Ο Μανόλης, γιος ένας από τα δώδεκα παιδιά του παπά Γιώργη Χιωτάκη από τα Σφακιά, στα 16 του χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται στα καράβια. Μια μέρα έφτασε Χανιά και πήγε στο ΚΤΕΛ να πάρει το λεωφορείο που έφευγε στις 2.00 το μεσημέρι για να επισκεφτεί τους γονείς και τα αδέρφια του. Στο ΚΤΕΛ συνάντησε το πατέρα του τον Παπά Γιώργη. Έι κοπέλι μου ήντα κάνεις; Έρχομαι σπίτι να σας δω πατέρα. Ε… άσου να πάω μιας στιγμή στον ΟΑΔΥΚ για μια δουλειά, πρόσεχε μου τα πράματα, τα σακούλια και έρχομαι να φύγομε παρέα. Ποιον ΟΑΔΥΚ παπά μου, είναι 1,30 και το λεωφορείο φεύγει στις 2.00 δε θα προλάβεις. Μείνε εδώ μη χάσουμε το δρομολόγιο. Πάω, πάω, θα προλάβω, μόνο εσύ να προσέχεις τα σακούλια και τα πράματα. Ο παπαγιώργης ταχύτατος και γοργοπόδαρος όπως ήταν, εξαφανίστηκε από τα μάτια του γιου του Μανόλη, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να βγάζουν σπίθες, για τον παπά πατέρα του ο οποίος αεικίνητος μια ζωή, κανείς δε μπορούσε να προλάβει μήτε τις σκέψεις του μήτε τις πράξεις μήτε όμως και τις… Προσευχές του. Μετά από ώρα ο παπά Γιώργης φτάνει στο ΚΤΕΛ όμως το λεωφορείο είχε φύγει και ο Μανόλης πλάι στα πράματα και τα σακούλια του παπά, ήταν αναποφάσιστος για το πώς έπρεπε να αντιδράσει για να δείξει τα νεύρα του. Πλάκα μου κάνεις παπά μου; Γιάντα βρε δε το κράτησες το λεωφορείο να μη φύγει; Για δε τό ’στεσες; Πλάκα σου λέω μου κάνεις; Πλάκα; Μη θυμώνεις βρε κοπέλι μου, θα πάρουμε ένα ΤΑΧΙ και θα το προλάβουμε στο Πλατάνι, (είπε ο Παπαγιώργης στον Μανόλη) Σταματήσανε ένα ΤΑΧΙ μπήκανε με βιασύνη μέσα, είπε ο παπα Γιώργης στον οδηγό να τρέξει για να προλάβουν το λεωφορείο στο Πλατάνι. Όντως και αυτό έγινε. Φτάσανε στο σημείο που θα περνούσε το λεωφορείο, το οποίο μάλιστα είδαν να έρχεται από μακριά. Ο Μανόλης, ζαλωμένος τα σακούλια του παπά Χιωτάκη κι ο ευλογημένος και γεμάτος αυτοματισμούς ρασοφόρος, κουνούσε τη χέρα του να τους δει ο οδηγός ώστε να σταματήσει. «Την ευχή σου παπά Γιώργη που πας;», τον ρώτησε ο οδηγός ανοίγοντας την πόρτα και αναγνωρίζοντας τον αντάρτη Σφακιανό ιερέα. «Εσύ ποιος είσαι; Εσύ που πας;», του ανταπάντησε ο Παπα Γιώργης ξανοίγοντας τον οδηγό με απορία στο βλέμμα, ο οποίος δεν ήταν γνωστός του στη φυσιογνωμία ούτε όμως και στα δρομολόγια για Σφακιά. Ηράκλειο πάω παπά μου. «Ε και γω Ηράκλειο πάω», και παίζει μια κι ανεβαίνει στο λεωφορείο φωνάζοντας στον Μανόλη. Μανόλη να προσέχεις τα πράματα και τα σακούλια. Πήγαινε στα Σφακιά και θα ν’ έρθω. Πάω Ηράκλειο για κάτι δουλειές. Να προσέχεις κοπέλι μου. Η πόρτα του λεωφορείου έκλεισε, η κάπνα της εξάτμισης από το άκαυστο πετρέλαιο θόλωσε την εικόνα του Μανόλη, που αποχαυνωμένος και ζαλωμένος τα σακούλια και τα πράματα του πατέρα του Παπά, έμεινε στη μοναξιά του δρόμου με την ελπίδα πως κάπως κάποτε θα φτάσει στα Σφακιά εν ηρεμία. Ο Σήφης ο μικρός του αδερφός, ξέροντας ότι ο αδερφός του ο Μανόλης θα πήγαινε στο χωριό, είχε βγει στην ταράτσα του πατρικού και τον περίμενε με αγωνία. Μετά από ώρες, το λεωφορείο σταμάτησε και είδε έναν Μανόλη πίσω από την πόρτα που άνοιγε, να πετάει αρχικά κάποια πράματα, μετά κάποια σακούλια και κατόπιν το τσιτωμένο και λιανό σώμα του, για το οποίο το θυμωμένο πρόσωπο είχε πολλά να πει και τα χείλη του που αθορύβως μονολογούσαν, εννοούσαν ακόμα περισσότερα. Αυτός ήταν ο Σφακιανός Παπά Γιώργης Χιωτάκης. Ο πατέρας των 12 παιδιών, ο ποιμένας των πολλών ενοριτών από τις πολλές εκκλησιές και ξωκκλήσια που διακονούσε στα Σφακιά μα και το πλάσμα του θεού, που με δύναμη και ταχύτητα, δεν επέτρεπε να ξεχαστεί ή να χαθεί μήτε μία ώρα από τη ζωή της κοινωνίας και του θεού.