Τι θα µπορούσε να συνδέει άραγε τον Καρυωτάκη µε τον Καζαντζάκη; Το ερώτηµα θα µπορούσε να απαιτεί απάντηση σ’ ένα φιλολογικό αίνιγµα ή να µοιάζει µε το απατηλά εύκολο αίνιγµα της Σφίγγας, του γνωστού τέρατος της ελληνικής µυθολογίας.
Όµως αυτό που περισσότερο φαίνεται να απαιτεί και παρότι πρόκειται για δύο ανθρώπους, που δύσκολα θα µπορούσαν να είναι πιο ανόµοιοι, είναι η επινοητικότητα και η µεταφορά στοιχείων, που η χρήση τους εδραιώνει τις αντιστοιχίες και τους παραλληλισµούς, ανάµεσα στα πιο απόµακρα πράγµατα. Όπως για παράδειγµα στην Ιλιάδα, όπου η τροµακτική κυριαρχία του φόβου και της λύπης στις καρδιές των Αχαιών, παραλληλίζεται µε την συνδυασµένη σαρωτική έφοδο των βορειοδυτικών ανέµων στα µαύρα νερά µεταφέροντας ποιητικά τη µοναδικότητα του κόσµου.
Επινοητικότητα και µεταφορά είναι έννοιες, µέσω των οποίων αποκρυσταλλώνεται, η συγκινητικά ανθρώπινη και λιγότερο κατανοηµένη σχέση εγγύτητας και κοινότητας Καρυωτάκη – Καζαντζάκη, αφού πράγµατι ενώ η σχέση αυτή είναι προικισµένη µε σηµαντικές δυνάµεις γοητείας και κυριαρχίας, παραµένει πάντα κενή και ακατανόητη και από την αρχή υπονοµευµένη. Θα µπορούσε από τυπική άποψη η σχέση αυτή, µε τον µεγάλο αριθµό επιφανειακών διαφορών, να θεωρηθεί µια ιστορία αυθαίρετη, χωρίς νόηµα και µε θολή σηµασιολογία.
Είναι εξάλλου σχεδόν αµετροεπής µια ιστορική σύγκριση των πνευµατικών τους µεγεθών µε αυστηρά πνευµατικά κριτήρια, εφόσον αυτή θα είχε την εξωφρενικότητα της υποβάθµισης της τεράστιας διαφοράς τους και αυτό βρίσκεται πολύ µακριά από τις προθέσεις µου. Τι θα µπορούσε άλλωστε να συνδέει τον νιτσεϊκό ποιητή της Οδύσσειας, του πιο σηµαντικού έπους της λευκής φυλής, µαθητή του ανορθολογιστή φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν, µε τον ποιητή των νηπενθών, που στην τελευταία ποιητική του συλλογή απευθύνεται σε αυτούς που όπως και ο ίδιος κινδυνεύουν να παραιτηθούν και να µείνουν πάντα έρµαια των δισταγµών τους, «να µείνουνε κατόπι».
Αυτό που αποτέλεσε ωστόσο ένα κυρίαρχο ενδιαφέρον µου και σε αυτό στέκοµαι, είναι ο άνθρωπος· απ’ όπου βγήκε ο πνευµατικός δηµιουργός. Ένα αξεδιάλυτο δίχτυ «ηθικών αρχών», τροµακτικά αναπόφευκτο σαν τη µοίρα. Είναι αυτές οι «ηθικές αρχές», που κρύβουν κάποια κοινά ψυχικά στοιχεία µε νόηµα και συνοψίζουν όλα εκείνα στα οποία δεν µπόρεσαν ποτέ και οι δύο να ανταπεξέλθουν µε θάρρος και που ποτέ δεν σταµάτησαν να αντιµετωπίζουν στη ζωή τους. Και αν όπως λέει ο Ρεζί Ντεµπρέ «τα πάντα πρέπει να ενάγονται σε εκτιµήσεις κλίµακας», µπορώ να υποθέσω κοιτάζοντας τη σχέση αυτή επίµονα και από κοντά και από τα άµεσα στοιχεία της ψυχικής τους εµπειρίας, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω, ότι η σχέση αυτή παρουσιάζει σε µεγάλη κλίµακα αξιοσηµείωτες αρχετυπικές αναλογίες.
