Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

Οι «γκρίζες ζώνες» της Κρήτης

» οι απόπειρες της Τουρκίας να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία
σε ορισμένα νησιά γύρω από την Κρήτη και που αποβλέπουν

Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ιδιαίτερα επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου και της Μεσογείου, η οποία έχει φτάσει στο σημείο να συνάπτει συμφωνίες με κράτη με τα οποία δεν συνορεύει, όπως η Λιβύη.

Για να αποκτήσει κανείς μια στοιχειώδη εικόνα του τουρκικού παραλογισμού, αξίζει να αναφέρουμε ότι το κοντινότερο σημείο της τουρκικής επικράτειας στη Λιβύη είναι 620 χιλιόμετρα, ενώ το κοντινότερο σημείο της ελληνικής επικράτειας στην Κύπρο είναι 263 χιλιόμετρα (από τη νήσο Στρογγυλή του συμπλέγματος του Καστελόριζου έως το ακρωτήριο Αρναούτης της Κύπρου). Παρά ταύτα, σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι γειτονικά κράτη, επειδή τα νησιά τους «βρίσκονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Μικράς Ασίας (και κατ’ επέκταση της Τουρκίας) και γι’ αυτό δεν δικαιούνται πλήρη επήρεια», ή τουλάχιστον όχι όση έχουν τα ηπειρωτικά παράλια της Τουρκίας σε σχέση με την απέναντι αφρικανική ακτή. Η ερμηνεία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ορίζουν η Σύμβαση της Γενεύης του 1958 και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, οι οποίες εξισώνουν πλήρως τα νησιά με τα ηπειρωτικά εδάφη ως προς τα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτά.
Μια εξίσου σοβαρή αμφισβήτηση είναι αυτή που υποστηρίζει ότι ορισμένα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες γύρω από την Κρήτη δεν έχουν μεταβιβαστεί με συνθήκη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα, κατά συνέπεια είτε ανήκουν στο διάδοχο κράτος αυτής (δηλαδή τη σημερινή Τουρκία) είτε αποτελούν περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», το νομικό καθεστώς των οποίων πρέπει να οριστεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη1. Πρόκειται για την διαβόητη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» (Gri Bölgeler), την οποία η Άγκυρα πρόβαλλε για πρώτη φορά μετά την κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996, και έκτοτε επικαιροποιεί ή επαναφέρει κατά διαστήματα, με σκοπό να πιέσει την ελληνική πλευρά για διαπραγματεύσεις και ενδεχομένως για την επίτευξη κάποιας διευθέτησης που θα είναι πιο κοντά στις δικές της αντιλήψεις και συμφέροντα. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είναι φυσικά ενήμερο για τα τουρκικά «επιχειρήματα» και τις συναφείς εκδόσεις στη γείτονα, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει δεχτεί να παραλάβει έγγραφο στο οποίο θα αναφέρονται αυτές οι «γκρίζες ζώνες», προκειμένου να μην αναγνωρίσει ούτε έμμεσα την ύπαρξη ενός τέτοιου ζητήματος.
Παρά ταύτα, γνωρίζουμε ότι στον πίνακα που τιτλοφορείται «Νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχουν μεταβιβαστεί με συνθήκη στην Ελλάδα» (Antlaşmalarla Yunanistan’a Devredilmemiş Ada, Adacık ve Kayalıklar) περιλαμβάνονται εκατοντάδες ελληνικά νησιά, πολλά εκ των οποίων έχουν όχι μόνο σημαντικό μέγεθος, αλλά και μόνιμο πληθυσμό, όπως οι Φούρνοι, τα Αντίψαρα, οι Οινούσες, το Αγαθονήσι, οι Αρκιοί, το Φαρμακονήσι κ.ά. Σε ότι αφορά την Κρήτη, τα νησιά που διεκδικεί «επίσημα» η Τουρκία είναι η Δία (βόρεια της πόλης του Ηρακλείου), οι Διονυσάδες (ένα νησιωτικό συγκρότημα βόρεια της Σητείας), η Χρυσή, το Κουφονήσι Λασιθίου (στα νότια της Ιεράπετρας) και η Γαύδος, αλλά με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε αργότερα να διεκδικήσει και άλλα νησιά, όπως ενδεχομένως τις νήσους Σούδα και Παλαιοσούδα (έξω από το Μαράθι), τη νησίδα Κάργα (έξω από την Αλμυρίδα), τα Θοδωρού (στον Κόλπο Χανίων), το Ποντικονήσι, την Ήμερη και την Άγρια Γραμβούσα, το Ελαφονήσι, τη Γαυδοπούλα, τα Παξιμάδια, την Ψείρα, την Ελάσα Λασιθίου και οποιοδήποτε άλλο τμήμα ξηράς θεωρήσει ότι εμπίπτει σε αυτή την «δημιουργικά ασαφή» κατηγορία.
Με δεδομένο ότι όλα τα παραπάνω νησιά κατέχονται και διοικούνται ανεμπόδιστα από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, η επίκληση ενός τέτοιου ζητήματος μόλις το 1996 δεν μπορεί παρά να προβληματίζει ως προς τους σκοπούς και τα κίνητρα της Άγκυρας. Η τουρκική αμφισβήτηση αποτελεί ουσιαστικά μια επανερμηνεία των διεθνών συνθηκών, με ορατό σκοπό την αλλοίωση ή και ανατροπή του σημερινού νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ότι ευνοεί την Ελλάδα. Υπό την έννοια αυτή, η τουρκική διεκδίκηση έχει έναν σαφώς αναθεωρητικό χαρακτήρα, καθώς δεν αμφισβητεί μόνο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στον θαλάσσιο ή εναέριο χώρο του Αιγαίου (όπως συμβαίνει με την περίπτωση του εναερίου χώρου ή της υφαλοκρηπίδας), αλλά αμφισβητεί αυτή καθαυτή την κυριαρχία της Ελλάδας επί εδάφους, επί του οποίου μάλιστα η τελευταία απολαμβάνει πλήρη και αποτελεσματική κυριαρχία εδώ και δεκαετίες.
