» Joshua Cohen (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)
Ήταν καλοκαίρι, πλησίαζε η εορταστική εβδομάδα —Ημέρα Μετακόμισης (τελευταία μέρα του μήνα, πρώτη μέρα του μήνα) και αμέσως μετά η Ημέρα της Ανεξαρτησίας— και ο Ντέιβιντ Κινγκ είχε πάει στα Χάμπτονς σε ένα πάρτι γενεθλίων για την Αμερική, στο οποίο ήταν προσκεκλημένος ως μέλος του Empire Club, που είχε ζητήσει από τους παρευρισκόμενους να δωρίσουν τουλάχιστον 4.000 δολάρια προσφέροντας ως αντάλλαγμα νερωμένα ποτά και άνοστο μπάρμπεκιου υπό την αιγίδα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Πρώτα σε προσκαλούσαν στο πάρτι και μετά σε έβαζαν να πληρώσεις: αυτό πάει να πει καλή κοινωνία. Να πώς οι δισεκατομμυριούχοι έβγαζαν τα λεφτά τους.
Πιάνοντας στα χέρια μου τις Μεταφορές του Βασιλιά επιθυμούσα σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, φρέσκια και ενδεικτική του εκεί κλίματος. Αυτές ήταν οι προσδοκίες, συνεπικουρούμενες από την αξιοπιστία των επιλεγμένων τίτλων της λογοτεχνικής σειράς Aldina. Στις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Ντέιβιντ Κινγκ, μεσήλικας επιχειρηματίας μεταφορών και αποθήκευσης, χωρισμένος και σε μια περίπλοκη νέα σχέση, θύμισε έντονα τον ανυπέρβλητο ήρωα του Ρίτσαρντ Φορντ, Φρανκ Μπάσκομπ, ιδιαίτερα την εκδοχή του στην Ημέρα Ανεξαρτησίας, όταν και διάγει την υπαρξιακή περίοδό του, έχοντας αφήσει προ πολλού πίσω τη λογοτεχνική συγγραφή και την αθλητικογραφία για να ασχοληθεί με τη μεσιτεία ακινήτων. Ξεφτισμένο αμερικανικό όνειρο και αντρική κρίση μέση ηλικίας· ένας πολλά υποσχόμενος συνδυασμός για μυθιστόρημα.
Ο Κινγκ παλεύει να ανέλθει οικονομικά, φιλοδοξεί εκείνα που οι πλούσιοι λευκοί προτεστάντες απολαμβάνουν, δυσπρόσιτα ωστόσο για έναν αυτοδημιούργητο Εβραίο. Ο ρεπουμπλικανικός κόλπος υπόσχεται πολλά, στις δεξιώσεις εκείνες είναι καλό να συχνάζει ένας φιλόδοξος επιχειρηματίας. Όμως, υπάρχει και η παροιμία που λέει πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους. Και ο Ντέιβιντ, ακόμα και όταν παρανομεί φιλοδωρώντας έναν σερβιτόρο, δεν καταφέρνει να γνωρίσει το μεγάλο ψάρι, δεν πετυχαίνει αυτό για το οποίο πλήρωσε την ακριβή συμμετοχή, και τώρα, στην είσοδο του πάρκινγκ παρακαλά το φορτηγάκι του να φτάσει γρήγορα, πριν γίνει ρεζίλι στα μάτια κάποιου τον οποίο θα έπρεπε να γοητεύσει, και πώς να το κάνει αυτό δίπλα σε ένα φορτηγάκι επαγγελματικής χρήσης· ποιος πραγματικά επιτυχημένος κεφαλαιοποιεί εργασία; Είναι εκείνη η στιγμή που το μεγάλο ψάρι θα εμφανιστεί μπροστά του και θα τον αναγνωρίσει από ένα μεταμεσονύχτιο τηλεοπτικό διαφημιστικό σε ένα τοπικό κανάλι, με βασικό σλόγκαν: Ο Ντέιβιντ Κινγκ, ο Βασιλιάς των Μεταφορών που Μετακομίζει και το Σόι σου Μέσα. Αξέχαστο σλόγκαν, θα σχολιάσει.
Ο Κοέν, γεννημένος το 1980, από τους τελευταίους συγγραφείς που ο Χάρολντ Μπλουμ πρόσθεσε στη λίστα με τους σπουδαίους, δεν αρκείται στην εξιστόρηση μιας ιστορίας μεσήλικης αποτυχίας, αλλά φιλοδοξεί κάτι πιο πληθωρικό και σύνθετο. Σύντομα στην ιστορία θα προστεθεί και ο Γιοάβ, γιος μιας ξαδέρφης του Κινγκ που ζει στην Ιερουσαλήμ, που μόλις απολύθηκε από τον στρατό και έρχεται στην Αμερική με τα δικά του όνειρα και τα δικά του τραύματα. Ο Κινγκ θα του βρει σπίτι και θα τον βάλει στη δούλεψή του. Μαζί με τον Γιοάβ θα έρθει και ο Ούρι. Οι δύο νέοι υπηρέτησαν μαζί τη θητεία τους και η νέα τους δουλειά θυμίζει αρκετά μέρος των στρατιωτικών καθηκόντων τους, καθώς, παρότι μίλια μακριά από τη Λωρίδα της Γάζας, συνεχίζουν να εκτελούν εντολές έξωσης.
