Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Οι κράχτες

»  Cara Hoffman  (µτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)

Μια ευδιάκριτη καµπή στην αναγνωστική µου διαδροµή υπήρξε το Τσάι στη Σαχάρα, καµπή που µου υπέδειξε πόσο µε ενδιέφερε ο ξένος και η µατιά του, η λεπτή αν και ευδιάκριτη απόσταση ανάµεσα στον τουρίστα και τον ταξιδιώτη, σε εκείνον που ακόµα και για ένα βράδυ βγάζει τα ρούχα από τη βαλίτσα για να τα τοποθετήσει στη ντουλάπα. Ο Μπόουλς, αρχικά, και ο Τσάτουιν, µετέπειτα, είναι για µένα οι κύριοι αγγελιοφόροι αυτής της ειδικού ενδιαφέροντος λογοτεχνίας, που, µε την διαρκή αποµάγευση του κόσµου, µοιάζει να ανήκει οριστικά και αµετάκλητα στο παρελθόν. Η Κάρα Χόφµαν ζει εδώ και κάποια χρόνια ανάµεσα στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, συχνά πυκνά άκουγα για εκείνη από κοινούς λογοτεχνικούς γνωστούς, µε τον καιρό προστέθηκε και το ενδεχόµενο κυκλοφορίας στα ελληνικά του βιβλίου της Running, που τελικά αποδόθηκε ως Οι κράχτες όταν πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε µετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά.

Εκείνο που εξαρχής µου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν το θέµα του. Αθήνα, 1988. Ένα ζευγάρι Άγγλων, ο µαύρος ποιητής και µποξέρ Μάιλο και ο λευκός αλκοολικός Τζάσπερς, µε αντάλλαγµα τη δωρεάν διαµονή και ένα ελάχιστο χαρτζιλίκι, δουλεύουν ως κράχτες για ένα περιθωριακό ξενοδοχείο, ψαρεύοντας υποψήφιους και αδαείς για την αθηναϊκή πραγµατικότητα τουρίστες κυρίως στο τρένο. Η Αµερικανίδα Μπράιντι θα φτάσει άφραγκη στην Αθήνα και σύντοµα θα δουλέψει µαζί τους. Οι τρεις του θα συνθέσουν ένα τρίγωνο που θα αποδειχθεί καθοριστικό για τη ζωή τους. Αυτή η υπόσχεση για τη µατιά ενός ξένου ταξιδιώτη στην αθηναϊκή δεκαετία του ογδόντα, όταν η µετέπειτα τουριστική επέλαση ήταν ακόµα στα σπάργανα, ενεργοποίησε άµεσα τα αναγνωστικά µου αντανακλαστικά, ανυποµονώντας για την κυκλοφορία του βιβλίου.

Ο Τζάσπερ πέθανε µια εβδοµάδα πριν επιστρέψω στην Αθήνα, κι έτσι δεν τον είδα ποτέ ξανά. Τον έβγαλαν έξω, τον κατέβασαν κάτω και πέθανε στην Αγγλία, ή ίσως στο αεροπλάνο. Υπήρχαν µάρτυρες στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Υπήρχε άρθρο στην εφηµερίδα. Υπήρχαν, είπε ο µεθυσµένος νεαρός αποφεύγοντας το βλέµµα µου, αποδείξεις.

Η Χόφµαν εξαρχής προικίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση µε το απαραίτητο νεύρο και τον συντελεσµένο χαρακτήρα του θανάτου τού, άγνωστου ακόµα στον αναγνώστη, Τζάσπερ. Ο θάνατος και η επιστροφή της Μπράιντι στην Αθήνα, έχοντας πλήρη άγνοια για τον θάνατό του, ορίζουν εν πολλοίς το πλαίσιο εντός του οποίο θα κινηθεί η ιστορία, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήµατα που απόµενε να τεθούν στην εξέλιξη της πλοκής, ερωτήµατα που θα πυκνώσουν χωρίς απαραίτητα να δοθούν όλες οι απαντήσεις, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, όχι ευτυχώς, θα προσθέσω εκ των υστέρων εγώ.

Η συγγραφέας λαµβάνει µια καθοριστική επιλογή, χωρίζοντας την αφήγηση σε τρία χωροχρονικά πλαίσια που διαδέχονται το ένα το άλλο στην προώθηση της πλοκής. Το πρώτο, τα παιδικά χρόνια της Μπράιντι, µέχρι που εγκατέλειψε την Αµερική ώστε να περιπλανηθεί στον κόσµο, και το δεύτερο, όσα έγιναν κυρίως στην Αθήνα, εκείνα τα χρόνια, όταν και συναντήθηκαν τα µονοπάτια όλων των χαρακτήρων της ιστορίας αυτής, είναι γραµµένα σε πρώτο πρόσωπο από την Μπράιντι, ενώ το τρίτο, αρκετά χρόνια αργότερα, µε κεντρικό πρόσωπο τον Μάιλο, είναι γραµµένα σε τρίτο, δια φωνής ενός παντογνώστη αφηγητή που δεν κατονοµάζεται. Η σύνθεση των τριών αφηγήσεων λειτουργεί περίφηµα, απαλλάσσοντας το µυθιστόρηµα από τα στενά και πεπερασµένα όρια µιας απλής και µονοφωνικής γραµµικής αφήγησης, χωρίς ταυτόχρονα να περιπλέκει αχρείαστα τα πράγµατα προς ικανοποίηση ενός λογοτεχνικού καπρίτσιου ή µιας πίστης στη δεδοµένη τεχνική της σκευή.

Και αν η προσδοκία είχε να κάνει µε όσα το θέµα καταµαρτυρούσε, ταυτόχρονα εκεί ήταν και οι εκβολές του ποταµού της επιφύλαξης, ο φόβος του εξωτισµού, η απόπειρα είσπραξης ενός γραµµατίου επίχρυσης νοσταλγίας για έναν κόσµο παλαιό που εξ αποστάσεως µοιάζει ή βιάζεται να µοιάζει ως ένας χαµένος παράδεισος, αποκύηµα της φαντασίας και της επιλεκτικής µνήµης, µια µαρτυρία µε επικάλυψη αυθεντικότητας. Το µυθιστόρηµα δεν πάσχει καθόλου από κάτι τέτοιο. Όπως δεν πάσχει από προθέσεις διδακτισµού ή ηρωοποίησης, χωρίς ταυτόχρονα να αγωνία να πείσει για την πραγµατικότητα, πού θα υπήρχε το µυθοπλαστικό στοιχείο τότε, στο περιεχόµενο και τις λεπτοµέρειες της ιστορίας.

Το νεύρο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη θέση του στη χωροχρονική απόσταση που χαρακτηρίζει την αντίστοιχη τριτοπρόσωπη, εκ των υστέρων, όταν όλα εκείνα ανήκουν σε ένα µακρινό παρελθόν, µακρινό όχι απλώς χρονικά αλλά και ως στάση ζωής, η µεταµόρφωση που πραγµατοποιήθηκε εκούσια και ακούσια, και την οποία, αν δοκίµαζε ένας µάντης να την περιγράψει τότε, δεν θα έπειθε τα υποκείµενα, γέλιο ή/και θυµό θα τους προξενούσε, και που τώρα, στο αφηγηµατικό παρόν του Μάιλο διαφεντεύει και ορίζει, αναγκάζοντάς τον να στρέφει διαρκώς το βλέµµα προς τα πίσω, προς εκείνα τα χρόνια, όταν η τυχαιότητα ακόµα κρατούσε τα γκέµια και ο προγραµµατισµός, η ασφάλεια, η στοχοθεσία, η ενηλικίωση, η αποµάγευση έδειχναν τόσο ξένα και ανοίκεια. Όχι εµείς. Όχι σαν αυτούς. Όχι, ποτέ.

Το µυθιστόρηµα διαβάζεται µε κοµµένη την ανάσα, παρότι τα περισσότερα από τα φύλλα είναι εξ αρχής ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, το υπερατού µιας άγνωστης πτυχής της τότε εποχής δεν καίγεται άσκοπα και πρόωρα, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικό για την αποτύπωση της µατιάς του ξένου στη δική µας πραγµατικότητα, έστω και αν είναι εν πολλοίς ανοίκεια και κάπως τολµηρή, ούτε σαράντα χρόνια µετά, εν µέσω τουριστικής εντατικοποίησης και της ψηφιακής οδού µέσω της οποίας κάθε ταξίδι πια, λιγότερο ή περισσότερο εναλλακτικό, σχεδιάζεται και υλοποιείται. Η απουσία εγγενούς ελληνικού εξωτισµού επιτρέπει, επίσης, στο µυθιστόρηµα να αποτυπώσει µια περασµένη εποχή σε ένα πλαίσιο γενικότερο και πιο ανοιχτό, χωρίς να εγκλωβίζεται.

Η Χόφµαν πετυχαίνει να µιλήσει για µια παρελθούσα εποχή µε παλαιότερους λογοτεχνικούς όρους, βλέπε για παράδειγµα τη λογοτεχνία των Μπήτνικς, ή τους Μπόουλς και Τσάτουιν, και το µυθιστόρηµά της να µη µυρίζει καµφορά και κλεισούρα, αλλά καταφέρνει να ξεχωρίσει από την οµοιόµορφη σύγχρονη λογοτεχνία µε τις στρογγυλεµένες γωνίες και την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των σεµιναρίων δηµιουργικής γραφής, µιας φασόν παραγωγής, τεχνικά και θεµατικά. Οι κράχτες χωρίς να υποφέρουν από το βάρος της συναισθηµατικής καθοδήγησης, διαπνέονται από άκρη σε άκρη από ένα συναίσθηµα έντονο, που υποστηρίζει την ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία, έχοντας γνώση πως ίσως δεν αφορά κανέναν πια, κανέναν έτσι και αλλιώς, κανέναν όπως κανέναν δεν αφορά η ιστορία κανενός, και σ’ αυτή τη διάχυτη ιδιωτικότητα µόνο η καλή λογοτεχνία µπορεί να επιφέρει καίρια πλήγµατα. Ακόµα ένας λόγος που (έχουµε την ανάγκη να) διαβάζουµε καλή λογοτεχνία.

Παρότι µέρος της υπόθεσης, το πλέον σηµαντικό µέρος της για την ακρίβεια, διαδραµατίζεται στην Ελλάδα, Οι κράχτες είναι ένα αµερικάνικο και δη νεοϋορκέζικο µυθιστόρηµα, και αυτή η αντίφαση δεν το υπονοµεύει, αντίθετα αναδεικνύει τις αρετές αυτού του (αρχικά ίσως) παράδοξου παντρέµατος, τη γωνία θέασης του κόσµου µε βάση τις ατοµικές αλλά και συλλογικές προηγηθείσες και ενσωµατωµένες προσλαµβάνουσες του γράφοντος υποκειµένου, κάτι το οποίο, ιδιαίτερα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, συµβαίνει εδώ και δεκαετίες, χωρίς πια να προκαλεί εντύπωση ή να αποτελεί κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόκληση απλώς και µόνο για την πρόκληση.

Προσδοκίες και µε το παραπάνω εκπληρωµένες.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα