πρωί συνέχισαν τις προσπάθειές τους και κατάφεραν τελικά να μεταφέρουν τον άτυχο Λεβεντάκη στην τοποθεσία “Πορριά”, κοντά στο καταφύγιο Καλλέργη, όπου στο μεταξύ είχε μεταβεί ασθενοφόρο και τον μετέφερε στο Νοσοκομείο Χανίων.

(Από τα βιβλία μου “Μνήμες Σαμαριάς” και “Το Αγρίμι της Κρήτης”)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα