Απού παλιά ο άθρωπος τη συντροφιά ζητούσε
με κόσμο που ‘θελε να ζει κεινουσάς αγαπούσε.
Με τον καιρό απόχτησε δικούς, στσοι πρώτους χρόνους
που κατοικούσανε σιμά τσ’ ονόμασε γειτόνους.
Γειτόνους απού μένανε στο διπλανό ντου σπίτι
είχανε ίδια γειτονιά, το δρόμο κι ίδια βρύση.
Γείτονες ήτονε πολλοί στσ’ αγρούς και στα χωράφια
εσπέρνανε μαζί καρπούς και σκάβανε τα πλάγια.
Οι πρόγονοί μας λέγανε απούχαν εμπειρία
πως ο καλός ο γείτονας είναι μια ευλογία.
Κάθε πρωί σα σηκωθείς αυτόνε θ’ αντικρίσεις
είν’ ο καλός σου γείτονας κείνον θα χαιρετίξεις.
Συντρέχει σ’ ούλα τα καλά και στα κακά εκειά ‘ναι
νέους και γέρους αγαπά στο νου σου πάντα βάνε.
Γειτόνοι σε συντρέχουνε και βρίσκουνται κοντά σου
ακόμη κι απού τα παιδιά κι απ’ ούλη τη γενιά σου.
Οι φράχτες που υπάρχουνε αυτοί ‘ναι για τα έχνη
μόνο γειτόνοι θα βρεθούν ανέ βροντά ή βρέχει.
Ετσά μας θέλει ο Θεός να ‘μαστ’ αγαπημένοι
για δεν κατέχει κάθα εις ίντα τον ανημένει.
Όσοι γειτόνους έχουμε εις τη ζωή ετούτη
πρέπει να τσοι προσέχουμε καλλιά παρά τα πλούτη.
Απούχει καλό γείτονα Θεό κοντά ντου έχει
κι αν έρθει κάτι η ζωή εκείνος τον προσέχει.
Έτσι είναι σωστός