Επιπλέον, η ασφάλεια της ιστορικής απόστασης, που αυξάνει τη δυνατότητα αναγωγής της σχέσης αυτής σε ένα άλλο επίπεδο χαµηλότερης τάξης, φαίνεται να την διευκολύνει στη διακοινώνηση κατανόησης, αντί της απόρριψης. Έτσι στο δικό µας πλαίσιο «συνοµιλίας», αποκαλύπτεται µια άλλη πραγµατικότητα, κάτω από την επικάλυψη της περσοναλιστικής κυριαρχίας. Μία πραγµατικότητα η οποία µεταφέρεται από την παιδική ηλικία και προβάλλεται µέσα από το ισχυρό αρχέτυπο του συνετού και αυστηρού πατέρα, µε τις στοιχειακές ιδιαιτερότητες και µελαγχολικές ταυτίσεις. Μία πραγµατικότητα αυτοεπιβαλλόµενου πόνου, στο δρόµο της πνευµατικής τους ανάπτυξης, ως ενός φορέα ίασης της βασανιστικής µορφής της πατρικής κυριαρχίας. Με αυτήν την έννοια, για τον Καρυωτάκη η ποίηση και για τον Καζαντζάκη οι υπερφυσικοί του ήρωες, µε την υπερφυσική τους δράση, υποκαθιστούν σε αυτούς, εκείνο που θα ήθελαν να είναι.
Έτσι ο Καρυωτάκης, που ένιωθε χαµένος, απευθύνεται σε αυτούς που κινδυνεύουν να µην αναδυθούν από τον κατακλυσµό, θανάσιµα παγιδευµένοι στις αδυναµίες τους όπως και αυτός και µε το άγγελµά του αυτό, να µην παραιτηθούν όπως αυτός, µε αυτήν του την επίκληση στο µέλλον, στις µελλοντικές γενιές, παραφράζοντας τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, απευθύνεται «σε εκείνους που θα γεννηθούν µετά από αυτόν». Είναι οι αδυναµίες που εµπόδισαν τον ίδιο, εξαιτίας του βαθιά ριζωµένου πατρικού φόβου, µε τις ενοχλητικές προκαταλήψεις και τις τραυµατικές επιδράσεις, να αποδεχθεί την πρόταση της τόσο θαρραλέας και αντισυµβατικής για εκείνη τη µελαγχολική εποχή Μαρίας Πολυδούρη και παρά τον θυελώδη τους έρωτα να παντρευτούν. Αντίστοιχα, και ο Καζαντζάκης αγαπώντας την πρωτοπόρα και σπάνιας ποιότητας Γαλάτεια, επέλεξε να την παντρευτεί στην εκκλησία του νεκροταφείου, θεωρώντας, ότι ήταν η µόνη επιλογή µπροστά στον φόβο της πιθανής εµφάνισης του πατέρα του, αναζητώντας στη συνέχεια στη φυγή από το σπίτι του, την απελευθέρωση, από τη δειλία που είχε στοιχειώσει τη νιότη του.
Είναι το ίδιο οικογενειακό περιβάλλον που αρχικά διαµορφώθηκαν και οι δύο, µε τις ίδιες αναµνήσεις, που δεν ήταν καθόλου εποικοδοµητικές, παγιδευµένοι κάτω από την σκιά των δικών τους, διχασµένοι ανάµεσα σε αυτό που θα ήθελαν να κάνουν και σε αυτό που δεν τολµούν να κάνουν. Έτσι ο Καρυωτάκης µέσα από µικρές αλλά τολµηρές εκρήξεις, εκφράζει την ανάγκη του για µία κραυγή απελευθέρωσης, ένα επιφώνηµα τόλµης όταν έλεγε: «Θέλω να γίνω µία χρυσή σκόνη µες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο». Και ο Καζαντζάκης, για να υπερβεί τις εσωτερικές του κρίσεις που ήταν σα να τον τραβούσαν φριχτές ρίζες στα χώµατα, όπως έλεγε, είχε επιλέξει τη φυγή.
Κυριευµένος από ανεξήγητη φρίκη, επέλεξε τον Ανήφορο, φτάνοντας σε πολλές κορυφές της ζωής του, αναζητώντας εκεί τον φίλο της ψυχής του, αυτόν που τόσο καιρό περίµενε και ονόµαζε «αθάνατο», µε την πιο υπέροχη των λέξεων, για να σπρώξει τη ζωή του στη φάση µιας πλατύτερης ζωής, χωρίς την «αιχµαλωσία» της θνητότητας, διατρέχοντας τον φοβερό κίνδυνο αυτού, που επιχειρεί µία «σχοινοβατική ισορροπία», όπως η εµπειρία αυτή περιγράφεται στο προφητικό όραµα του Σχοινοβάτη, του Νίτσε. Ο Ανήφορος αυτός συµβολίζει επιπλέον, µε εφιαλτικό τρόπο, όλο το βάρος της ενοχής και της ευθύνης για την εκπλήρωση του χρέους, που κουβαλούσε η γενιά του. Γεννηµένος το 1883, ήταν η πρώτη από τις τρεις χαµένες γενιές που ένιωσαν ότι ήταν ανίκανοι να ζήσουν µια φυσιολογική ζωή, αφού αυτή θα ήταν µία προδοσία εν µέσω των ζοφερών καιρών και της µεγάλης δυστυχίας ολόκληρου του κόσµου.