Προσπερνώντας τη σκοπιμότητα της τουρκικής αμφισβήτησης, μια πρώτη απάντηση στους τουρκικούς ισχυρισμούς θα μπορούσε να είναι ότι κατά το ίδιο σκεπτικό, καμία διεθνής συνθήκη δεν αναφέρει ότι τα παραπάνω νησιά, νησίδες και βραχονησίδες εκχωρήθηκαν από κάποιο κράτος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη που σύναψε ο Βενετός στρατηγός Φραντσέσκο Μοροζίνι με τους Οθωμανούς στο τέλος του «Κρητικού Πολέμου» (Guerra di Candia) τον Σεπτέμβριο του 1669 αναφέρει ότι η Βενετία εκχωρεί την Κρήτη στον Οθωμανό σουλτάνο, αλλά διατηρεί τα νησιά-οχυρά Γραμβούσα, Σούδα και Σπιναλόγκα. Η Βενετία διατήρησε τα οχυρά αυτά μέχρι το 1715, οπότε και καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια του έβδομου βενετοτουρκικού πολέμου (1714-1718). Παρά ταύτα, η Συνθήκη του Πασάροβιτς που συνάφθηκε στο τέλος του πολέμου αυτού (21 Ιουλίου 1718) δεν αναφέρεται ονομαστικά στις νησίδες αυτές, παρά μόνο στην εκχώρηση των «εναπομένουσων κτήσεων της Βενετίας στην Κρήτη». Κατά συνέπεια, εάν η σημερινή Τουρκία θέλει και μπορεί να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών γύρω από την Κρήτη με το επιχείρημα ότι αυτά δεν αναφέρονται σε διεθνείς συνθήκες, κάτι αντίστοιχο μπορεί να κάνει και η ελληνική πλευρά, ισχυριζόμενη ότι αυτά δεν εκχωρήθηκαν ονομαστικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πέρα από τα αρνητικά επιχειρήματα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς για να ανατρέψει τους τουρκικούς ισχυρισμούς, ένα άλλο ισχυρό επιχείρημα υπέρ των ελληνικών θέσεων είναι οι διεθνείς συνθήκες που καθόρισαν κατά τρόπο σαφή και ολοκληρωμένο το εδαφικό καθεστώς στα Βαλκάνια και το Αιγαίο την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Τα χερσαία σύνορα μεταξύ των βαλκανικών κρατών καθορίστηκαν με τις Συνθήκες του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) και του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) ή με διμερείς συμφωνίες, όπως στην περίπτωση των συνόρων Ελλάδας-Σερβίας και Βουλγαρίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να διαφωνούν ως προς το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία η Ελλάδα είχε καταλάβει από το φθινόπωρο του 1912, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνούνταν να αναγνωρίσει ως ελληνικά. Το Άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου προέβλεπε ότι το καθεστώς των νησιών αυτών θα οριζόταν από τις Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ρωσία), πρόνοια που εφαρμόστηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1914, όταν οι Δυνάμεις επέδωσαν κοινή διακοίνωση με την οποία ανακοίνωσαν την απόφασή τους «να αποδώσουν στην Ελλάδα όλες τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους που αυτή κατέχει στρατιωτικά, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο, που πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία»2. Σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη η Ελλάδα κατείχε όλα τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα, τα οποία είχε καταλάβει το 1912 η Ιταλία) και η απόφαση των Δυνάμεων να «επιστραφούν» τα τελευταία τρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε περισσότερο να κάνει με μια «λογική διατήρησης ισορροπίας» παρά με τον δημογραφικό χαρακτήρα τους. Παρά ταύτα, οι Οθωμανοί εξακολούθησαν να μην αναγνωρίζουν τα νησιά ως ελληνικά, ισχυριζόμενοι ότι «λόγω της γεωγραφικής θέσης τους» έπρεπε να αποδοθούν στην Αυτοκρατορία.
Με δεδομένο ότι η οθωμανική κυβέρνηση εξακολούθησε ν’ αμφισβητεί το καθεστώς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923) έκριναν ότι ήταν σκόπιμο να υπάρχει σχετική πρόνοια στο τελικό κείμενο της συνθήκης. Στο πλαίσιο αυτό, το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης όρισε ότι επικυρώνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη «Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των Άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17 / 30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1 / 14 Νοεμβρίου 1913 […], υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους» (εννοεί τα Δωδεκάνησα). Θέλοντας να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο νομικού κενού ή παρερμηνείας, τα συμβαλλόμενα μέρη όρισαν ότι «Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν επικυριαρχίαν»3. Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι ο ορισμός των νησιών που αποδίδονται στην Ελλάδα είναι ενδεικτικός και γίνεται κατά τρόπο αφαιρετικό στις συνθήκες (χωρίς δηλαδή να αναφέρονται ονομαστικά τα χιλιάδες νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου), ενώ τα νησιά που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία και την Ιταλία είτε αναφέρθηκαν ονομαστικά είτε προσδιορίστηκαν με κάποιο άλλο τρόπο, όπως η απόσταση από την ασιατική ακτή. Σε κάθε περίπτωση, τα συμβαλλόμενα μέρη -συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας- θεώρησαν ότι έλυσαν πρακτικά και αποτελεσματικά όλα τα εδαφικά ζητήματα στην περιοχή, κρίνοντας ως άσκοπη και ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία το να καταγραφούν όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου που υπάχθηκαν υπό την ελληνική κυριαρχία4.
Σε συνέχεια των παραπάνω, είναι σαφές ότι η τουρκική πλευρά δεν μπορεί να αμφισβητήσει βάσιμα την ελληνική κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, όσο «δημιουργικά» κι αν είναι τα επιχειρήματα που επικαλείται. Προφανής σκοπός της όψιμης αμφισβήτησής της είναι η διατήρηση μιας αίσθησης «εκκρεμότητας» στις διμερείς σχέσεις, ώστε να μπορεί κατά περίπτωση να επικαλείται τις διμερείς διαφορές για να θέτει προσκόμματα και περιορισμούς στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, ή να διεκδικεί ανταλλάγματα για την άσκησή τους από πλευράς της Ελλάδας. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, η ελληνική πλευρά οφείλει όχι μόνο να απορρίπτει άμεσα και κατηγορηματικά τους τουρκικούς ισχυρισμούς, αλλά και να καιροφυλακτεί και να «προλαμβάνει» κινήσεις της Τουρκίας, όπως η διμερής συμφωνία με τη Λιβύη. Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να είναι και να δείχνει αποφασισμένη να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, καθώς και να τα προστατέψει άμεσα και αποτελεσματικά, αν χρειαστεί.

*Ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης, είναι τουρκολόγος-διεθνολόγος

1. Denk Erdem, Egemenliği Tartışmalı Adalar: Karştılaşırmalı Bir Çalışma (Οι Νησίδες Αμφισβητούμενης Κυριαρχίας: Μια Συγκριτική Μελέτη), Mülkiyeliler Birliği Vakfı Yayınları, Ankara 1999, σελ. 24.

2. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 5 της Συνθήκης αυτής όριζε ότι «Η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών και αι Αυτών Μεγαλειότητες οι Σύμμαχοι Ηγεμόνες δηλούσιν ότι εμπιστεύονται [τις Δυνάμεις] την φροντίδα να αποφασίσωσι περί της τύχης πασών των οθωμανικών νήσων του Αιγαίου Πελάγους, εκτός της Κρήτης, και περί της Χερσονήσου του Άθωνος». Χ. Παζαρτζί, Το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και Κ.Π. Οικονομίδης, Το νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, 1989, σελ. 111-112.

3. Το καθεστώς μερικών από τις νησίδες αυτές αποσαφηνίστηκε επακριβώς με την Σύμβαση της 4ης Ιανουαρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, καθώς και με το πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου 1932.

4. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να κρατήσει επί μήνες ή και χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα της εποχής, ενώ εύκολα θα μπορούσαν να προκύψουν νέα προβλήματα και διενέξεις αναφορικά με την παλαιά και νέα ονοματοδοσία των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα