»… που αναλλοίωτες μας έρχονται από τα παλιά.
» Από το βιβλίο μου “Ορεινές Μαδαρίτικες Αθιβολές τσ’ Αση-γωνιώτικης ρίζας”
Αρκετά πράγματα στην Ασηγωνιά έμειναν αναλλοίωτα στο διάβα των χρόνων. Των χρόνων που ισοπέδωσαν αλλού, παλιές συνήθειες, ήθη, έθιμα και τρόπο ζωής. Αντιστέκεται ο Ασηγωνιώτης σθεναρά και με πείσμα σε ξενόφερτες συνήθειες και προσπάθειες να κρατήσει και να μεταλαμπαδεύσει στους νεότερους τον παλιό τρόπο ζωής των προγόνων του. Σε ελάχιστα μέρη αποκρατεί ακόμα το έθιμο της συνεπαρσιάς στο γάμο. Ίσως μόνο στην Ασηγωνιά.
Mια από τις συνήθειες που αναλλοίωτα φθάνει μέχρι τις μέρες μας, είναι και οι κουρές. Όπως έγραψα και παλαιότερα στα «Χ.Ν.», δυο φορές τον χρόνο δίδεται η ευκαιρία στον Αση-Γωνιώτη βοσκό να επιδείξει το κοπάδι του. Η μία είναι η γιορτή του Απριλιάτικου Άι Γιώργη. Τότε που θα κατηφορίσει το κοπάδι του ο βόσκος από τη μαδάρα, ομορφοτσαφαρωμένο, με όσο γίνεται περισσότερους κριγιοΰς και τράους για να το αρμέξει στη χάρη του. Ακούς τότε τους υπολοίπους βοσκούς:
— Είδες μωρέ το κουράδι του Μιχάλη! Θεόψυχά μου άδε ν’ έσερνενε σα τριάντα τράους και κριγιοΰς. Και τέτοιο τσαφάρωμα δεν το είδα ποτές μου. Είδες λέρια!
Η άλλη ευκαιρία είναι οι κουρές, που αρχίζουν από τον Μάιο και μετά, και θα πρέπει να ξαλαφρώσει το πρόβατο από το μαλλί. Παλαιότερα το μαλλί ήταν σχεδόν πολύτιμο είδος. Ειδικά στις φαμελιές που είχαν κοπελιές, έπρεπε οπωσδήποτε να εξοικονομηθεί το μαλλί, που θα χρησιμοποιηθεί σαν πρώτη ύλη για τα προυκιά και το χειρότερο ήταν αν η φαμελιά δεν είχε πρόβατα. Περίμεναν να τους καλέ- σουν σε κάποιες κουρές συγγενείς ή φίλοι για να πάρουν ένα ή δυο μποκάρια, (το μαλλί που βγάζει ένα πρόβατο λέγεται μποκάρι) και έτσι κάπως να βολευτούν.
Σήμερα δυστυχώς η τιμή τού μαλλιού είναι εντελώς απογοητευτική. Είναι τόσο εξευτελιστική, που οι βοσκοί αρκετές φορές αφήνουν τα μαλλιά στον τόπο της κουράς.
Και πώς ήτανε μπάρμπα Πέτρο παλιά οι κουρές; είχα ρωτήσει έναν εκατοχρονίτη μαδαρίτη βοσκό.
• Οι κουρές, κοπέλι μου, μια φορά ήτανε φέστα! Ήτανε πανηγύρι. Έπρε- πενε να καλέσεις ούλο τον γκόσμο και απού τα ξένα χωριά.
Και ανείχενε, ξεχάσεις κιανένα, αυτός επαραξήγα. Πολλές φορές εφέρνανε και λυρατζήδες.
Αυτή την περιγραφή που μου έκανε ο μπάρμπα Πέτρος την έζησα κι εγώ. Μικρό κοπέλι θυμάμαι, σκαρφάλωνα στους ώμους του θείου μου, του «Παπαγι- ώργη», του Γιώργη του Γύπαρη, για να με ανεβάσει στο Σελί, στο μιτάτο του στο Βρούλινο. Εκεί θυμάμαι την πανηγυρική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι μι- τατάρηδες και οι καλεσμένοι τους.
Η πανηγυρική ατμόσφαιρα καθώς και ο παλιός τρόπος που γίνονταν οι κουρές, έχουν διατηρηθεί και μέχρι τις μέρες μας!