Στην ίδια χαµένη γενιά, γεννηµένος το 1896, ανήκε και ο Καρυωτάκης. Αυτός, ασφυκτιώντας από το βάρος των προκατασκευασµένων «αξιών» που του είχαν φορτώσει, αλλά και από την υπαλληλική αθλιότητα µε το χάρτινο γραφειοκρατικό βασίλειο, τις µικρότητες και τις ευτέλειες, που µε αυτές τρέφεται ο κόσµος των γραφείων και των υπηρεσιών, κουρασµένος από το αίσθηµα του αδικηµένου, τροµαγµένος από το ρήγµα που άνοιξε η αναµέτρησή του µε την εποχή του, που δεν τον αφοµοίωσε και χωρίς να έχει «καλόηχη φωνή», επέλεξε πρόωρα το άσµα του κύκνου που πεθαίνει και λένε ότι είναι το ωραιότερο, επειδή τραγουδά χωρίς φόβο. Η ποίηση του είναι µια καταγγελία του αστικού κόσµου, της αστικής ζωής και των σχέσεων των αστών, σαρκάζοντας την κενότητα, τον σνοµπισµό και τον ανοίκειο ναρκισσισµό τους, την χρεοκοπία τους και τα αδιέξοδά τους. Η µηδενιστική αντίληψη της ζωής, η µισανθρωπία και η άρνησή του σε κάθε άµυνα πίστης και αυταπάτης, έφθασαν τον ποιητή «στό χεῖλος τοῦ κόσµου, δώθε από τ’ όνειρο και κεῖθε απὸ τὴ γῆ».
Ενώ ο Καζαντζάκης ειλικρινής φυγόκοσµος και αυτός, αναζητά στην δύναµη της συγγραφικής αυτοδικίας µε τα υπερφυσικά µεγέθη που αποδίδει στους ανθρώπους (Καπετάν Μιχάλης, Ζορµπάς) το αντίβαρο µιας πολύ δυνατής πίστης, µεταγράφοντας την αναπηρία του σε θεία εντολή. Η ιδέα των υπερφυσικών µεγεθών µοιάζει µε την προσπάθεια του «Υπεράνθρωπου» να φυλακίσει το θεϊκό παράδοξο στο στενό πλαίσιο του θνητού ανθρώπου, που περιγράφει ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα.
Έτσι ο Καρυωτάκης συνάντησε τον Καζαντζάκη· που µε φόντο τα «ερείπια επί ερειπίων», από την ολέθρια πατρική επιρροή, συµπληρώνεται η αιτιώδης προσέγγιση. Είναι το µέρος όπου συναντώνται δύο άγνωστοι, µε όρους απόλυτης οικειότητας, µε την ελπίδα της ίασης της πολωµένης αρχέτυπης δοµής της ίδιας της ψυχής τους. Αφού το ταξίδι της εσωτερικής µεταµόρφωσης του ανθρώπου, βρίσκεται στην καρδιά της απάρνησης της τραυµατικής αφετηρίας του, που κάποιες φορές ωστόσο δεν θέλει µε κανένα τρόπο να εγκαταλείψει· παρότι «κατάπληκτος στέκει µπροστά σε ένα σωρό συντρίµµια», όπως θα έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαµιν. Καθόλου παράλογο, αφού τα αρχέτυπα βρίσκονται ανάµεσα στα αµετακίνητα κτήµατα κάθε ψυχής (C G Jung). Αυτά αποτελούν το θησαυρό στον χώρο των σκοτεινών σκέψεων· για τον οποίο µίλησε ο Καντ. Είναι οι σκοτεινές σκέψεις που µε την πανάρχαια ετυµηγορία τους, καθιστούν τελεσίδικα και τους δύο πνευµατικούς δηµιουργούς απαισιόδοξους και φυγόκοσµους.
