Αυτός ο κόσμος. Ο μεγάλος στα μάτια των μικρών. Και ο μικρός στα μάτια των μεγάλων. Είναι το πανωφόρι των ανέμων.
Και ‘γω, ένα ματοστίνορο. Στα δάκτυλα των αγγελοκρουσμένων. Και κάνουν ευχή. Όταν όλοι έχουν ξεχάσει τις ευχές τους. Και μετρούν τα πεφταστέρια. Που καλπάζουν στο νου τους. Μιλούν στα σπουργίτια που ερωτεύονται. Και κάνουν φωλιές στα αδιέξοδα. Και βρίσκουν παραδρόμους. Για να φτάσουν στα χαμένα κάστρα. Και στα ξεχασμένα χώματα.
Που, απροστάτευτα, περιμένουν. Τη θύμηση. Τη δικιά σου. Τη δικιά μου. Και των πάντων και πασών. Ίσως να πεις πως το νόημα έχει χαθεί πια. Όμως μη ξεχνάς. Ότι κι αν σίγησαν οι αργαλειοί, το υφάδι έμεινε. Με πολύχρωμες φωνές γεμάτο. Και αγκαλιές, από αυτές τις παράνομες. Που δεν χρειαζόνταν ιδιαίτερος λόγος για να τις δώσεις. Τις έδινες με την πρώτη ευκαιρία. Πάνω στις στέγες με τα σκισμένα λάβαρα. Περασμένων καιρών. Που βρίσκονται στην αγκαλιά των μύθων. Ότι κι αν κάνεις. Τα όνειρα πάντα θα επιστρέφουν. Δριμύτερα. Για να πάρουν αυτό που τους ανήκει. Οι άνεμοι απόκαμαν πια. Και ξεκουράζονται πάνω στα όρη. Έχει μιά σιωπή. Από αυτές τις σιωπές της νύχτας. Που δεν ξέρεις αν είναι επειδή όλοι βρίσκονται στο ταξίδι του Μορφέα. Ή επειδή το όνειρο υφαίνεται κρυφά. Στ’ ακροδάκτυλα των άγρυπνων. Που ή αγγελοκρουσμένοι είναι. Ή ασκητές. Ή μαθητές. Σ’ αυτή τη μαθητεία της σιωπής. Που δε τελειώνει ποτέ. Όσο υπάρχουν παραμύθια. Να ειπωθούν ψιθυριστά. Από τα αερικά. Και να είναι το νανούρισμα των πληγών. Των μικρών. Και των μεγάλων. Κι είναι αυτοί που ποτέ δεν μίλησαν. Που τα είπαν όλα. Καθώς τ’ αραχνο’υ’φαντα νέφελα ταξίδευαν.
Ένα ζεστό ανοιξιάτικο μεσημέρι. Που ήταν η ζεστή αγκαλιά του φωτός. Που σου θύμιζε την αγάπη των μύθων. Εκεί που οι νεράιδες δεν ξεχάστηκαν ποτέ. Ούτε και ξέχασαν. Τους μυστικούς Έρωντες των αγγελοκρουσμένων. Και ‘γω σου γράφω τώρα. Με μια ξυπόλητη νοσταλγία. Και ονειρεύομαι τα ταξίδια των φίλων. Που μυρίζουν το γλυκάνισο του τσίπουρου. Που μυρίζουν το ψιθύρισμα της θάλασσας. Που έρχεται νωχελικά, να χα’ι’δέψει χαμένες ψυχές. Από τους καιρούς των ατέλειωτων σιωπών. Που, φλύαροι όπως πάντα. Διηγούνταν. Τους Έρωντες των αγγελοκρουσμένων. Που χάθηκαν. Χωρίς καμμιά μάχη.
Αὐτοὶ οἱ ἀντίλαλοι τοῦ ἄπειρου καὶ τῆς σιωπῆς
Αυτοὶ οἱ τρόποι τῆς Ὄρσιας γραφῆς
Εὐχαριστοῦμε σας ἐκ βάθους ψυχῆς