Ο ιδιοκτήτης του κοπαδιού αρκετές μέρες πιο πριν, θα αρχίσει να καλεί.
… Σύντεκνε Στελή, την άλλη μέρα κουρεύω στο «Βράσκο» και είσαι καλεσμένος!
Δεν πρέπει να αρνηθεί και δεν αρνείται την πρόσκληση κανένας. Μόνο στην περίπτωση που άλλος τον έχει καλέσει πιο μπροστά.
… Δε γατέω, καημένε σύντεκνε ανέρθω… Κατέεις πως κουρεύει και ο ξάδερφος μου ο Πέτρος στο Καταγόρι και… είντα θα γενώ! απού δε μπορώ να μη μπάω κι εκειά.
• Όι σύντεκνε, εγώ δεν το κάτεχα πως εκούρευενε ο ξάδερφός σου, μα του χρόνου…
Οι βοσκοί προσέχουν να μην κουρεύει άλλος την ίδια μέρα και για το λόγο ότι οι κουρίσκοι, αυτοί δηλαδή που κουρεύουν και που είναι οι ίδιοι οι βοσκοί, που από μικρά παιδιά ασκούνται στο κούρεμα κάθε χρόνο, είναι μετρημένοι. Γιατί ένα κοπάδι με 300-400 πρόβατα θέλει αρκετές ώρες και αρκετούς κουρί- σκους για να τελειώσει. Και για τον λόγο πως δεν μπορείς και δεν επιτρέπεται να κρατάς το κοπάδι πολλές ώρες στην κούρτα.
Η δουλειά του κουρίσκου, αυτού δηλαδή που με το πρόσφατα ακονισμένο ψαλίδι κουρεύει, είναι και επίπονη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι υπεύθυνη και λεπτή εργασία. Πρέπει να προσέχει να μην τραυματίσει το πρόβατο που κουρεύει. Αυτό συμβαίνει καμιά φορά με τους νέους και άπειρους κουρίσκους. Κι εγώ προσπάθησα κάμποσες φορές να κουρέψω. Όμως, έπειτα από ένα τραυματισμό που προκάλεσα άθελα μου, δεν εξάσκησα ξανά το σπορ του κουρίσκου.
Περιορίζομαι να πιάνω οζά, να τα αμπουζιάζω -δένω τα πόδια- και τα κουβαλώ στους κουρίσκους που πάντα κάθονται στη θέση τους και περιμένουν το επόμενο οζό. Η δουλειά αυτή είναι αρκετά κουραστική, όμως καθόλου υπεύθυνη. Είναι κάτι σαν βοηθητική εργασία.
Μόνο αν ξεμπουζιαστεί -λύσει το σχοινάκι- τότε αρχίζει η πλάκα και το δούλεμα από τους κουρίσκους.
— Γειαε το Μανόλη! Είντα δέσιμο ’καμες πάλι! Ετσά τα δένουνε τα ζα;
Δεν έεις πλια δύναμη να το δέσεις;
Μήμπανά ’πιες κιαμιά κούπα αποντενεδά. Έχε μια ουλιά ’πομονή μα οπου- νάναι τελειώνομε.
Παράλληλα, λίγο παρακάτω, συνήθως στη σκιά κάποιου ασφένταμου, έχουν αρχίσει να στρώνουν μια τάβλα, που σε τίποτα δεν υστερεί από τη στρωμένη τάβλα της βάφτισης ή του γάμου και αρκετές φορές είναι περισσότερο παραφορτωμένη από κρέατα, τυριά, μέλια και καλό κρασί! Ο ιδιοκτήτης έχει σφάξει πρόβατα ή έχουν κάνει πιο μπροστά μια μικρή «εκστρατεία» στη μαδάρα για να βρουν τράους ή αίγες από αυτές που διατηρούν εκεί σε ημιάγρια κατάσταση και που μόνο με το τουφέκι πιάνονται.
Αν σε καλέσουν, λοιπόν, όπως με κάλεσαν και μένα φίλοι, θα πρέπει να δεχθείς την πρόσκληση.
Θα ζήσεις την όμορφη και αναλλοίωτη ατμόσφαιρα της γιορτής της κουράς.
Υστερόγραφο – Για εφέτος οι κουρές έχουν τελειώσει. Για του χρόνου όμως αν σας καλέσουν σε κάποιες κουρές, θα πρέπει να πάτε και δεν θα το μετανιώσετε.