Και είναι εκπληκτικό ότι άξαφνα, σαν µία επιβεβαίωση της µυθολογικής αλήθειας, ο «τραυµατισµένος τραυµατίζων», εφόσον αυτός που πονά παίρνει µακριά τον πόνο, ο Καρυωτάκης, µε µία σαρκαστική σχεδόν διεστραµµένη τόλµη, «θέτει το δάκτυλον επί της πληγής», στον τελευταίο και αντιπροσωπευτικότερο ποιητικό του κύκλο. Έτσι µετά τα ελεγειακά, στις Σάτιρες, µιµούµενος τον Καβάφη, µε µια µιµητική εκπληκτική τέχνη, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, µέσα από την σαρκαστική «Αισιοδοξία», που συντάσσεται το 1928, λίγο πριν από τον θάνατο του ποιητή, µε τους «σωτήρες του Σωτήρος», ως πιθανότερη αντίδραση και κατά τον Σαββίδη, στους «Σωτήρες Θεού» της πολυθρύλητης Ασκητικής του Καζαντζάκη, που είχε δηµοσιευθεί το 1927, επιχειρεί την ανατροπή ολόκληρης της κοσµοθεωρίας της Ασκητικής, µε το µεταφυσικό της όραµα, την οποία προβάλλει ως ένα κοσµοείδωλο κενό και αναντίστοιχο µε τη ζοφερή κοινωνική πραγµατικότητα. Ταυτόχρονα, επιβάλλει και την προκλητική συνανάγνωση των δύο έργων.
Παρά την προσπάθεια ωστόσο του Καρυωτάκη, να αναιρέσει ολόκληρη την Καζαντζακική κοσµοαντίληψη της Ασκητικής, ο Καζαντζάκης παραµένει ένας µείζων στοχαστής και τα έργα του ζωοποιούν και φλογίζουν ασταµάτητα το ανθρώπινο ενδιαφέρον.
Αναµφίβολα, το ζήτηµα της σχέσης Καρυωτάκη – Καζαντζάκη, δεν µπορεί να εξαντληθεί µε ένα συνοπτικό κείµενο όπως αυτό. Η ιστορική σηµασία της σχέσης αυτής συµπυκνώνεται στα έργα και των δύο, τα οποία αποτελούν ένα είδος απόκρισης µέσα στην ιστορία, µε την πολιτική και κοινωνική τους διάσταση, που υπάρχει ακόµη, να τα καθιστά αντιπροσωπευτικά της εποχής τους και να τα κατατάσσει στα ιστορικά της συµφραζόµενα, εφόσον µέσα από αυτά φαίνεται να απολογείται ή να αντιδρά ένα τµήµα της κοινής γνώµης. Μιας εποχής, αληθινά δραµατικής, ύστερα από τον πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο και µόλις η Ελλάδα έβγαινε από την Μικρασιατική καταστροφή, µε τη συµφορά να τα χρωµατίζει όλα µαύρα, απογυµνωµένη από τα ιδανικά της και τη Μεγάλη Ιδέα και µόλις προσπαθούσε να µπει µεταστοιχειωµένη στην ορµητική ροή του 20ου αιώνα. Είναι µια εποχή αντιπροσωπευτική όµως, και µιας νεότητας, που παρότι αποδέχεται αναπότρεπτα ότι τίποτε δεν είναι µεγαλύτερο από τη ζωή και τίποτε περισσότερο δε µας δόθηκε, φθάνει τόσο νωρίς όπως ο Καρυωτάκης στο χείλος του γκρεµού.
Καρυωτάκης και Καζαντζάκης αγαπήθηκαν πολύ, ως ένα αορίστως φιλελεύθερο ανθρωπιστικό είδωλο, µια ιδεολογία ανθρωπιστικού φιλελευθερισµού, µε ό,τι αυτό συγκεφαλαιώνει και γι’ αυτό θα µείνουν αθάνατοι. Ο Καρυωτάκης αγαπήθηκε επιπλέον πολύ ως άνθρωπος, κυρίως από τους νέους, για τις ψυχικές καταπιέσεις του, τους πόθους, τις διαψεύσεις και για την εµµονική του προσήλωση στο κοινωνικό και ζωντανό ιδανικό. Αυτό όµως που αγαπήθηκε περισσότερο από όλα στον Καρυωτάκη, σαν πολυθόρυβη συλλογική διαµαρτυρία και για τη φρίκη που προκαλεί, είναι ο τρόπος του θανάτου του και οι ηχηροί συµβολισµοί του, εφόσον πέταξε τη ζωή του, στο πρόσωπο όλης της Ζωής, όπως αναφέρει ο Τέλλος Άγρας.
Άξαφνα, και σαν επιβεβαίωση αυτού που λέει ο Έντµουντ Μπερκ, ότι «το µόνο που χρειάζεται το κακό για να θριαµβεύσει, είναι να µην κάνουν τίποτα οι καλοί», ο Καρυωτάκης, χωρίς φίλους, χωρίς καν ανθρώπινους δεσµούς έτσι ανέλπιδα, τον Ιούλιο του 1928, έκανε τη θάλασσα να αναρριγήσει µε τον πυροβολισµό του στα περιβόλια της Πρέβεζας. Μα δεν ήταν κρύο, ήταν κάτι µεγάλο που ερχόταν από τα βάθη της θάλασσας. Η θλίψη της ήταν βαριά χωρίς θυµό.
*Η Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη είναι συµβολαιογράφος