Το σύγχρονο εβραϊκό ζήτημα είναι εκείνο που διαπνέει τις σελίδες στις Μεταφορές του Βασιλιά, που ακολουθεί την παράδοση της λογοτεχνίας των Εβραίων της Αμερικής. Ο Κοέν δεν δείχνει καμία διάθεση κατάθεσης πιστοποιητικών εβραϊκού φρονήματος. Το κράτος του Ισραήλ έχει πάρει εδώ και χρόνια τη θέση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, οι Εβραίοι δεν είναι πια διωκόμενοι, αναγκασμένοι σε φυγή για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Τώρα, είναι το ίδιο το Ισραήλ, που κάποτε υποδέχτηκε τους ανά την Ευρώπη κυνηγημένους, εκείνο που «διώχνει» τους δύο νέους μακριά από τους εφιάλτες μιας θητείας επίπονης. Αλλά και η Ιερουσαλήμ, το άλλοτε λίκνο του εβραϊσμού, η ιερή πόλη που έχει δεινοπαθήσει από ασφυκτική απομάγευση, έχοντας παραπέσει πια κάπου ανάμεσα σε τουριστικό θέρετρο και αεροδρόμιο. Κάποτε ο Κινγκ έκανε το ταξίδι ως εκεί, αλλά δεν βρήκε τίποτα άλλο πέρα από έναν τραπεζικό τρόπο να κρύψει μέρος των εισοδημάτων του από την πρώην γυναίκα του. Στις σελίδες αυτές δεν υπάρχει η ονειροπόληση ενός τόπου θαλπωρής, ενός σανατορίου ανάρρωσης από τα τραύματα της ενήλικης ζωής, όπως συμβαίνει με τους ήρωες της Κράους ή του Φόερ για παράδειγμα.
Ωστόσο, παρά τον διάχυτο εβραϊσμό του, το μυθιστόρημα δεν απομονώνεται σε αυτό, δεν είναι μόνο αυτό. Οι μεταφορές του Βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα έκδηλης συγχρονίας που αποτυπώνει τα παράδοξα και τις αντιφάσεις της ζωής στο μετακαπιταλιστικό περιβάλλον του 21ου αιώνα, κυρίως όμως δίνει χώρο στην αγωνία της ύπαρξης να παρεισφρήσει στις σελίδες του. Το υπόγειο χιούμορ, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την τραγικότητα των καταστάσεων, δοκιμάζει τα όρια της ενσυναίσθησης του αναγνώστη. Την ίδια στιγμή, στην αντανάκλαση του ειδώλου ο συγγραφέας ύπουλα προσθέτει στοιχεία λιγότερο ή περισσότερο οικεία και σύμφυτα της ανθρώπινης υπόστασης. Οι χαρακτήρες τού μυθιστορήματος δεν είναι απομακρυσμένοι, διαθέτουν την απαραίτητη αληθοφάνεια, την απαραίτητη ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις γνώριμες.
Εδώ, ο Κοέν δεν καταφεύγει σε πολλά μεταμοντέρνα τεχνάσματα, για τα οποία φημίζεται, γεγονός το οποίο καθιστά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια καλή πύλη γνωριμίας με το έργο του. Δεν θα είχε άδικο κάποιος να το χαρακτηρίσει σπονδυλωτό μυθιστόρημα, καθώς οι υποϊστορίες που το συνθέτουν συνδέονται με τρόπο χαλαρό, αφήνοντας μια αίσθηση αποσπασματικότητας να αιωρείται, κάτι που ωστόσο αποτελεί ξεκάθαρα συγγραφική απόφαση, αλλά δεν επιτρέπει στο βιβλίο τελικά να απογειωθεί και να περάσει στη σφαίρα του αριστουργήματος, παρότι διαθέτει σημεία εξαιρετικής ποιότητας, απόρροια ενός δυναμικού συνδυασμού οξυδέρκειας στην παρατήρηση και ταλέντου στην αφήγηση.
Το εισαγωγικό σημείωμα του Παναγιώτη Κεχαγιά, που υπογράφει και τη μετάφραση, είναι άκρως κατατοπιστικό, αν και θα έπρεπε να έχει τη θέση επιμέτρου, τοποθετημένου στο τέλος, ως ιδανικό συμπλήρωμα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος και όχι ως προάγγελός της.